Κείμενο 7: Tριανταφυλλίδης, Μ. [1938] 1993. Nεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του Άπαντα. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Mανόλη Tριανταφυλλίδη], Α.Π.Θ., σελ. 86-95.

 

Ο πρώτος δημοτικισμός

Πλάι σε μερικούς που μεταχειρίζονται αρκετά απλή γλώσσα (Ρήγας: Σχολείον των ντελικάτων εραστών, μετάφρ.) παρουσιάζονται τώρα, σα μια ομάδα, λίγοι πάντα αλλά διαλεχτοί και αφθονώτεροι παρά ως τότε οι αντιπρόσωποι του δημοτικισμού. Είναι ιερωμένοι καθώς ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο ιερομόναχος Δανιήλ Φιλιππίδης, ο φιλόσοφος και σχολάρχης Αθανάσιος Ψαλλίδας, οι πρώτοι ποιητές της νέας Ελλάδας Αθανάσιος Χριστόπουλος, Γιάννης Βηλαράς, και λίγο αργότερα ο Διονύσιος Σολωμός.

Διαπιστώνουν αυτοί πως υπάρχει διαμορφωμένη η γλώσσα του νέου έθνους, με τον κοινό της τύπο. Με προγραμματικές ιδέες ζητούν να καλλιεργηθεί, να πλουτιστεί και να καθιερωθεί στην παιδεία, στη λογοτεχνία και στην επιστήμη, σύμφωνα με ό,τι έκαμαν οι άλλοι πολιτισμένοι λαοί και οι αρχαίοι. Διακηρύσσουν πως η εθνική αναγέννηση δεν είναι δυνατό να πετύχει όσο δεν θεμελιώνεται στη ζωντανή τη γλώσσα. Με πλούσια επιχειρήματα αντιμάχονται τον αρχαϊσμό των οπαδών της αττικίζουσας γλώσσας είτε μιας γλώσσας διορθωμένης τάχα και "μακαρονικής". Και τονίζουν πως άλλο γλωσσική καλλιέργεια και πλουτισμός λεξιλογικός και άλλο εξαρχαϊσμός λεξιλογικός και γραμματικός.

Όλοι αυτοί γράφουν τη δημοτική, με ιδιωματισμούς κάποτε, στην αρχή τουλάχιστο, με αρκετούς αρχαϊσμούς αλλά προσεχτικότερα και συστηματικότερα παρά ως τότε, και με κάποια παράδοση. Και οδηγημένοι από την πραχτική ανάγκη αρχίζουν να την μελετούν. Ερευνούν πώς γεννήθηκε, την συσχετίζουν με την αρχαία γλώσσα, εξωτερικά ακόμη, είναι αλήθεια, και ανιστόρητα (αιολοδωρική θεωρία), ενδιαφέρονται για ετυμολογικά και ορθογραφικά ζητήματα και συντάσσουν γραμματικές εργασίες για τη νέα γλώσσα (Χριστόπουλος, Βηλαράς).

Η "ιδέα" αυτή, να καθιερώσει το έθνος τη μητρική του γλώσσα, όριζε, καθώς παρατήρησε ένας σύγχρονος, το σημαντικότατο σταθμό του νεοελληνικού πολιτισμού, "προσδιορίζει και εις ημάς την σημαντικωτάτην εποχήν της καλλιεργείας μας".

 

Η καθυπερτέρηση του αρχαϊσμού

Στο πρόγραμμα ωστόσο αυτό του δημοτικισμού αντιτάσσεται ο αρχαϊσμός με τα επειχειρήματά του, τη νοοτροπία του και τους βαθύτερους λόγους που τον κάνουν ακαταγώνιστο και έπειτα από δυο χιλιάδες χρόνια, εμποδίζοντας και τώρα, στην καταλληλότατη στιγμή, το νεαρό έθνος να βρει τη γλώσσα του και τον εαυτό του και να εγκαινιάσει νέα ζωή παιδείας, προκοπής και πολιτισμού.

