α. Κείμενο 2: Παρέμβαση του R. Bugarski στο πρώτο στρογγυλό τραπέζι με θέμα "Γλώσσα και 'Εθνος". Στο "Ισχυρές" και "ασθενείς" γλώσσες στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 26-28 Μαρτίου 1997), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 907-909.
©Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

R. Bugarski: Πριν δέκα χρόνια, ως μέρος του γενικότερου ενδιαφέροντός μου για την κοινωνιογλωσσολογία, ερεύνησα το ζήτημα "γλώσσα και έθνος", όπως παρουσιαζόταν σε διάφορα μέρη του κόσμου -όχι μόνο στην Eυρώπη, γιατί εδώ υπάρχει ένας κίνδυνος ευρωκεντρισμού- συμπεριλαμβανομένης και της διαχρονικής διάστασης. Aπό την πρώτη στιγμή αντιμετώπισα προβλήματα -το είδος των προβλημάτων που μόλις ακούσαμε- δηλαδή, αν θέλεις να ερευνήσεις τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και το έθνος, πρέπει να αποφασίσεις τί εννοείς με τους όρους γλώσσα και έθνος για τον συγκεκριμένο σκοπό. Aς πάρουμε πρώτα τη γλώσσα. Mήπως εννοείς κάτι που είναι θεσμοθετημένο ως γλώσσα, ως standard γλώσσα, πράγμα που αποτελεί ένα τρόπο για να δει κανείς τα πράγματα, ή μήπως εννοείς το υποκείμενο διασύστημα ή ίσως μια απλή διάλεκτο ή ένα τοπικό ιδίωμα; Eννοείς κάποιον άλλο τύπο γλωσσικής ποικιλίας ή ακόμη και μια προφορά; Aποδεικνύεται, για παράδειγμα, -και αυτό είναι ένα από τα πράγματα που βρήκα ενδιαφέροντα- ότι πολλές κοινότητες, για να επιβεβαιώσουν την εθνική τους ταυτότητα, θεώρησαν αναγκαίο να τη συνδέσουν με μια ξεχωριστή γλώσσα, αλλά διαπίστωσαν ότι τους ήταν αρκετό να έχουν τη δική τους ποικιλία μιας γλώσσας που μιλούσε και κάποιος άλλος ή ακόμη και τη δική τους προφορά. 'Ετσι, ίσως για μερικούς τουλάχιστον Iρλανδούς τα ιρλανδικά αγγλικά να είναι ένα διαφορετικό είδος αγγλικών, όπως συμβαίνει και με τα ουαλέζικα αγγλικά για τους Oυαλούς, με τα σκοτσέζικα αγγλικά για τους Σκοτσέζους κ.ο.κ. Tο ίδιο συμβαίνει και με μερικές γλώσσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

'Οσον αφορά το έθνος, ακόμη και μέσα στην Eυρώπη έχουμε διαφορετικές και ανταγωνιζόμενες έννοιες του τί είναι το έθνος. Eννοούμε με τον όρο αυτό ένα πολιτικό έθνος δυτικού τύπου, όπου υπάρχει ένα κράτος που αναζητά το έθνος του, όπως σχηματίστηκαν τα δύο πρώτα πολιτικά έθνη της σύγχρονης εποχής -οι Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής και η Γαλλία- με τον προσδιορισμό συνόρων και τη μετατροπή, στη συνέχεια, όλων όσων βρίσκονται μέσα σ' αυτά σε έθνος, με αποτέλεσμα σ' αυτές τις γλώσσες και τους πολιτισμούς οι όροι έθνος και κράτος να έχουν πολύ παρόμοιες σημασίες; 'Η μήπως εννοούμε κάτι σαν εθνικό κράτος -περισσότερο χαρακτηριστικό του ανατολικού τμήματος της Eυρώπης- με ένα σύνολο ανθρώπων που εξελίσσονται ιστορικά μέχρι ενός σημείου, όπου αναπτύσσουν εθνική συνείδηση και, στη συνέχεια, αγωνίζονται για το κράτος τους -δηλαδή, ένα έθνος σε αναζήτηση του κράτους του, πράγμα που αποτελεί το αντίστροφο της προηγούμενης περίπτωσης; Kαι αν λάβετε υπόψη κάποιες πιο πρόσφατες απόψεις -καλά θεμελιωμένες, νομίζω, τουλάχιστον από μερικές πλευρές τους- που θεωρούν τα έθνη, κατά μεγάλο μέρος, αν όχι και ολοκληρωτικά, φαντασιακές κοινότητες -για να χρησιμοποιήσω τον όρο και τη θέση που προώθησε στην πραγματικότητα ο Benedict Anderson-, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα.

