Η Ευρωπαϊκή 'Ενωση (Ε.Ε.) αναγνωρίζει επισήμως τις εξής έντεκα γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική, σουηδική, φινλανδική, πορτογαλική, δανική, ελληνική, ολλανδική. Οι γλώσσες αυτές είναι αντίστοιχα οι επίσημες εθνικές γλώσσες των δεκαπέντε κρατών-μελών που αποτελούν σήμερα την 'Ενωση. Με τη μελλοντική διεύρυνση οι επίσημες γλώσσες αναμένεται να αυξηθούν και το φαινόμενο της γλωσσικής πολυμορφίας που χαρακτηρίζει την Ευρώπη θα γίνει πιο πολύπλοκο.

Το ότι οι έντεκα αυτές γλώσσες είναι επίσημες γλώσσες της Ε.Ε. σημαίνει ότι τα επίσημα κείμενα των οργάνων της 'Ενωσης (κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις) διατίθενται για την εξυπηρέτηση του ευρωπαίου πολίτη και στις έντεκα γλώσσες. Αυτό προϋποθέτει τεράστιες δαπάνες μετάφρασης και διερμηνείας. Σήμερα με τις έντεκα επίσημες γλώσσες απαιτούνται εκατόν είκοσι συνδυασμοί διερμηνείας και συχνά, για να πραγματοποιηθεί η διερμηνεία από μια ασθενή γλώσσα σε άλλη (π.χ. από τη φινλανδική στην ελληνική), χρειάζεται η παρέμβαση μιας ισχυρής γλώσσας (π.χ. της γερμανικής). Στη μελλοντική Ευρώπη, ενδεχομένως, είκοσι κρατών-μελών, οι συνδυασμοί θα υπερβούν τους τριακόσιους και, ενώ σήμερα χρειάζονται τριάντα τρεις διερμηνείς για κάθε συνεδρίαση, στο μέλλον θα χρειάζονται εξήντα. Κατά συνέπεια το βάρος για τον κοινοτικό προϋπολογισμό θα πολλαπλασιαστεί.

Η Ε.Ε. είναι υπερκρατικός και όχι διακρατικός διεθνής οργανισμός. Αντίθετα με άλλους διεθνείς οργανισμούς (Ο.Η.Ε., Συμβούλιο της Ευρώπης), δεν μπορεί να παραγνωρίσει τις κρατικές/εθνικές γλώσσες των κρατών-μελών της. Το Συμβούλιο της Ευρώπης με πάνω από σαράντα κράτη-μέλη, έχει μόνο δύο επίσημες γλώσσες, την αγγλική και τη γαλλική, στις οποίες δημοσιεύει τα κείμενά του, ενώ οιαδήποτε γλωσσική εξυπηρέτηση προς άλλες γλώσσες επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του εκάστοτε ενδιαφερόμενου κράτους.

Παρόλο που οι γλώσσες της Ε.Ε. είναι επισήμως έντεκα, η ιρλανδική και η λουξεμβουργιανή, εθνικές γλώσσες της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου αντίστοιχα, αναγνωρίζονται από την 'Ενωση ως γλώσσες των συνθηκών. 'Ετσι οι πολίτες των δύο αυτών κρατών μελών, εάν το επιθυμούν, μπορούν να ζητήσουν τη μετάφραση των επίσημων κειμένων στη γλώσσα τους. Πριν από δύο χρόνια καταλανοί ευρωβουλευτές ζήτησαν από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, κ. Σαντέρ, την άδεια να μεταφραστούν τα κείμενα της Συνθήκης στην καταλανική γλώσσα, ζητώντας επομένως έμμεσα την αναγνώριση της καταλανικής ως γλώσσας των συνθηκών. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής επέτρεψε τη μετάφραση προσδιορίζοντας συγχρόνως ότι τα κείμενα στην καταλανική δεν αναγνωρίζονται ως αυθεντικά. Και αυτό γιατί η καταλανική δεν είναι επίσημη κρατική γλώσσα του ισπανικού κράτους, αλλά μόνο επίσημη περιφερειακή γλώσσα της αυτόνομης κοινότητας της Καταλονίας.