Οι κεντρικές ιδέες των αρχαϊστών είναι πως μόνη γλώσσα για Έλληνες είναι εκείνη που τους ανήκει, τα ελληνικά, δηλ. τ'αρχαία. Η γλώσσα του έθνους, χαλασμένη, χυδαία και βάρβαρη, μοιρασμένη σε ιδιώματα και χωρίς γραμματική, είναι ανίκανη να εκφράσει τέχνες και επιστήμες. "Τοις γαρ εν ύφει χυδαίω παρενυφασμένοις εγκομβουμένοι φιλοσοφικοίς λεξιδίοις, αυτού μονονουχί του της γνώσεως ύψους τη κεφαλή ψαύειν εοίκασι, και φιλοσοφούντες απαιδεύτως, ανοηταίνουσι νεανικώς (Ευγέν. Βούλγαρις 1760). Πιστεύουν πως το ελληνικό έθνος, που ξέπεσε με τις ιστορικές του περιπέτειες από τον αρχαίο πολιτισμό, έχασε την πραγματική του γλώσσα από αμάθεια, και έτσι ξέπεσε και πνευματικά και ηθικά. Τ'αρχαία όμως ελληνικά δεν έπαυσαν να υπάρχουν, και για ν'αναγγενηθεί ο ξεπεσμένος και αμόρφωτος λαός και να ξαναποχτήσει τον αρχαίο πολιτισμό και την προγονική δόξα, είναι ανάγκη πριν απ'όλα να μείνει πιστός στην αρχαία γλώσσα, "έχεσθαι κτήματος, ο ζηλωτούς ποιήσει ημάς" (Κομμητάς 1800) και να ξαναδώσει στη γλώσσα που μιλεί το "οικείον κάλλος" (Δάρβαρις 1806) με τον εξαρχαϊσμό της.

"Συμφέρει, ω άνδρες Έλληνες, συμφέρει να πλησιάζωμεν εις τους Έλληνας, ότι Έλληνες εσμέν· και ουδείς αφαιρήσεται τούτο το προτέρημα αφ' ημών· συμφέρει λέγω να πλησιάσωμεν προς εκείνους, κατά τε τα άλλα, και μάλιστα εις την γλώσσαν· επειδή άνευ των άλλων δεν αφαιρούμεθα το Έλληνες είναι· μετά δε της γλώσσης στερούμεθα και εκείνο· όθεν και ούτως η προς εκείνους αναδρομή αναγκαία ημίν εστιν" (Νεόφ. Δούκας 1814).

-Οι βαθύτεροι λόγοι, που βοηθούν τον αρχαϊσμό να επικρατήσει είναι πολλαπλοί, ουσιαστικοί και ψυχολογικοί -γλωσσικοί, εκπαιδευτικοί, κοινωνικοί, φυλετικοί.

Η φυλή δεν κατόρθωσε ν' αρχίσει την αναγέννησή της, τέχνη και επιστήμη είναι ακόμα στα σπάργανα. Έτσι όμως γίνεται δυσκολότερο να σπάσει η παράδοση των αρχαίων τύπων, κατοχυρωμένων από την αίγλη φιλολογίας μοναδικής. -Η πνευματική ζύμωση κοινωνίας ανεξέλιχτης και ασυγχρόνιστης, που γίνεται μέσα στην αντίθεση με τον ξένο καταχτητή, κηδεμονεύεται από το συντηρητισμό των συνεχιστών της μεσαιωνικής ολιγαρχίας και της εκκλησίας. Αυτοί κατευθύνουν την παιδεία και δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τη λαλιά του ζωντανού έθνους από την πατροπαράδοτη εκκλησιαστική γλώσσα. Η γλώσσα είναι "το μόνον ανεκτίμητον λείψανον της αρχαίας μας ευγενείας, η θεία παρακαταθήκη της θείας μας εκκλησίας" (Οικονόμου). -Η παιδεία, αρχαϊστική πάντα, αριστοκρατική και στη βάση της εκκλησιαστική, διαιωνίζει την περιφρόνηση της μητρικής γλώσσας και της "χυδαϊκής αμάθειας". -Με το ζωντάνεμα της αρχαίας γλώσσας προσδοκούν πως θα ξαναζωντανέψει ο αρχαίος πολιτισμός και πως θα βοηθήσουν προθυμότερα την απελευθέρωση οι φιλέλληνες, που και αυτοί συχνά περιμέναν ανιστόρητα την ανάσταση της αρχαίας Ελλάδας.