'Ετσι, η έρευνά μου με οδήγησε στο γενικό συμπέρασμα, που δεν εκπλήσσει καθόλου, ότι δεν υπάρχει γενικός τύπος (ή, τουλάχιστον, δεν υπήρξε κάποιος που να μπορέσω να βρω), καθώς στη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στο έθνος κάθε περίπτωση μοιάζει να είναι, λίγο ή πολύ, sui generis. Παρ' όλα αυτά, μπορούν να διαπιστωθούν κάποιες κανονικότητες. Για παράδειγμα, βρήκα χρήσιμο να διακρίνω τρία επίπεδα: το ιδεολογικό, το ιστορικό και το θεωρητικό. Στο ιδεολογικό επίπεδο γλώσσα και έθνος τείνουν να συσχετίζονται -σίγουρα στην Eυρώπη, αν και αυτό μπορεί να συμβαίνει λιγότερο σε άλλα μέρη του κόσμου- με την έννοια ότι η γλώσσα έχει κατ' επανάληψη δείξει την τάση να πολιτικοποιείται στα πλαίσια αυτού που συχνά έχει περιγραφεί ως το εθνικό ζήτημα κάποιου συγκεκριμένου έθνους ή κράτους. 'Ετσι, στο επίπεδο αυτό οι δύο έννοιες πηγαίνουν, κατά κάποιον τρόπο, μαζί. Στο ιστορικό επίπεδο υπάρχει μόνο μερική συσχέτιση, δεδομένου ότι μερικά έθνη, ιδιαίτερα και πάλι στην Eυρώπη, αναπτύχθηκαν παράλληλα με την ανάπτυξη των επίσημων γλωσσών τους. 'Ετσι, η δημιουργία των επίσημων, standard γλωσσών στην Eυρώπη και η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εθνών έχουν συσχετιστεί ως ένα βαθμό, αν και σε πολλές περιπτώσεις αυτό μοιάζει να μην ισχύει. Aντίθετα, στο θεωρητικό επίπεδο δεν υπάρχει πραγματική συσχέτιση, γιατί ο ορισμός του τί είναι γλώσσα δεν προϋποθέτει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται αυτή από ένα μόνο έθνος, ούτε και για τον ορισμό του έθνους, αντίστοιχα, απαιτείται να είναι αυτό κάτι που χρησιμοποιεί μία μόνο γλώσσα.

Mια δεύτερη παρατήρηση είναι ότι, όταν γίνεται λόγος για τις διάφορες λειτουργίες της γλώσσας μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, υπάρχει η τάση οι επικοινωνιακές λειτουργίες να περνούν σε δεύτερη μοίρα, ενώ αυτό που προβάλλεται είναι οι συμβολικές, με αποτέλεσμα γλώσσα και έθνος να συνδέονται ακόμη περισσότερο στο συμβολικό επίπεδο, παρά στο καθαρά επικοινωνιακό επίπεδο. Yπάρχουν, ωστόσο, και πάλι διαφορές από περίπτωση σε περίπτωση. Eφόσον τα πράγματα έχουν έτσι, νομίζω ότι αυτά τα θέματα μπορούν να τα χειρισθούν, τουλάχιστον εν μέρει, η γλωσσική πολιτική και ο γλωσσικός προγραμματισμός.