Η αναγνώριση όμως των έντεκα επίσημων γλωσσών και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, των δύο εθνικών γλωσσών της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου που χαίρουν ιδιαίτερου καθεστώτος, δεν αρκεί για να αποκτήσουν οι γλώσσες αυτές ουσιαστική ισοτιμία και πραγματικά "αντισώματα" ώστε να ανταπεξέλθουν στις συνέπειες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

'Ετσι, ενώ οι επίσημες γλώσσες της Ε.Ε. είναι έντεκα, οι γλώσσες εργασίας των θεσμικών οργάνων της είναι επισήμως τρεις (αγγλική, γαλλική, γερμανική) και ουσιαστικά δύο (αγγλική, γαλλική). Με άλλα λόγια, στα κείμενα που συντάσσονται για εσωτερική χρήση και στις ανεπίσημες συνεδριάσεις χρησιμοποιούνται, ανάλογα με την περίπτωση, ή η αγγλική ή η γαλλική ή και οι δύο. Η μεν γαλλική γλώσσα χρησιμοποιείται για ιστορικούς λόγους, η δε αγγλική επειδή τείνει να καταστεί η lingua franca της 'Ενωσης.

Η ιστορικά προνομιακή γαλλική γλώσσα δέχεται σήμερα ευθείες βολές και αντιστέκεται, κυρίως επειδή η ιεραρχία των οργάνων της 'Ενωσης εκφραζόταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90 στη γλώσσα αυτή αλλά και γιατί η έδρα των οργάνων βρίσκεται σε γαλλόφωνες περιοχές (Βρυξέλλες, Λουξεμβούργο, Στρασβούργο). Στις Βρυξέλλες, όμως, το γλωσσικό καθεστώς έχει αλλάξει: η γαλλική, που μέχρι τη δεκαετία του '80 ήταν η γλώσσα της πλειοψηφίας, απειλείται από την ολλανδική, καθότι οι Φλαμανδοί έχουν τα ίδια γλωσσικά δικαιώματα με τους γαλλόφωνους συμπατριώτες τους.

Το Βασίλειο του Βελγίου είναι τρίγλωσσο και τριπολιτισμικό (Lenoble-Pinson 1997). Η περιφέρεια των Βρυξελλών, πρωτεύουσα του Βασιλείου και της Ευρώπης, είναι επισήμως δίγλωσση· στην ουσία όμως είναι πολύγλωσση, καθότι συνυπάρχουν στο έδαφός της πολλές γλωσσικές κοινότητες (που αποτελούνται από υπαλλήλους των οργάνων της Ε.Ε. και μετανάστες). Η αγγλική είναι η τρίτη περισσότερο διαδεδομένη γλώσσα των Βρυξελλών (γλώσσα του ΝΑΤΟ και lingua franca των ευρωπαίων κατοίκων της).

Με τη διεύρυνση του 1995 προς τις δύο χώρες της Σκανδιναβίας, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, καθώς και προς την Αυστρία, και με την εξάπλωση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, η αγγλική κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και τείνει να επιβληθεί. Σήμερα, η καθημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που γινόταν παραδοσιακά στη γαλλική, γίνεται πια και στην αγγλική, ενώ η διάσκεψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο, που παραδοσιακά γινόταν μόνο στη γαλλική, τώρα γίνεται αδιακρίτως και στις δύο γλώσσες. Στις σελίδες πληροφόρησης της Ε.Ε. στο Internet κυριαρχεί η αγγλική γλώσσα, ακολουθούμενη από τη γαλλική, παρόλο που τα σημαντικότερα κείμενα εισαγωγής στον λαβύρινθο των κοινοτικών οργάνων παρέχονται στις έντεκα επίσημες γλώσσες. Με άλλα λόγια, η αγγλική επικρατεί ως γλώσσα-όχημα επιτρέποντας την πρόσβαση στις λεωφόρους των πληροφοριών, ενώ οι υπόλοιπες γλώσσες μειονεκτούν σημαντικά. Η μειονεξία των υπόλοιπων γλωσσών μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο εάν καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες. Χρειάζεται να γίνουν σημαντικές επενδύσεις για να εξασφαλιστεί η παρουσία των υπόλοιπων γλωσσών στις λεωφόρους των πληροφοριών, αλλά χρειάζεται πρώτα να συνειδητοποιήσουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων σε θέματα γλωσσικής πολιτικής πόσο σημαντική είναι η παρουσία αυτή.

Το σκηνικό ενδέχεται να αλλάξει με τη μελλοντική διεύρυνση προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Μέχρι πρόσφατα η γερμανική ήταν η δεύτερη γλώσσα της Ουγγαρίας και Τσεχίας, σήμερα όμως η αγγλική κερδίζει και στις χώρες αυτές σταθερά έδαφος. Η γερμανική δεν παύει φυσικά να είναι η τρίτη κατά σειρά ισχυρή γλώσσα της Ευρώπης, ενώ ακολουθείται από την ισπανική και την ιταλική. Οι άλλες έξι γλώσσες ανήκουν στις λεγόμενες ασθενείς γλώσσες, αφενός λόγω του μικρότερου αριθμού των φυσικών ομιλητών τους και αφετέρου λόγω της μειωμένης ζήτησης εκμάθησης και χρήσης τους από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.

