H γλωσσική συνύπαρξη είναι βαθιά ριζωμένη στη νεοελληνική ιστορία . Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους δίπλα στα ελληνικά ακούγονται τα τούρκικα και τα αρβανίτικα. Στη συνέχεια, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και των Νέων Χωρών προστίθενται τα βλάχικα, τα σλαβικά (σλαβομακεδονικά και πομάκικα) και τα ισπανοεβραϊκά. (Για μια παρουσίαση των γλωσσικών μειονoτήτων στην Ελλάδα σήμερα βλ. Μπαλτσιώτης 1997· Σελλά-Μάζη 1997, 361-401).

Από τις ανταλλαγές πληθυσμών με τη Βουλγαρία (ύστερα από τη Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919) και την Τουρκία (Συνθήκη της Λoζάνης το 1923), η χρήση άλλης γλώσσας εκτός από την ελληνική δεν ξεπέρασε το 10% του συνόλου των ελλήνων πολιτών, μειώνοντας κατά πολύ τη γλωσσική και πολιτισμική ποικιλότητα που χαρακτήριζε την ελληνική επικράτεια. Στη βόρεια Ελλάδα, ωστόσο, η αλλοφωνία υπήρξε ιδιαίτερα αισθητή. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, τούτο οφειλόταν στην εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων τουρκόφωνων χριστιανών αλλά και αρμενίων προσφύγων. Το καθεστώς προστασίας των μειονοτικών γλωσσών κατά τη δεκαετία 1925-1935 πήγαζε από τη Συνθήκη των Σεβρών σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων στην Ελλάδα (ειδικά για τους μουσουλμάνους το καθεστώς προστασίας θεμελιώνεται μέχρι σήμερα από τη Συνθήκη της Λoζάνης). Τα πολιτικά του θεμέλια είχε θέσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος προσωπικά είχε προβάλει τις θέσεις του στις συζητήσεις σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων στην Κοινωνία των Εθνών. Στο πλαίσιο αυτό προβλεπόταν εκπαιδευτική και εκκλησιαστική αυτονομία για τους Βλάχους: είκοσι τέσσερα δημοτικά σχολεία και τρία γυμνάσια λειτουργούσαν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε περιοχές μεγάλης συγκέντρωσης βλαχόφωνου πληθυσμού στη Μακεδονία, την 'Ηπειρο και τη Θεσσαλία με τη συνδρομή της ρουμανικής κυβέρνησης. Χρήση της ρουμανικής γλώσσας γινόταν επίσης σε ορισμένες εκκλησίες των περιοχών αυτών.

'Αλλο ένα ενδιαφέρον παράδειγμα άσκησης γλωσσικής πολιτικής που αφορά μειονοτική γλώσσα στην Ελλάδα αποτελεί η απόπειρα να εισαχθεί η σλαβομακεδονική σε σχολεία των σλαβόφωνων περιοχών την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το 1925 συντάχθηκε το Abecedar, το πρώτο εγχειρίδιο τη γλώσσας αυτής, αλλά η προσπάθεια έπεσε στο κενό έπειτα από αντιδράσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή αλλά, κυρίως, έπειτα από την εμπλοκή άλλων βαλκανικών κρατών.

Η μεταξική δικτατορία και η κατοχή άλλαξαν άρδην το σκηνικό και η γλωσσική διαφορά έγινε αντικείμενο διώξεων (ιδίως μάλιστα όταν αυτή σήμαινε αυτόματη ένταξη σε συγκεκριμένη εθνοφυλετική ομάδα ή υποδείκνυε πολιτικές επιλογές: βλ. εξόντωση των Εβραίων, διωγμός των μουσουλμάνων αλβανόφωνων Τσάμηδων της Ηπείρου ή των σλαβόφωνων της Μακεδονίας, που βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων του Εμφύλιου Πολέμου).

Στις τελευταίες δεκαετίες η γλωσσική αφομοίωση των αλλόγλωσσων ή δίγλωσσων ομάδων μείωσε σημαντικά το ποσοστό παρουσίας τους σε επίπεδα χαμηλότερα του 4%.

Η απαρίθμηση και ο εντοπισμός των γλωσσών που ομιλούνται ή αποτελούν μητρική γλώσσα ορισμένων ομάδων στην Ελλάδα είναι δύσκολο να γίνει αντικείμενο μετρήσεων με ακρίβεια. Οι γλώσσες που αναφέρονται σε μελέτες και στις στατιστικές του 1928, 1940 και 1951 (όπου υπήρχε και ερώτημα σχετικά με τη γλώσσα) με αλφαβητική σειρά, είναι οι εξής: αθιγγανική, αλβανική, αρμενική, βουλγαρική (όρος σύμφωνα με τις απογραφές του 1928 και 1940) ή πομακική (όρος της απογραφής του 1951), εβραϊκή, ελληνική, ισπανική-εβραϊκή, κουτσοβλαχική, μακεδονοσλαβική (όρος των απογραφών του 1928 και 1940) ή σλαβική (όρος της απογραφής του 1951). Η ύπαρξη μιας μειονοτικής γλώσσας υπόκειται σε αντικειμενικό προσδιορισμό. Αρκεί, δηλαδή, η διαπίστωση της χρήσης μιας γλώσσας από μειοψηφούσα ομάδα ελλήνων πολιτών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οποιαδήποτε υποκειμενικά στοιχεία, όπως η εκδήλωση συλλογικής βούλησης διατήρησης και προαγωγής των γλωσσικών χαρακτηριστικών ή, ακόμη, και η βούληση συγκρότησης μειονοτικής ομάδας.

Στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει θεσμοθετημένη νομική προστασία καμίας άλλης γλώσσας από τις παραπάνω, εκτός από την τουρκική στον χώρο της Θράκης, σύμφωνα με το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο κατ' εκτέλεση των διατάξεων της Συνθήκης της Λοζάνης, που κατοχυρώνουν εκπαιδευτικά δικαιώματα για τους μουσουλμάνους στη μητρική τους γλώσσα. 'Ετσι η τουρκική μαζί με την ελληνική αποτελεί γλώσσα της εκπαίδευσης στα μειονοτικά σχολεία σε ισόποσο χρόνο. Η μειονοτική εκπαίδευση καλύπτει ως επί το πλείστον την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (234 δημοτικά σχολεία), αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις τη δευτεροβάθμια (δύο γυμνάσια και λύκεια, καθώς και δύο ιεροσπουδαστήρια· ακόμη, πέντε γυμνάσια όπου διδάσκεται μόνο το μάθημα των θρησκευτικών -δηλ. το Κοράνιο- στα τουρκικά). Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μειονοτική εκπαίδευση και αφορούν τους 9.500 μουσουλμανόπαιδες αλλά και τους δασκάλους και καθηγητές τους δεν είναι λίγα. Βασικότερο, μεταξύ άλλων, η ελλιπής εκμάθηση από τους μαθητές της τουρκικής όσο και της ελληνικής, όπως και η ανεπαρκής κατάρτιση των δασκάλων (οι οποίοι είναι κυρίως απόφοιτοι της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης).

'Αλλη περίπτωση διδασκαλίας μειονοτικής γλώσσας αποτελούν τα ιδιωτικά σχολεία των ισραηλιτικών και αρμενικών κοινοτήτων, όπου σε ορισμένα μαθήματα διδάσκεται η εβραϊκή και η αρμενική γλώσσα αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, λειτουργούν ένα ιδιωτικό δημοτικό ισραηλιτικό σχολείο στην Αθήνα και ένα στη Θεσσαλονίκη, στα οποία διδάσκεται η εβραϊκή ιστορία και το μάθημα των θρησκευτικών στα ελληνικά, καθώς και η εβραϊκή γλώσσα στους 200 περίπου μαθητές τους. Αντίστοιχα, στα τρία αρμενικά δημοτικά σχολεία και στο αρμενικό γυμνάσιο της Αθήνας, όπου φοιτούν περίπου 250 μαθητές, διδάσκεται η αρμενική γλώσσα, η ιστορία και τα θρησκευτικά. Ωστόσο, η παλαιότερα μεγαλύτερη αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης δεν διαθέτει από το 1947 δικό της εκπαιδευτικό ίδρυμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αρμενικές κοινότητες της Μακεδονίας, της Θράκης και της Κρήτης.

Οι υπόλοιπες γλώσσες δεν τυγχάνουν καμίας ρυθμιστικής αντιμετώπισης. Τα σλαβομακεδονικά γιατί βρέθηκαν στο επίκεντρο του "Μακεδονικού"· τα πομάκικα γιατί τα πολύ ισχυρότερα τουρκικά μονοπώλησαν το θεσμικό πλαίσιο γλωσσικής προστασίας της μουσουλμανικής μειονότητας· τα βλάχικα και τα αρβανίτικα γιατί βρίσκονται σε μεγάλη διασπορά και συχνά σε σημαντική υποχώρηση. Τέλος, σχετικά με τη ρομανές -γλώσσα των Τσιγγάνων-, πριν συζητηθεί το ζήτημα κατοχύρωσης αυτής της γλώσσας, θα έπρεπε να λυθούν άλλα ζωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ομάδα των ομιλητών.

Σήμερα και ύστερα από μακροχρόνια αδράνεια η Ελλάδα δείχνει ενδιαφέρον να ευθυγραμμιστεί με το διεθνές νομικοπολιτικό περιβάλλον που αντιλαμβάνεται την προαγωγή των μειονοτικών γλωσσών ως βασικό παράγοντα αποδοχής ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού μέσα από τον σεβασμό της ετερότητας. Η εισαγωγή στην ελληνική έννομη τάξη δεσμευτικών διατάξεων προστασίας της γλωσσικής διαφοράς έγινε μόνο πολύ πρόσφατα. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα προβλέπει τη μη στέρηση του δικαιώματος στη χρήση της μειονοτικής γλώσσας (άρθρο 27), ενώ αντίστοιχη διάταξη υπάρχει και στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (άρθρο 30). Η υπογραφή και αναμενόμενη επικύρωση της Σύμβασης-πλαισίου για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων ίσως δώσει νέα ώθηση στη σχετική συζήτηση.

Η κοινωνική και πολιτική δυναμική αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα που ενισχύει ή αποδυναμώνει τη θέση των μειονοτικών γλωσσών: η συγκροτημένη πολιτική βούληση από την πλευρά του κράτους και η ανιχνεύσιμη εκδήλωση ενός συλλογικού αιτήματος διατήρησης της γλωσσικής τους ταυτότητας από την πλευρά των ομιλητών.