Από το άλλο μέρος δεν διακόπηκε ποτέ, καθώς είχε γίνει στη Δύση, η εθνική και γλωσσική παράδοση, ούτε νωρίτερα ούτε στα χρόνια της σκλαβιάς. -Η ζωντανή γλώσσα, συντηρητική καθώς δείχτηκε, και με ακαθόριστα για τους περισσότερους τα όρια της προς την αρχαία, παρουσίαζε λίγες σχετικώς διαφορές απ'αυτή. -Η έξαφνη ανάγκη να χρησιμοποιηθεί σε κάθε είδους λόγου, την έβρισκε εντελώς ακαλλιέργητη και η αποκατάσταση των αρχαίων τύπων φαινόταν, σ'εποχή και για τη Δύση ακόμη αγλωσσολόγητη, σαν ασήμαντη και πραγματοποιήσιμη.

Έτσι ο πρώτος δημοτικισμός, που αντίκρυσε σωστά το πρόβλημα της κοινωνικής ανάπλασης και εθνικής αναγέννησης με σύμβολο και αφετηρία, καθώς είχε γίνει και στη Δυτική Ευρώπη, την καλλιέργεια της εθνικής γλώσσας, αδιανόητος και χωρίς απήχηση, έσβησε γρήγορα μέσα στις ειρωνείες για τη γλώσσα "των πακάληδων της Ζαγοράς" και την περιφρόνηση ενός ανιστόρητου ρομαντικού ψευτοκλασικισμού. Και αυτός έμενε πια έτσι ελεύθερος να επιζητήσει μια εξωτερική αναβίωση ακαθόριστων στοιχείων του αρχαίου πολιτισμού με τον φετιχιστικό εξαρχαϊσμό της γραπτής γλώσσας αντί να επιδιώξει μια εσωτερική καλλιέργεια, ψυχική και πνευματική, θεμελιωμένη στο σεβασμό της μητρικής γλώσσας και αυτής την καλλιέργεια και τον πλουτισμό.

-Για τον τρόπο που θα ξαναζωντάνευε η αρχαία γλώσσα ή που θα ξαναπλησίαζε η νέα προς αυτή δεν συμφωνούσαν όλοι. Αλλά και οι ιδέες τους φαίνονται αρκετά μπερδεμένες, αξεκαθάριστες και απλοϊκές. Την αρχαία γλώσσα δεν τη λογάριαζαν καλά καλά νεκρή, αλλά και οι διαφορές της από τη νέα λογαριάζονταν ασήμαντες, μια και η γλώσσα ήταν, καθώς πίστευαν, η ίδια. Οι βασιμότερες και σχετικά λογικότερες ελπίδες στηρίζονταν ωστόσο στη γραπτή γλώσσα, για όσους δεν την ξεχώριζαν από τη μιλημένη, και στο έργο του σχολείου, που θα μπορούσε, έλπιζαν, να ξαναδώσει ζωή, σε γλώσσα πραγματικά νεκρή, μαζί με το τυπικό και τη σύνταξή της.

"Ει γε εν άπασι τοις σχολείοις τους δασκάλους απαιτοίεν, ώσπερ το διδάσκειν επιμελώς τους μαθητάς, ούτω και το προ? εσθαι την Ελλάδα φωνήν, μάλιστα δε, όπερ και κάλλιστον, ει γε αυτοί οι διδάσκοντες τούτο ποιήσαι φιλοτιμήσαιντο" (Κομμητάς, Πρακτική γραμματική, 1800). -"Να συνηθίζωνται οι νέοι εν τοις σχολείοις να ομιλώσιν ελληνιστί, ιμάτιον, χιτών, πίλος, υπόδημα, αναξυρίς, περισκελίς, ζώνη, κλίνη, κιβώτιον, διδάσκομαι παρά σου, δος μοι φαγείν. Δια της γραφίδος ουδ' αυτό το οποίο ζητούσιν οι οπαδοί του Κοραή κατορθωθήσεται. Γράψον μυριάκις χύτρα, δεν θέλεις δυνηθή να εκριζώσης το εμπεπηγμένον βαθέως τζουκάλι, εκ δε της ομιλίας κατορθωθήσεται, ώστε και της νυν συνηθείας η διόρθωσις μάλιστα εύελπις (Δούκας 1814).

