Κείμενο 4: Tριανταφυλλίδης, Μ. [1938] 1993. Nεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του 'Aπαντα. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Mανόλη Tριανταφυλλίδη], Α.Π.Θ., σελ. 29-32.

Η προφορική κοινή

Πηγές της μεσαιωνικής κοινής για τους πρώτους αιώνες

Με την επικράτηση του αρχαϊσμού δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ζωντανής γλώσσας. Γιατί η κυρίαρχη αρχαϊστική γραπτή παράδοση εμποδίζει συνήθως να γραφεί, επομένως και να γνωρίσουμε εμείς σήμερα τι ακριβώς λεγόταν. Έχουμε ωστόσο λιγοστές πηγές των μεσαιωνικών ελληνικών από τους πρώτους αιώνες, εποχή που και η ζωντανή λαλιά δεν είχε ακόμη εξελιχτεί όσο αργότερα. Είναι αυτές δύο ειδών κείμενα:

Α) Μερικά σκόλια, αυτοσχέδιοι στίχοι, φράσεις της στιγμής, πειράγματα κλπ., που με τη ρυθμική ή μετρική τους μορφή διατηρήθηκαν αμετάβλητα στα αρχαϊστικά κείμενα της εποχής. Όμοια, αν έλειπαν άλλες πηγές, θα μπορούσε και ένας μεταγενέστερος να έχει πληροφορίες από μας τους σημερινούς, για τη ζωντανή γλώσσα του 19ου αι., από στίχους λαϊκούς, διατηρημένους μέσα στην αλύγιστη καθαρεύουσα του σύγχρονου τύπου, καθώς λ.χ. από το εκλογικό τραγούδι "Με της ελιάς τον κλώνο στις κάλπες μας θα πάμε, και τη λευκή μας μόνο σε κείνον π' αγαπάμε...".

Παραθέτονται εδώ μερικά τέτοια δείγματα:

Χλευαστικό δίστιχο στον αυτοκράτορα Φωκά, ειπωμένο από τους Πράσινους στον Ιππόδρομο (608 μ.Χ.):
Πάλιν στον κάφκον έπιες, | πάλιν τον νουν απώλεκες.

- Είπε ο καίσαρας Βάρδας (866) για το Βασίλειο:
Εδιώξαμεν αλώπεκα και εισέβησε λεοντάριν.

- Χλευαστικό στον Αδελβέρτο, κόμητα της αυλής, στην Επορηγία της Ιταλίας (900):
Αδελβέρτος κόμης κούρτης, | μακροσπάθης, κονδοπίστης.

- Στον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, που ξέφυγε την παγίδα των επαναστατών λίγο πριν ανεβεί στο θρόνο (1031):
Το Σάββατο της Τυρινής | χαρής, Αλέξη, εννόησές το, και την Δευτέραν το πρωί | ύπα καλώς, γεράκιν μου.

Β) Μερικά μεγαλύτερα κείμενα σε απλή γλώσσα (6ος- 11ος αι.), γραμμένα από μισομορφωμένους μοναχούς ή και από λόγιους που αποτείνονται στον πολύ κόσμο. Χωρίς να καθρεφτίζουν πιστά τη γλώσσα που μιλιόταν, δίνουν με τις λίγο πολύ σημαντικές τους παραχωρήσεις σ' αυτή κάποια εικόνα για τη συντελεσμένη αλλαγή της κοινής, προπάντων στο λεξιλόγιο και στη σύνταξη. Από τους συγγραφείς αυτούς, που δεν διστάζουν να κάμουν συμβιβασμό με την ταπεινότερη γλώσσα, αξιολογότεροι είναι ο Μαλάλας, εξελληνισμένος Σύριος (6ος αι.), ο επίσκοπος Λεόντιος, συγγραφέας βίων αγίων (7ος αι.), ο αυτοκράτορας Κωσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (10ος αι.).

Αλλά και η χρησιμοποίηση αυτή γλώσσας απλούστερης, τόσο αντίθετη με τη γενική αρχαϊστική τάση, δεν φαίνεται να ήταν εύκολη. Όσοι τη δοκιμάζουν αισθάνονται συνήθως την υποχρέωση, ιδίως οι λογιότεροι, να δικαιολογηθούν που το κάνουν, με κίνδυνο να θεωρηθούν αγράμματοι.