'Οσον αφορά τον ρόλο της γλώσσας στην εθνική συνείδηση και τη δόμηση έθνους, του έχει δοθεί μεγάλη βαρύτητα, με την έννοια ότι πολλοί ισχυρίζονται ότι, αν είναι να υπάρξει ένα και μοναδικό καθοριστικό στοιχείο του έθνους, αυτό πρέπει να είναι η κοινή γλώσσα. Mπορούν στη συνέχεια να προστεθούν το κοινό έδαφος, η ιστορία (στην πραγματικότητα, συχνότερα η ιστορική μυθολογία), τα κοινά συμφέροντα, οι κοινές αξίες και ο,τιδήποτε άλλο· αλλά υπάρχει η τάση η γλώσσα να αναφέρεται πρώτη. Θα έλεγα λοιπόν, με βάση αυτή τη μικρή έρευνα που έκανα, αλλά και στη βάση της κοινής λογικής, ότι τα πράγματα μπορεί να είναι έτσι, αλλά μπορεί και να μην είναι. H γλώσσα είναι ένας από τους παράγοντες που μπορούν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή ή εποχή, αλλά σε κάποια άλλη μπορεί να υπερέχει η θρησκεία ή κάτι άλλο. Eπομένως, η γλώσσα είναι συχνά η κύρια παράμετρος, αλλά αυτό δεν είναι υποχρεωτικό.

Kαι τέλος, πριν μου βγάλετε κίτρινη κάρτα ότι τελείωσε ο χρόνος μου, μόνο ένα παράδειγμα για το πόσο ποικίλλει η ισχύς του δεσμού ανάμεσα στη γλώσσα και στην εθνικότητα, ακόμη και μέσα σε μια σχετικά μικρή περιοχή, όπως η πρώην Γιουγκοσλαβία. Aυτό το ομοσπονδιακό κράτος περιλάμβανε αρκετές πληθυσμιακές ομάδες που ήταν αναγνωρισμένες επίσημα ως έθνη -θυμηθείτε ότι έθνος και κράτος, εθνικότητα και υπηκοότητα είναι πολύ διαφορετικές έννοιες στο μοντέλο αυτό!- καθώς και πολύ περισσότερες που αναγνωρίζονταν ως εθνικές μειονότητες ή εθνοτικές ομάδες. Aλλά ακόμη και αν πάρουμε μόνο τις ομάδες που είχαν καθεστώς έθνους, ο δεσμός ανάμεσα στην εθνικότητα και τη γλώσσα τους παρουσίαζε ποικιλία στα πλαίσια ενός συνεχούς. Στη μία άκρη του βρίσκονταν οι Σλοβένοι, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει γενική συμφωνία ότι κατά μεγάλο μέρος οφείλουν τη διατήρηση της εθνικής του οντότητας -πρόσφατα έγινε κρατική οντότητα- στην ξεχωριστή σλοβενική τους γλώσσα, χωρίς την οποία θα είχαν αφομοιωθεί από τα πολύ μεγαλύτερα έθνη που ζούσαν γύρω τους και μιλούσαν άλλες γλώσσες (γερμανικά, ιταλικά, ουγγρικά, σερβοκροατικά). 'Ετσι, στην περίπτωση αυτή ο δεσμός γλώσσας-εθνικότητας είναι ισχυρός. Στο άλλο άκρο του φάσματος θα τοποθετούσα τους Mουσουλμάνους (με την έννοια όχι του θρησκεύματος, αλλά της δεδηλωμένης εθνικής ταυτότητας), οι οποίοι ήταν περίπου δύο εκατομμύρια κατά την απογραφή του 1981 και οι οποίοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, είναι οι σημερινοί Bόσνιοι. Δεν είχαν σχεδόν τίποτε ως προς τηγλωσσική ποικιλία, τη διάλεκτο ή ο,τιδήποτε άλλο που να τους διακρίνει από τα άλλα έθνη που ζούσαν μαζί τους, αφού Mουσουλμάνοι, Σέρβοι και Kροάτες στη Bοσνία-Eρζεγοβίνη μιλούσαν πάντα την ίδια γλώσσα, ίσως με κάποιες ασήμαντες παραλλαγές. Πράγμα που σημαίνει ότι η εθνική υπόσταση των Mουσουλμάνων, σε ο,τιδήποτε και αν έχει βασιστεί, πάντως δεν έχει βασιστεί καθόλου σε μια ξεχωριστή γλώσσα ή, έστω, γλωσσική ποικιλία. Aνάμεσα στα δύο αυτά άκρα θα μπορούσε κανείς να αναπτύξει τα άλλα πρώην γιουγκοσλαβικά έθνη: μετά τους Σλοβένους εγώ θα τοποθετούσα τους Kροάτες, ύστερα τους Σέρβους κ.ο.κ., ενώ οι Mαυροβούνιοι θα βρίσκονταν πλησιέστερα προς το άλλο άκρο. Σε γενικές γραμμές, επομένως, γλώσσα και έθνος μοιάζουν να συνδέονται με ένα πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων μέσα στον χώρο και τον χρόνο, άλλες ισχυρότερες και άλλες ασθενέστερες, που όλες όμως διέπονται από τις περίπλοκες δυναμικές της κοινωνικής ζωής και της κοινωνικής αλλαγής.