"Ιδού γίνεται τούτο (η χρήση της αρχαϊκής γλώσσας) κοινώς εις τας εκκλησίας· γενέσθω δε ούτω κατά το δυνατόν και εις τα σχολεία· ούτοι δε οι πρώτοι νέοι οι εν τοις σχολείοις λαλούντες όπως ποτέ λαλήσωσιν, όταν έμβωσιν εις τον κόσμον, θέλουσι προφέρει τρανότερα και καθαρώτερα την συνηθισμένην· εντεύθεν θέλουσι μεταδώσει τι εκ της έξεως αυτών και εις άλλους, οι δε παίδες αυτών αύθις ευρόντες τούτο, θέλουσιν επιδαψιλεύσει και αυτοί εις το καλόν εκ της ιδίας διατριβής και μαθήσεως και ούτω εις την τρίτην γενεάν θέλει πλησιάσει η θυγάτηρ εις την μητέρα, και με τον καιρόν, επιπόνου τυχούσα επιμελείας, ενωθήσεται τη μητρί" (Δούκας).

Το ψήφισμα των μαθητών της σχολής των Κυδωνιών, που ζητούσαν "την πατρώαν αναλαβέσθαι φωνήν, την δε χύδην και αγοραίαν ως πάντη ανοίκειον ημίν τοις των Ελλήνων εκείνων απογόνοις παντί θυμώ απώσασθαι" και που αποφάσιζαν με απειλή προστίμου, "ήνικ' αν συνώμεν ελληνιστί πάντας ημάς συνδιαλέγεσθαι καταναγκάζειν", δεν στάθηκε δυνατό να συνεχιστεί.

Αλλά και η αλύγιστη θρησκευτική πίστη των αρχαϊστών, παραπλανημένων από το εύκολο ξαναζωντάνεμα νεολογισμών για έννοιες νέες ή και, όταν ήταν αυτές γνωστές, στα δικά τους μόνο γραψίματα, έβλεπε πάντα δυνατό να πραγματωθεί το όνειρο της αρχαίας γραμματικής μέσα σε λίγες γενεές. Έτσι οι οπαδοί της αρχαϊκής γλώσσας, που δεν μπορούσε να ζωντανέψει διαμιάς και αμέσως, κατάντησε να συμφωνήσουν ως ένα σημείο με όσους ζητούσαν μια απλούστερη γλώσσα, αλλά που και αυτή θα διορθωνόταν με τον εξαρχαϊσμό. Στη φαντασία των πρωτοπόρων αρχαϊστών τρεμόφεγγε το αρχαϊστικό όνειρο και η υπόσχεση του Δούκα: "Έσται ότε της φιλοσοφίας η τροφός θέλει λάβει τον θρόνον των επιστημών εις το κέντρον αυτό της Ευρώπης. Ότε εκφωνηθήσεται εις των Ακαδημειών τας καθέδρας, εις των βασιλέων τα βουλευτήρια, και επομένως εις τα στόματα των εθνών. Τούτο και ως άξιον εύχομαι, και ως δυνατόν προμαντεύω".

 

Πρώτη διαμόρφωση της καθαρεύουσας. Κοραής

Ανάμεσα στις αντίθετες τάσεις του άκρατου αρχαϊσμού και του δημοτικισμού υπάρχουν και μερικοί συνήγοροι κάποιου αρχαϊστικού πάντα αλλά διάμεσου δρόμου, έτσι ο Παναγιώτης Κοδρικάς, πρόμαχος της γλώσσας των "ευγενών" του Φαναριού, αντίθετος του δημοκρατικού Κοραή, και ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ιερομόναχος και σχολάρχης στο Βουκουρέστι, που πρώτος, λίγο παλιότερα (1779), αντιμάχεται τον Βούλγαρη και συνηγορεί για το "απλούν ύφος", "μεθαρμόζων" όμως αυτό "επί το σεμνότερον, ή το ελάχιστον επί το πρεπωδέστερον τη ανά χείρας πραγματευομένη ύλη". Στην ίδια βάση στηρίζεται η διδασκαλία και το γλωσσικό σύστημα του Κοραή (1805-1833).