Το πρόβλημα λοιπόν της ανισοτιμίας των γλωσσών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντανακλά βαθύτερες ανισότητες, πληθυσμιακές, οικονομικές, πολιτικές. Η αντιμετώπισή του πρέπει να είναι συλλογική (από όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες), δι-εθνική (με την ανταλλαγή απόψεων και ορθών πρακτικών) και ενδο-εθνική.

Το 1995 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη μελέτη Οι αριθμοί κλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το δεύτερο μέρος της μελέτης αυτής ήταν αφιερωμένο στο φαινόμενο της πολυγλωσσίας (βλ.3.1). Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνονται στη μελέτη, το 54% των Ευρωπαίων άνω των 55 ετών είναι μονόγλωσσο έναντι του 11% των νέων (ηλικίας 15-24 ετών). Στη Μεσόγειο (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) σημειώνονται τα μεγαλύτερα ποσοστά ενηλίκων (άνω των 55 ετών) που δεν γνωρίζουν καμία ξένη γλώσσα (αντίστοιχα 74%, 69%, 65%, και 85%), στη Μεγάλη Βρετανία και Ιρλανδία (χώρες όπου ομιλείται η ισχυρότερη γλώσσα της Ευρώπης) το ποσοστό υπερβαίνει το 50%, ενώ πολύγλωσσοι ή τουλάχιστον δίγλωσσοι είναι ήδη από πολλές γενιές Δανοί, Λουξεμβουργιανοί και Ολλανδοί.

Σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, το 1997 το 71,3% των νέων (άρα περίπου τρεις στους τέσσερις) μπορούν να συνεννοηθούν σε μια ξένη γλώσσα, έναντι 60% το 1990. Παρόλο που σε επτά χρόνια παρατηρείται σημαντική πρόοδος, το 1990 η μέτρηση έγινε σε δώδεκα κράτη-μέλη, ενώ το 1997 τις καλύτερες αποδόσεις σημειώνουν τα τρία νέα κράτη-μέλη (Σουηδία, Φινλανδία, Αυστρία) ανεβάζοντας έτσι τον γενικό μέσο όρο. Οι ευρύτερα ομιλούμενες ξένες γλώσσες είναι η αγγλική (53,7%), η γαλλική (19,9%) και η γερμανική (11%). Τέλος, η ισπανική έρχεται πρώτη στη ζήτηση εκμάθησης (23,1%) με μεγαλύτερο ποσοστό στην Ιταλία και Ολλανδία (όπου υπερβαίνει το 40%), ακολουθούμενη από τη γαλλική (21,7%) με μεγαλύτερο ποσοστό στις σκανδιναβικές χώρες (περίπου 40%), στη Γερμανία, Ισπανία και Ολλανδία (περίπου 30%), και τρίτη την αγγλική (19,8%). Για τις υπόλοιπες γλώσσες παρατηρούμε τα εξής: Σκανδιναβοί, Ιταλοί και Πορτογάλοι επιθυμούν να μάθουν γερμανικά· 'Ελληνες και Λουξεμβουργιανοί επιθυμούν να μάθουν ιταλικά (τα κίνητρα είναι προφανώς διαφορετικά)· Ολλανδοί επιθυμούν να μάθουν ελληνικά ή σουηδικά και Σουηδοί φινλανδικά. Τέλος, η δανική δεν ενδιαφέρει πολύ τους νέους Ευρωπαίους.

'Οπως φαίνεται, λοιπόν, οι νέοι Ευρωπαίοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον τους είναι πολύγλωσσο, και όχι απλώς δίγλωσσο, αν και τα κίνητρα εκμάθησης της μιας ή της άλλης γλώσσας διαφέρουν από τη μια χώρα στην άλλη. Παρόλο που η αγγλική κυριαρχεί και είναι απαραίτητη για την ανεύρεση εργασίας, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι η μόνη ξένη γλώσσα προσφερόμενης διδασκαλίας.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η διαφύλαξη της πολυγλωσσίας στην Ευρώπη έχει υψηλό δημοσιονομικό και διοικητικό κόστος. Δεν συνειδητοποιούν όμως ότι η πολυγλωσσία αποτελεί στοιχείο της πλούσιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς (βλ. 3.1). Οποιαδήποτε απώλεια του πλούτου αυτού θα είχε σημαντικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τουλάχιστον όσον αφορά στην ιδιαιτερότητα του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης.


* Η συγγραφέας εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το κείμενο αυτό εκφράζει τις προσωπικές της απόψεις και δεν αποτελεί επίσημη τοποθέτηση της Επιτροπής αυτής.