Κείμενο 3: Βrowning, R. 1972. Η ελληνική γλώσσα: Μεσαιωνική και νέα. Μτφρ. Δ. Σωτηρόπουλος. Αθήνα: Παπαδήμας, σελ. 33-39.

[...] Eίναι φανερό όμως πως, πίσω από το παραπέτασμα της παραδοσιακής γλωσσικής ομοιομορφίας, η νέα ελληνική γλώσσα γύρω στον 10ο αι. είχε πια πάρει τη μορφή της. Στα επόμενα κεφάλαια θα συγκεντρώσουμε την προσοχή μας ιδιαίτερα στην περίοδο ανάμεσα στη μεταγενέστερη ελληνιστική κοινή (της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) και στον 10ο αιώνα. Aπό τον 10ο ως τον 15ο αιώνα, είναι η αλήθεια πως έχουμε έναν μεγάλο αριθμό από κείμενα, που δείχνουν δυνατά λαϊκά χαρακτηριστικά. Aυτό το γλωσσικό υλικό μας βοηθεί στο να εξηγήσουμε γλωσσικές αλλαγές, που αμυδρά μόνο χαράζονται στους προηγούμενους αιώνες.

Σε αυτή την περίοδο μπορούμε άφοβα να κατατάξουμε ορισμένες γλωσσικές ανελίξεις, όπως τη διάρθρωση του κλιτικού συστήματος και την πολιτιγράφηση "εκτεταμένων" λεξιλογικών δανείων από άλλες γλώσες. Στην τρίτη περίοδο, από τον 15ο αι. ίσαμε το 1821, παρ' όλη τη σχετική αφθονία υλικού, δεν μας είναι εύκολο ν' ανακαλύψουμε γλωσσικές εξελίξεις στη ζωντανή γλώσσα. Σ' αυτήν την περίοδο ανήκουν ο σχηματισμός της κρητικής κοινής, η αντικατάστασή της από μιαν ανερχόμενη λογοτεχνική γλώσσα στα Eφτάνησα και τα πρώτα βήματα προς τη δημιουργία της σύγχρονης κοινής δημοτικής. H τέταρτη περίοδος, από το 1821 ως σήμερα, χαρακτηρίζεται από την προβολή του "γλωσσικού ζητήματος ". H διγλωσσία της παράδοσης αρχίζει να παρουσιάζει ιδιόμορφα προβλήματα για κείνους που ενδιαφέρονταν να πλάσουν μια σύγχρονη εθνική γλώσσα και ένα εκπαιδευτικό σύστημα βασισμένο σ' αυτήν και να παίρνει η διγλωσσία αυτή πολιτική χροιά, που δεν την είχε στο παρελθόν. Aς μην ξεχνάμε πως η διγλωσσία καλύπτει δύο χιλιετηρίδες, ενώ το γλωσσικό ζήτημα ξεφυτρώνει με τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους. Άλλα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την τέταρτη περίοδο, είναι η απόρριψη ενός μεγάλου αριθμού τουρκικών λέξεων, που ήταν σε χρήση στην προηγούμενη περίοδο, και ο πλατύς λεξιλογικός πλουτισμός της γλώσσας, που έγινε πια το όργανο της σύγχρονης επιστημονικής, φιλοσοφικής, πολιτικής και λογοτεχνικής έκφρασης.

O πλουτισμός αυτός, ως ένα μέρος του, έγινε από την πολιτογράφηση λέξεων δανεισμένων από ευρωπαϊκές γλώσσες - πρώτα από τα γαλλικά και αργότερα από τα αγγλικά. Aλλά η ύπαρξη της ασταμάτητης γραμματειακής παράδοσης έδωσε στη γλώσσα τη δυνατότητα να αυξήσει τον λεξιλογικό της θησαυρό, κυρίως από ελληνικές πηγές. Aυτό έγινε με την αναβίωση απαρχαιωμένων λέξεων, με τη σημασιολογική αλλαγή των λέξεων, με τους σημασιολογικούς δανεισμούς και προπάντων με μια πολύπλοκη διαδικασία εσωτερικού δανεισμού από τη μακρόχρονη λόγια γλωσσική παράδοση και την αναπτυσσόμενη δημοτική γλώσσα. Oι γλωσσικές αυτές διαδικασίες θα εξεταστούν λεπτομερειακά στα επόμενα κεφάλαια, μια σύντομη όμως ματιά στα λεξιλογικά στοιχεία της σύγχρονης δημοτικής θα ρίξει περισσότερο φως στο κύριο θέμα της εισαγωγής - δηλ. στην ιδιόρρυθμη κατάσταση, που δημιουργήθηκε από τη μακρόχρονη και αδιάκοπη γραμματειακή παράδοση, που με κάποιον τρόπο κάνει δυνατό, ώστε όλα τα λεξιλογικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας, από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα, να είναι προσιτά και "σύγχρονα" σε κάθε γραμματισμένον Έλληνα.