Ο Αδαμάντιος Κοραής αναγνωρίζοντας τη βασική σημασία της μητρικής γλώσσας για τη διαμόρφωση του εθνικού πολιτισμού, υποστήριξε πως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει στο λαό άλλη γλώσσα και πως πρέπει αν θέλουμε να προκόψουμε, καθώς οι μεγάλοι λαοί της Δύσης, να καλλιεργήσουμε το ιδίωμα του λαού μας. Πολέμησε την "πρόληψη" και αρχαιομανία των οπαδών της αρχαίας γλώσσας (Κομμητάς), της εκκλησιαστικής αρχαϊστικής (Δούκας) και της λογιοτατίστικης φαναριώτικης (Κοδρικάς). Και συνηγόρησε για τα "γραικικά", τη γλώσσα που "εθηλάσαμεν με το μητρικόν γάλα", που είναι αξιοσέβαστη, "αυτό το έθνος", και δεν έχει ανάγκη να την "εξελληνίσωμεν".

Από το άλλο όμως μέρος επηρεασμένος ο ίδιος από την αρχαιομάθεια και την πρόληψη της εποχής του νόμιζε τη γλωσσική εξέλιξη δύο χιλιάδων χρόνων βαρβάρωση και διαφθορά, καταστροφή, αποτέλεσμα χυδαϊσμού και οχλοκρατίας, αρρώστια συγγενική και παράλληλη με την διαφθορά των ηθών και την πολιτική παρακμή. "Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου". Και πίστευε, ανακατώνοντας μαζί με άλλους αρχαϊστές, γλωσσική καλλιέργεια, δηλ. λεξιλόγιο πλουτισμένο, με γραμματικό εξαρχαϊσμό και νοθεία, πως η απαιδευσία θα εξαφανιζόταν με το γλωσσικό "καλλωπισμό" και τη διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων. Πρέπει να φύγουν όλα τα "σαπημένα της γλώσσης", τα "ζιζάνια της χυδαιότητος", ώσπου να περάσουν λέξεις και φράσεις διορθωμένες "από το βιβλίον εις του λαού τα στόματα".

Με το συγγραφικό έργο και το παράδειγμα της "καλλωπισμένης" γλώσσας του Κοραή πήρε η ανακατεμένη γλώσσα που γραφόταν ως τότε καλαισθητότερη μορφή, με σχετική ομοιγένεια, αν και ούτε μέσα στου ίδιου το γράψιμο παρουσιάζεται αρκετά ενιαία. Αν και πολεμήθηκε η "κοραϊκή αίρεσις" από τους αρχαϊστές κάθε είδους και διασύρθηκε από τον Κοδρικά ο Κοραής σαν "ανατροπεύς όλης της εκκλησιαστικής και πολιτικής παραδόσεως", πολλοί τον ακολούθησαν ως ένα σημείο, αποφεύγοντας τουλάχιστο όσα νόμιζαν υπερβολές του αρχαϊσμού ή του δημοτικισμού. Ακόμη και οι ιδιότυποι "καλλωπισμοί" με τους οποίους προσπαθούσε ο συντηρητικός εξαρχαϊσμός του Κοραή να διορθώσει τους "χυδαϊσμούς" της νέας γλώσσας -εκβήκαν, να επάρη, ελάδιον, σαπώνιον, εκλιστρά, εμπορείς, μην αιμωδιάζης, της τρελής τα μαλλία κτλ.- βρήκαν από τους οπαδούς του μίμηση, αν και έδωσαν αφορμή να διακωμωδηθεί από τον Ρίζο Νερουλό (Κορακιστικά ή διόρθωσις της Ρωμαίικης γλώσσας 1813) η "γλώσσα από καινουργής φκιασμένη".

 