Έτσι ο Λεόντιος λέει: "διήγειρεν ημάς ίνα τω ενυπάρχοντι ημίν πεζώ και ακαλλωπίστω και χαμηλώ χαρακτήρι διηγησώμεθα εις το δύνασθαι και τον ιδιώτην και αγράμματον εκ των λεγομένων ωφεληθήναι". -Ο Κωστ. Πορφυρονέννητος: "ως αν σαφή και ευδιάγνωστα είεν τα γεγραμμένα και καθωμιλημένη και απλουστέρα φράσει κεχρήμεθα και λέξεσι ταις αυταις και ονόμασι τοις εφ'εκάστω πράγματι πάλαι προσαρμοσθείσι και λεγομένοις". - Ο Θεόδωρος Νόννος (γιατρός 9ος αι.): "Επιτιμήσει δε ημίν ουδέ εις των και μικρά λογίζεσθαι δυναμένων τω παρόντι ποιήματι ονόμασί τε και ρήμασι των εξ αγοράς και τριόδου διειλημμένων κεχρημένοις ορών· ου γαρ αγνοία... βαρβάροις ονόμασι και διεφθαρμένοις έστιν όπη κεχρήμεθα". -Ο Κεκαυμένος στο Στρατηγικό του (11ος αι.): "εγώ γαρ άμοιρός ειμι λόγου· ου γαρ παιδείας ελληνικής εν σχολή γέγονα, ίνα στροφήν λόγου πορίσωμαι και ευγλωττίαν διδαχθώ· και οίδ' ότι επιμέμψονταί μου τινές δρασσόμενοι την αμαθίαν μου, αλλ'εγώ... συνέταξα δε ταύτα ου κομψοίς τισι λόγοις και σεσοφισμένοις μύθοις μόνον και μηδέν αγαθόν έχουσιν, αλλά ταύτα εξεθέμην α τε εποίησα και έπαθον και είδον και έμαθον...". -Ο κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης (10ος αι.): "Αλλά μη τη ιδιωτεία προσέχων της συγγραφής των αυτή προσόντων την ωφέλειαν διαπτύσσης, τω ατεχνεί δε μάλλον και ανεπιτηδεύτω των λεγομένων την πίστιν υνακολουθείν εννοούμενος".

*

Στη χρονογραφία του Μαλάλα, το πρώτο μεγάλο γλωσσικό μνημείο που ξεχνά τον αττικισμό, βρίσκονται άφθονοι νεωτερισμοί, που δείχνουν πόσο παλιοί είναι πολλοί από τους τύπους της νέας γλώσσας. Και τα λάθη που γίνονται στη χρήση βεβαιώνουν πως ένας τύπος έχει κλονιστεί και οι ομόγλωσσοι δεν ξέρουν να τον μεταχειριστούν όπου πρέπει.

 

Τυπικο. Όνομα: Η δοτική κλονίστηκε: (αρχ. εύχομαί τινι, τώρα:) ηύξατο τον θεόν, εύξαι του θεού, οι της συνόδου ακολουθούντες, ερώσα τω Παυλίνω (εδώ δοτική αντί γενική), τοις Λαοδικείς, τοις Σελευκέσι. Πληθ. αρσεν σε -ες, οι Πέρσες, οι Αινειάδες. Το ίδιο φωνήεν και στις πλάγιες πτώσεις του ενικού: της πόρτας (όχι πόρτης), τη ήττα, της σαγίττας, ο Ναρσής του Ναρσού και του Ναρσή. Τα τριτόκλιτα μπερδέυονται: της Ιώ, της Διδώ. -Ο τόνος, όπου και στην εν.ονομ.: των καντήλων. Ο κύρις (αντί κύριος), γεν. του κυρού. Ρήμα: Η υποταχτική κλονίστηκε: ίνα βαστάζουσιν. Η αύξηση, χρονική και εσωτερική, κλονίστηκε: οίκει, αίτησε, ερευνάτο, επιτελέσθη, εδιοίκουν, εξευγένισε -επεμείναντες, ειργασάμενοι (ανάποδα λάθη, καθώς και σήμερα συχνά: προσέταξέ τον κλπ.) -γ΄ πληθυντικό περασμένων χρόνων σε -αν: ηύραν, κατήλθαν. Εξομαλισμός ανώμαλων τύπων: αναγάγαι (αναγαγείν), αγάγας. Και η μετοχή κλονίζεται και είναι σε διάλυση: η δε ακούσασα και γράψας, το πυρ κατενεχθέντα, το άγαλμα φοβερόν όντα, εισελθότας, φυγότα, εωρακούσα, εισελθόντες όσους ηύραν εφόνευσαν... επάροντες και αιχμαλώτους.

Λεξιλόγιο: εζήτει αυτήν πιάσαι, την έλαφον πιάσαντες, εσχίσθη η γη υπό του σεισμού και εχαώθη (χάθηκε) το ήμισυ της πόλεως, ο βασιλεύς τους δολοφόνους εφούρκισε (τιμώρησε με τη φούρκα (λατ. furca)), κατάρτια, λιβάδια κλπ.