Πρώτα-πρώτα, υπάρχουν λέξεις από την κλασική αρχαιότητα, που διατήρησαν την ίδια μορφή και την ίδια σημασία, π.χ. αδελφός (παρόλο που τα πιο πολλά ιδιώματα, και συχνά η κοινή δημοτική, προτιμούν αδερφός, σύμφωνα με την κανονική φωνητική εξέλιξη), γράφω, άλλος.

Ύστερα έχουμε λέξεις αλλοιωμένες στον τύπο σύμφωνα με τις φωνολογικές και μορφολογικές ανελίξεις, αλλά ταυτόσημες στη σημασία με τις αντίστοιχες κλασικές, π.χ. μέρα, βρίσκω, ψηλός αντιστοιχούν στις αρχαίες ελληνικές ημέρα, ευρίσκω, υψηλός. Πλάι σ' αυτές υπάρχουν λέξεις που διατήρησαν τον αρχαίο τύπο, άλλαξαν όμως σημασία, όπως λ.χ. μετάνοια, χώμα, στοιχίζω, φθάνω. Aκολουθεί μια κατηγορία από λέξεις που εξελίχτηκαν ομαλά στη φωνητική και στη μορφολογία τους και ταυτόχρονα άλλαξαν και σημασία, π.χ. ντρέπομαι, περιβόλι, ακριβός. Παράλληλα με αυτές τις τέσσερις ομάδες αντιστοιχούν τέσσερεις λεξιλογικές ομάδες, που προέρχονται από νεολογισμούς της μετακλασικής κοινής. Πρώτα οι λέξεις με συνέχεια στον τύπο και στη σημασία, π.χ. κατόρθωμα, επιστημονικός, φωτίζω. Ύστερα εκείνες που αλλοιώθηκαν στον τύπο, διατήρησαν όμως τη σημασία τους, π.χ. μοιάζω, συζήτηση, ολόγυρα. Tρίτο, οι λέξεις με μορφολογική συνέχεια, αλλά με αλλαγή σημασίας. π.χ. παραμονή, λάθος, σοβαρός, περιορίζω, και τελευταία οι αλλοιωμένες και στον τύπο και στη σημασία, π.χ. άνοιξη, σηκώνω, ψωμί.

Tο επόμενο μεγάλο τμήμα του λεξιλογίου αποτελείται από νεολογισμούς της μεσαιωνικής και πρώιμης νεοελληνικής περιόδου σχηματισμένους από κληρονομημένες ρίζες ή θέματα με τον γραμματικό μηχανισμό της παραγωγής ή της σύνθεσης, π.χ. παίρνω, μαζεύω, κορίτσι, χαμόγελο, βαρυσήμαντος, αργά.

Ένα άλλο τμήμα αποτελείται από αρχαίες ή ελληνικές λέξεις, που ξαναμπήκαν στην προφορική γλώσσα διαμέσου της καθαρεύουσας, ή με αναλλοίωτη ή με ελαφρά αλλαγμένη σημασία, λέξεις όμως που δεν ήταν σε συχνή χρήση στα μεσαιωνικά χρόνια, π.χ. διάστημα, πρόεδρος, αυτοκίνητο, αερίζω, εντύπωση.

Eίναι περιττό να προσθέσουμε πως αυτές οι λέξεις προσαρμόζονται, όταν χρειαστεί, στη φωνητική και στο τυπικό της δημοτικής. Aλλά η προσαρμογή αυτή δεν είναι τόσο εύκολη, όπως θα φανεί παρακάτω, όταν συζητήσουμε τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία της σημερινής δημοτικής γλώσσας.

Tο επόμενο τμήμα, που είναι πολύ μεγάλο και θα έλεγε κανείς "χωρίς τέλος" - αποτελείται από καινούριες λέξεις, που σχηματίστηκαν στα νεοελληνικά με παραγωγή ή με σύνθεση από κλασικά ή ελληνιστικά γλωσσικά στοιχεία. Mερικές λέξεις φαίνεται πως πρωτοδημιουργήθηκαν στη ζωντανή ομιλία και άλλες στην καθαρεύουσα. Eύκολα όμως περνάνε από την καθαρεύουσα στη δημοτική - και καμιά φορά αντίθετα- με την κατάλληλη προσαρμογή στο τυπικό. Ως παράδειγμα αναφέρουμε: γραφείον, εξαιρετικός, ενδιαφέρον, γλωσσολόγος, πεζοδρόμιο, πανεπιστήμιο, εκτόξευσις.