Ο κίνδυνος του αρχαϊσμού από τον κοραϊσμό

Το δεύτερο μέρος από το δικέφαλο, δυσκολοεφάρμοστο και αντιφατικό κήρυγμα του Κοραή τον πλησίαζε στους αρχαϊστές, με όλες τις διαφορές που πραγματικά υπήρχαν ή μπορούσαν να δημιουργηθούν από τον ίδιο, ιδίως όταν θα έπρεπε να τοποθετηθεί η γλωσσική "διόρθωσις", καθώς ήταν αναγκαίο, έξω από το πρόσωπό του και χρονικές προθεσμίες. Ο Κοραής ζητούσε μέτριο καθαρισμό, "τα ελληνικά σπέρματα", που θ'αντικατάσταιναν τα "ζιζάνια της χυδαιότητος", και αυτό σιγά σιγά και με τον καιρό, ώστε να μάθει να τα μεταχειρίζεται και ο λαός και να εκφράζει έτσι πάντα η γραπτή γλώσσα τη μιλημένη: "με την χείρα και όχι με τον σάκκον", "αλλά όχι πάραυτα με την δικέλλαν αλλά με την χείρα", "κατά μικρόν το εν οπίσω του άλλου", ώσπου να φτάσουμε στη μέση οδό "της κλίμακος" μεταξύ νέας και αρχαίας γλώσσας.

Μια όμως και το καλλωπιστικό κήρυγμα του Κοραή, πατώντας και αυτό με τέτοια περιφρόνηση τους γραμματικούς νόμους της μητρικής γλώσσας και όσα ήταν τάχα "ευκολοσφόγγιστοι ρύποι", ευνοούσε το πρώτο ολέθριο παραστράτημα, καταντούσε ακροβατικό εγχείρημα να φυλαχτεί η ισορροπία στο ανύπαρχτο σχεδόν σημείο που αξίωνε η μετριοπάθεια του μεγάλου πατριώτη, συγκρατώντας εκεί μια πολύ πιο σύνθετη γλωσσική πραγματικότητα. Ήταν άλλωστε δύσκολο να σταματήσει ο καθαρισμός στους ανύπαρχτους κοραϊκούς τύπους εντάμα, σταλαγματία, οψάριον, όταν ήταν έτοιμοι στην προγονική γλώσσα οι "ελληνικοί" σωστοί τύποι ομού, σταγών σταγόνος, ιχθύς ιχθύος ιχθύες ιχθύς. Και από το άλλο μέρος έμοιαζε συχνά δικαιολογημένη η ένσταση πως ήταν αστήριχτη η διόρθωση ως τη μέση, λ.χ. του είναι στο έναι ή ένι, του ψαριού στο οψάριον οψαρίου, ενώ "μόνον το ον, το ορθόν, το αρχαίον, το πατρώον, μόνον τούτο διώκετε, αποβάλλετε, μισείτε, εκκλείετε" (Δούκας).

Το σιγά, ως τη μέση και σύμφωνα με την "κοινή συνήθεια", έτσι μάλιστα διατυπωμένα γενικά για κάθε είδος γραμματικά στοιχεία, έκρυβαν υποκειμενισμό και χάος ανίσχυρα μπρος στα δύο μοναδικά αιτήματα που έτρεφαν και που ξεπετιούνταν με την επικράτηση του αρχαϊσμού, σαν το μόνο πραχτικό συμπέρασμα από τις αντίθετες γνώμες. Και αυτά ήταν: η άρνηση του ζωντανού, η περιφρόνηση της μητρικής γλώσσας στη γραμματική της διαμόρφωση, με τους κανόνες της, και, σαν κατανίκητη τάση, η διόρθωσή της, ο εξαρχαϊσμός, όσο "θα" φαίνεται αυτό δυνατό.

Διόρθωση άλλωστε, βαθμιαία, ζητούσαν εκτός από τον Κοραή και άλλοι, αν και με διαφορετική βάση και αφετηρία και με αρχαϊκότερο τέρμα. Και στον καθαριστικό μηχανισμό που έμπαινε σ'ενέργεια, με τη συμφωνία όλων εκτός από τους οπαδούς του "χυδαίου ύφους", μισοέβησαν οι διαφορές που χώριζαν τον Κοραή από τους λιγότερο στοχαστικούς αντιπάλους του.

 

Οι νεοελληνικές σπουδές

Μέσα στην καθολική αυτή ατμόσφαιρα του αρχαϊσμού είναι φυσικό να κυριαρχεί και στην παιδεία που άρχισε να διαδίνεται -αίτιο μαζί και αποτέλεσμα- ξερή γραμματική σοφία. Και αυτή πνίγει και στους νεότερους το ενδιαφέρον για το μητρικό ιδίωμα. Στα χρόνια της σκλαβιάς καταγίνονται με τη νέα γλώσσα κοντά σ' ελάχιστους Έλληνες μερικοί ξένοι. Στη μελέτη τους αυτή τους έσπρωξαν συνήθως, όπως στην ιστορία και άλλων λαών, πραχτικοί προπάντων στην αρχή λόγοι, η γραπτή ρύθμιση της σύγχρονης γλώσσας, και όσο πρόκειταν για τους ξένους, η διδασκαλία της. Έτσι γράφηκαν οι πρώτες νεοελληνικές Γραμματικές και τα πρώτα Λεξικά, από ξένους συνήθως.