Στη βιογραφία του Λεόντιου για τον αρχιεπίσκοπο Αλεξάντρειας Ιωάννη τον Ελεήμονα (Κ3.2) υπάρχουν νεωτερισμοί καθώς οι ακόλουθοι (μερικοί ήδη γνωστοί από την κοινή):

Τυπικο. Όνομα: βασιλέαν, γαστέραν, λίτρες -κύρις, κυρού κυρώ (κλητ.) κύρι - αποκόμβιν, ενοίκιν, καλαμάριν, κουβάριν, σακίν, χαρτίν - (τον) ευλαβήν, (αναφορ.αντων.) όλα τα εθεάσω τα κεράμια. Ρήμα: Αύξηση: αιχμαλώτευσεν, εδιοικήθη, εκαταδέχετο. - Μέσ. Αόρ.: αφειλάμενος.- Συζυγίες: νικούμαι, δαπανούνται. Ενεστ. θέμα σε -ώνω αντί σε : φορτώνει, στενώνων. Σχηματιστ. καταλήξεις: συναντούσαν, γεννηθούμεν. - Εξομαλισμός ανωμάλων: ήμην, ήξα (ήγαγον), εάν εξάξης, οίδαμεν, οίδατε. Μετοχή ενεστωτική άκλιτη σε -όντα (καθώς και σήμερα σε πολλά μέρη), πρόδρομος της σημερινής σε -όντας: το εσωφόριον αυτού αναγκαίον υπάρχοντα, το παιδίν ετών υπάρχοντα επτά.

Λεξιλόγιο: το άλογον πεφορτωμένον τα σιλίγνια (λατ. λ. 'ψωμί σιταρένιο'), δέδωκάν μοι αποκόμβιν εκατόν νομισμάτων, θανατικού ποτε την πόλιν καταλαβόντος απήρχετο προς την των εξοδίων (το σημερινό ξόδι) θεωρίαν, τινός μοναχού γυρεύοντος (το σημερινό γυρίζω) εν τη πόλει μετά μιας κόρης νεωτέρας και επαιτούντος, ώσπερ ποιμήν αληθινός ενθρονιάζεται ψήφω θεία, από καλίγων (λατ. 'παπούτσι'), πατριάρχης χειροτονηθείς, κοιμώνται ως κουβάριν τρέμοντες, οστιάριος ('θυρωρός'), μογγός και κωφός από γεννήσεως, άγωμεν κύρι· άρτι η κυρά αναμένει σε, πολλά πατερικά ανέγνων, ήρξατο κάμνειν εργατείας και λαμβάνειν ημερήσιον κεράτιον έν (1/24 του χρυσού νομίσματος), αγοράσας ενθήκην ('προμήθειες, φόρτωμα πλοίου') και αρμενίσας ημέραν μίαν, δύο κληρικών όντων τζαγγαρίων και εγγύς αλλήλων καμνόντων, υπάγω, φορεσία, πολιτεία ('τρόπος ζωής'), βραχιόλια, πληγάτος ('πληγωμένος'), αληθώς καλόν αββαδόπουλον εγεννήσας (η παραγωγ. κατάληξη -πουλος από το πούλος 'νεογνό', λατ. pullus).

Τελειωτική διαμόρφωση της μεσαιωνικής κοινής

Από το 12ο αι. ξεθαρρεύεται πάλι ύστερ' από καιρό συστηματικότερα και με κάποια παράδοση, πιστότερα γραμμένη και πιο ξεσκλαβωμένη από τον αρχαϊσμό, η ζωντανή γλώσσα στη σύγχρονή της νεότερη μορφή, απροσποίητη, φυσική και δροσερή. Τη διαβάζομε σε άφθονα κείμενα, συνήθως έμμετρα και συχνά μεγάλα, με περιεχόμενο εθνικό (έτσι τα ακριτικά έπη), αφηγηματικό, συμβουλευτικό, εγκωμιαστικό, σατιρικό κλπ.

Οι λόγοι που συντέλεσαν στην εμφάνιση αυτή της μεσαιωνικής κοινής είναι πολλοί: Ο ξεπεσμός της παιδείας στους τελευταίους αιώνες, ο πρώτος μεγάλος κλονισμός του κράτους με την Δ΄ σταυροφορία, η πολιτική παρακμή, η φραγκοκρατία και η διακοπή της βυζαντινής διοικητικής και εκκλησιαστικής λόγιας παράδοσης και ακόμη το παράδειγμα και η συμμετοχή ξένων στην καλλιέργεια της νέας γλώσσας.

Η γλώσσα των κειμένων αυτών διαφέρει κατά την εποχή που γράφηκαν, κατά την πατρίδα του συγγραφέα -Θράκη, Κύπρος, νησιά, Κρήτη, νότια Ιταλία (έτσι διάφορα έγγραφα από το 10ο ήδη αι.) -και κατά την ενδεχόμενη επίδραση της λόγιας γλώσσας. Με λίγες όμως συνήθως σχετικά αλλαγές είναι δυνατό να μεταγραφούν στα σημερινά ελληνικά. Η νέα ελληνική δείχνεται σε αυτά, λ.χ. στα Προδρομικά Ποιήματα (12ος αι.) και στο Χρονικό του Μορέως (13ος αι.) σχεδόν διαμορφωμένη. Το όριο που τη χωρίζει από τη μεσαιωνική (1453 μ.Χ.), συμβατικό, χρησιμοποιήθηκε για γενικότερους μόνο λόγους [...].