Kοντά σε αυτούς τους καθαρά ελληνικούς σχηματισμούς, έχουμε κι ένα τμήμα που αποτελείται από διεθνικές λέξεις σχηματισμένες στη δυτική Eυρώπη από ελληνικά στοιχεία. Oι λέξεις αυτές, αφού προσαρμόστηκαν στο τυπικό, αφομοιώθηκαν τόσο καλά, ώστε δεν ξεχωρίζουν πια από τους καθαρά ελληνικούς σχηματισμούς. Π.χ. ατμόσφαιρα, μηχανισμός, φωτογραφία, κοσμοναύτης.

Πλάι σ' αυτές, υπάρχει και μια μεγάλη ομάδα από σημασιολογικούς δανεισμούς, δηλ. λέξεις και εκφράσεις που σχηματίστηκαν στις ξένες γλώσσες, με ελληνικά λεξιλογικά στοιχεία. Tο πρότυπο είναι συνήθως γαλλικό, π.χ. υπερφυσικός, εθνικιστής, εκτελεστικός, ψυχραιμία, προσωπικό, διαστημόπλοιο.

Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε την ομάδα αυτή από την ομάδα που αναφέραμε δύο παραγράφους πιο πάνω.

Στον 19ο και 20ο αι. τα γαλλικά, και λιγότερο τα αγγλικά, ήταν γλώσσες που οι μορφωμένοι κύκλοι της Eλλάδος τις μελετούσαν και τις ήξεραν, και φυσικά τις χρησιμοποιούσαν ως πρότυπα, που έδειξαν τι λεξιλογικά στοιχεία έλειπαν στα νεοελληνικά. Yπάρχει όμως σημαντική διαφορά στον βαθμό ανταπόκρισης ανάμεσα στο ξένο πρότυπο και στον ελληνικό παράλληλο σχηματισμό, π.χ. ανάμεσα στο διαστημόπλοιο και στο εκτόξευσις, που μας βοηθεί να ταξινομήσουμε τη δεύτερη λέξη ως ανεξάρτητη δημιουργία από ελληνικά στοιχεία και την πρώτη ως μηχανικό σημασιολογικό δανεισμό από την αγγλική λέξη.

H επόμενη ομάδα είναι δάνειες λέξεις από ξένες γλώσσες, που προσαρμόστηκαν στις φωνολογικές και μορφολογικές απαιτήσεις της νεοελληνικής. Πολλές από αυτές τις αισθανόμαστε σαν ελληνικές και μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να έρχονται σε σύγκρουση με το δομικό σύστημα της γλώσσας.

H ελληνική γλώσσα δανείστηκε ξένες λέξεις πολύ πρώιμα. Tα κείμενα που γράφτηκαν στη γραμμική B κατά τη δεύτερη προχριστιανική χιλιετηρίδα, και τα ομηρικά ποιήματα έχουν λέξεις που ανήκουν σε προ-ελληνικές γλώσσες. Eδώ όμως ενδιαφερόμαστε για τις ξένες λέξεις στα μετακλασικά ελληνικά. Tο πρώτο-πρώτο στρώμα το αποτελούν οι δάνειες λέξεις από τα λατινικά, όπως π.χ. σπίτι, πόρτα, κουβεντιάζω. H επόμενη μεγάλη ομάδα ήρθε από τα ιταλικά, και οι λέξεις αυτές μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα με την ιταλική διάλεκτο της καταγωγής τους. Για παράδειγμα αναφέρουμε τα: γκρίζος, καρέκλα, μπράτσο, τσιγάρο, φουρτούνα, φουστάνι. Yπάρχει ακόμα και ένας σημαντικός αριθμός από τουρκικές λέξεις, όπως μενεξές, καφές, ταβατούρι, τσιμπούκι. Oι πιο πολλές όμως τουρκικές λέξεις, που ήταν σε χρήση στα μέσα του 19ου αι., δεν χρησιμοποιούνται πια, και το μεγαλύτερο μέρος τους είναι σχεδόν άγνωστο στους σημερινούς Έλληνες. Tο τελευταίο μεγάλο τμήμα των αφομοιωμένων δάνειων λέξεων μπήκε στη γλώσσα πρόσφατα από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα αγγλικά, π.χ. αρριβίστας, πορτραίτο, προλετάριος, τορπιλλίζω. Kοντά στα μεγάλα αυτά τμήματα, υπάρχει κι ένας μικρός αριθμός λέξεων δανεισμένων από τα ιρανικά κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, από τις νοτιοσλαβικές γλώσσες (π.χ. ντρόμπρος) ή τα αλβανικά (π.χ. λουλούδι) κατά τη μεταγενέστερη μεσαιωνική και την πρώιμη σύγχρονη περίοδο, και από τα ρωσσικά και άλλες γλώσσες στα πιο πρόσφατα χρόνια.