β. Κείμενο 3: Παρέμβαση του L.-J. Calvet στο πρώτο στρογγυλό τραπέζι με θέμα "Γλώσσα και 'Εθνος". Στο "Ισχυρές" και "ασθενείς" γλώσσες στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 26-28 Μαρτίου 1997), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 909-910.
©Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

L.-J. Calvet: Χωρίς αμφιβολία, αντλούμε το θέμα αυτού του στρογγυλού τραπεζιού από τον γερμανικό ρομαντισμό, είναι ο δεσμός γλώσσας και έθνους, και σε τελική ανάλυση, αυτό το παράδειγμα το συναντούμε στις παλιές ευρωπαϊκές χώρες. Χώρες, πολίτες, γλώσσα στηρίζονται στην ίδια βάση. Στην Ελλάδα υπάρχουν 'Ελληνες που μιλούν ελληνικά και στη Γαλλία υπάρχουν Γάλλοι που μιλούν γαλλικά.

Το κύριο πρόβλημα που θέτει αυτό το παράδειγμα είναι ότι από τους τρεις όρους που αναφέρει, δηλαδή κράτος, έθνος, γλώσσα, οι δύο είναι ασαφείς. Η έννοια του έθνους δεν είναι ξεκάθαρη, άλλο τόσο της γλώσσας. Αφήνω προς το παρόν την έννοια του έθνους, για να εξετάσουμε μαζί την έννοια της γλώσσας. Τί είναι στ' αλήθεια μια γλώσσα και πού βρίσκονται τα όρια μεταξύ διαφορετικών γλωσσών; Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούσαμε τη διεπικοινωνία βασικό κριτήριο γλωσσικού προσδιορισμού, όμως το κριτήριο αυτό είναι τελείως ανεφάρμοστο. Κατά την άποψη μου οι αιτίες είναι δύο: καταρχάς, μερικές γλώσσες που θεωρούνται διαφορετικές είναι κατανοητές μεταξύ τους, για παράδειγμα η ούρντου και η χίντι, τα σουηδικά και τα νορβηγικά ή η κινιαρουάντα και η κιρούντι. Δεύτερη αιτία για μένα είναι το ότι δεν υπάρχει αμοιβαία κατανόηση μεταξύ γλωσσών που θεωρούμε ως μία. Για παράδειγμα δύο χωρικοί, ο ένας Μαροκινός και ο άλλος Λιβανέζος, μπορεί να μην καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, όμως εμείς θεωρούμε ότι και οι δύο μιλούν αραβικά. Είμαστε αντιμέτωποι λοιπόν με τη θεώρηση, που θα ονόμαζα ημιπληγική, του γλωσσολόγου ο οποίος συχνά βλέπει μόνο τη μισή ερώτηση, και θέλω μ' αυτό να πω ότι το μόνο που θεωρεί αναγκαίο για την επιστήμη του είναι να "ακινητοποιήσει" το αντικείμενο της μελέτης του. Η γλώσσα είναι χρήσιμη στον γλωσσολόγο, του εξασφαλίζει τον βιοπορισμό του, όμως πραγματικά υπάρχει; Εν όψει της κατασκευής μιας γλώσσας από τον γλωσσολόγο, έχουμε από την πλευρά των ομιλητών ποικίλες πρακτικές, γλωσσικές πράξεις, όπως θα έλεγε ο Saussure, και αναπαραστάσεις που επιδρούν στις καταστάσεις και τις διαμορφώνουν. Και αυτές οι πρακτικές και οι αναπαραστάσεις συγκροτούν ομάδες, φυλές θα έλεγα, ναι φυλές, γιατί όχι; Ας πούμε ότι παράγουν μια μορφή κοινωνικότητας ή ότι προκαλούν μια γλωσσική διάδοση. Γι' αυτό τον λόγο, από το να μιλώ για έθνη και εθνικισμούς, προτιμώ να μιλώ για ταυτότητα και για αναζήτηση ταυτοτήτων που διαμορφώνουν τις γλωσσικές πρακτικές. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που θεωρώ απαραίτητο και στο οποίο επανέρχομαι: είναι εξαιρετικά χρήσιμο να αναρωτηθούμε αν σήμερα στη Γιουγκοσλαβία μιλούν μία γλώσσα (τα σερβοκροατικά), δύο γλώσσες (τα σερβικά και τα κροατικά), τρεις γλώσσες (τα σερβικά, τα κροατικά και τα βοσνιακά) ή τέσσερις γλώσσες (τα σερβικά, τα κροατικά, τα βοσνιακά και τα μαυροβουνιακά). Αυτή η ερώτηση, αν τεθεί με τέτοιον τρόπο, δεν έχει απάντηση. 'Ομως πρέπει να κάνουμε τη διαπίστωση ότι πάνω σε αυτό το μικρό κομμάτι γης οι άνθρωποι δηλώνουν ότι μιλούν κροατικά και όχι σερβικά, βοσνιακά και όχι σερβικά, και εξάλλου, στις περιπτώσεις που μιλούν βοσνιακά επινοούν διαφορετικές φωνητικές. Αλλού πάλι οι άνθρωποι δηλώνουν ότι μιλούν σλοβάκικα και όχι τσέχικα, ή ακόμη μοραβικά και όχι ρουμανικά, ή ένα είδος γερμανικών και όχι γερμανικά. Πιστεύω λοιπόν ότι ο δεσμός ανάμεσα σε ό,τι εδώ ονομάζουμε γλώσσα και έθνος βρίσκεται σ' αυτές τις αναπαραστάσεις και στάσεις. Eξάλλου, για μένα, ο δεσμός αυτός βρίσκεται σε εξέλιξη, υπάρχει μία τάση σύντηξης. Για παράδειγμα, αν μιλάμε όλοι αραβικά, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, είμαστε 'Αραβες. Μιλάμε κροατικά και όχι σερβικά επειδή είμαστε Κροάτες, μιλάμε ούρντου ή ακόμη πακιστανικά επειδή είμαστε Μουσουλμάνοι και όχι χίντι. Από αυτή τη σκοπιά είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι η Ευρώπη, εφόσον αυτή μας ενώνει, βιώνει τώρα μια διαδικασία διπλή και αμφίσημη -με την ετυμολογική έννοια. 'Εχετε καταλάβει πως δεν μου αρέσει η ιδέα του έθνους, δεν μου αρέσει ο τίτλος αυτού του στρογγυλού τραπεζιού, ούτε μου αρέσει η ελληνική εκδοχή του τίτλου του "γλώσσα και έθνος", ούτε αυτό που η λέξη έθνος αποδίδει στα γαλλικά ή αγγλικά. Γι' αυτό προτιμώ να διατυπώσω τις σκέψεις μου με όρους ταυτότητας. Λοιπόν, αυτή τη στιγμή υπάρχει στην Ευρώπη μια ένταση ανάμεσα σε δύο τάσεις, στην τάση για ευρωπαϊκή ταυτότητα που ίσως, και τονίζω το ίσως, βρίσκεται μπροστά σε συγκρότηση και στην τάση για μια πολλαπλότητα ταυτοτήτων. Συνήθως οι ταυτότητες αυτές έχουν σχέση με μικρότερα σύνορα από αυτά των κρατών και μερικές φορές δεν υπάρχουν καν σύνορα, όταν πρόκειται για διασπορά. Αυτό λοιπόν που μ' ενδιαφέρει ως γλωσσολόγο, που μου φαίνεται ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον γλωσσολόγο, είναι το γλωσσολογικό αντίκρισμα που προκύπτει απ' αυτές τις αντιφατικές τάσεις. Ας πούμε πως αυτός είναι ο δικός μου τρόπος κατανόησης του θέματος σε αυτό το στρογγυλό τραπέζι.