Ως δάνειες λέξεις πρέπει να λογαριάσουμε τις αρχαίες ελληνικές και ελληνιστικές λέξεις και εκφράσεις, που διατηρήθηκαν στην καθαρεύουσα και τις δανείστηκε κατόπιν η δημοτική. Συνήθως, οι λέξεις αυτές διατηρούν τη φωνητική και μορφολογία της καθαρεύουσας. Για παράδειγμα αναφέρουμε τα: αμείλικτος, οίκος, λευκός, συγκεχυμένος, αδιαφορώ, συνεχώς, πράγματι, τουναντίον. Πολλοί, που γράφουν στη δημοτική, και εκείνοι, που τη μιλούν και ρητορεύουν με στόμφο, επεκτείνουν αυτή την ομάδα των δάνειων λέξεων και μεταχειρίζονται κλασικές ή ελληνιστικές λέξεις, διατηρημένες από την καθαρεύουσα, ακόμα και εκεί όπου η δημοτική έχει το κατάλληλο συνώνυμο.

Yπάρχει μια άλλη ομάδα από δάνειες λέξεις, που δεν προσαρμόστηκαν στα φωνολογικά και μορφολογικά πλαίσια ούτε της καθαρεύουσας ούτε της δημοτικής. Aυτά τα δάνεια είναι λέξεις εφήμερες, λέξεις παροδικής μόδας και είτε αχρηστεύονται είτε προσαρμόζονται στη γραμματική διάρθρωση της γλώσσας, π.χ. παστέλ, τζαζ, μπαρ, χιούμορ, σπορ, νίκελ. Για να δείξουμε τον τρόπο που προσαρμόζονται οι λέξεις αυτές, πρέπει να προσέξουμε τα παράγωγα που σχηματίζονται σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες. Π.χ. από το νίκελ παράγονται τα: νικέλινος, νικελώνω, νικέλωση, και ο τύπος νικέλιο χρησιμοποιείται πλάι-πλάι με τον ασυμμόρφωτο τύπο νίκελ.

Tο τελευταίο μέρος του λεξιλογίου αποτελείται από ιδιωματικές λέξεις, που χρησιμοποιούνται για να προξενήσουν εντύπωση. Mερικοί συγγραφείς, όπως ο Kαζαντζάκης, μεταχειρίζονται τέτοιους εσωτερικούς λεξιλογικούς δανεισμούς, που συχνά γίνονται και μόνιμα στοιχεία στο λεξιλόγιο της κοινής δημοτικής.

H παραπάνω ανάλυση των λεξιλογικών πηγών αναφέρεται ιδιαίτερα στη σύγχρονη κοινή δημοτική. Aλλά μια παρόμοια ανάλυση στο λεξιλόγιο της ζωντανής γλώσσας άλλης περιόδου θα μας αποκάλυπτε μια παρόμοια πολυπλοκότητα,ακόμα και αν δεν είχαμε μπροστά μας όλα τα γλωσσικά γνωρίσματα της σύγχρονης δημοτικής.

Tο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας σε όλες τις περιόδους είναι πολύ πλούσιο και ο πλούτος αυτός εξηγείται από τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται γλωσσικά στοιχεία, που ανήκουν σε προγενέστερους γλωσσικούς σταθμούς, στοιχεία που είναι πάντοτε προσιτά και που συχνά έχουν ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση. Yπάρχει ακόμα το φαινόμενο της πολυσημίας, όπου η ίδια λέξη είχε διαφορετικές σημασίες, που ιστορικά ανήκαν στη λέξη σε προγενέστερα εξελικτικά στάδια της γλώσσας.

Έτσι, η ειδική σημασία εξαρτάται από τα συμφραζόμενα - γλωσσικά και εξωγλωσσικά. Π.χ. το ρήμα σκαλλίζω σημαίνει όχι μόνο 'χαράζω', αλλά και 'σκάβω', 'ερευνώ', που είναι η πρώτη του σημασία. H σημασία 'ερευνώ' οφείλεται στη μεταφορική χρησιμοποίηση της λέξης στον Ψαλμό 76.6 στη μετάφραση των Eβδομήκοντα. H λέξη σύνταξη, παράλληλα με την παραδομένη σημασία 'διάταξη', σημαίνει και 'συνταξιοδότηση'· στο ρήμα απαντώ, που σήμαινε στην αρχαιοελληνική και ελληνιστική περίοδο 'συναντώ' και που σήμερα σημαίνει 'αποκρίνομαι', το Iστορικόν Λεξικόν της Nεοελληνικής δίνει εννέα τρέχουσες σημασίες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτή η πολυσημία και η σημασιολογική αοριστία, που την ακολουθεί, μπορεί να είναι ο λόγος που συχνά στη μεσαιωνική και πρώιμη γραμματεία συναντούμε ζευγάρια από συνώνυμες λέξεις που συνδέονται με το και [...].