Στο πνευματικό ξύπνημα της κρίσιμης τριανταετίας φανερώνεται ζωηρότερο το ενδιαφέρον δημοτικιστών και κοραϊστών για τη μητρική γλώσσα. Η εργασία τους δεν είναι τώρα μόνο περιγραφική. Υψώνεται σ' επιστημονική και ιστορική, αφού προσπαθούν να ετυμολογήσουν και να εξηγήσουν τη γένεση και καταγωγή της νέας γλώσσας από την αρχαία. Αλλά με την επικράτηση του αρχαϊσμού ήταν μοιραίο να σβήσει και η μελέτη της δημοτικής, αφού η περιφρόνησή της έθαβε και το θεωρητικό ενδιαφέρον γι' αυτή. Ο ίδιος ο Κοραής ένιωσε και τόνισε την ανάγκη να μελετηθεί η δημοτική -για να γνωρίσουμε έτσι καλύτερα την αρχαία και για να μπορέσουμε να διορθώσουμε και την κοινή. Εργάστηκε ο ίδιος σημαντικά για τη μελέτη αυτή και προϊδεάστηκε φωτεινά την έννοια της νεοελληνικής φιλολογίας. Αλλά με τις διπλές και επικίνδυνες αρχές του βοήθησε χωρίς να το θέλει για να πνιχτούν οι πολύτιμες απαρχές. Αν στο κύρος του δεν τόλμησαν οι αρχαϊστές ν' αντιταχτούν, η συγκινητική προσπάθεια του λόγιου έμπορού και μαθητή του Γ. Κρομμύδη να συνάξει γλωσσικό και λαογραφικό υλικό γέννησε μια χαρακτηριστική και δυσοίωνη πολεμική.

Με το ξύπνημα της νέας Ελλάδας μεγαλώνει και της Δυτ. Ευρώπης το ενδιαφέρον για αυτή, τη γλώσσα της και τις άλλες της πνευματικές εκδηλώσεις. Ο Γάλλος Fauriel δημοσιεύει πρώτος τα δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας (1824), για να κριθεί καλύτερα ο νέος ελληνισμός.

 

Το άλυτο πρόβλημα και το σιωπηλό ξεκίνημα

Με την Επανάσταση που ξέσπασε ξαφνικά σταμάτησαν οι γλωσσικές συζητήσεις μεταξύ αρχαϊστών, "μακαρονιστών", "τρακαριστών" και άλλων αντίγνωμων. Το ζήτημα της γλώσσας που είχε συγκινήσει έντονα την τελευταία γενεά των λόγιων, ακαταστάλαχτο ακόμη, ούτε θεωρητικά είχε καταλήξει σε πραγματική συμφωνία ούτε πραχτικά είχε λυθεί, εκτός αν αποβλέψουμε στη γενική σχεδόν προσπάθεια που εξαρχάιζε τη γλώσσα με κάθε τρόπο.

Ήδη τα πρώτα επίσημα κείμενα του επαναστατημένου γένους -πραχτικά συνελεύσεων κείμενα πολιτειακά, πράξεις, ψηφίσματα, διακηρύξεις- βεβαιώνουν πως οι Φαναριώτες, ιερωμένοι, και άλλοι λόγιοι που τα σύντασσαν δεν έπαιρναν για βάση γλωσσική το μητρικό ιδίωμα εκείνων που με το αίμα τους δημιουργούσαν την ελευθερία. Και λίγο αργότερα, όσοι έζησαν το όνειρο της ελεύθερης πια πατρίδας δεν είχαν λόγο να φανούν δισταχτικότεροι στην υπόσχεση γραμματικών και ιερωμένων, πως με τον ελληνισμό, που θα ξαναγεννιόταν από τη στάχτη της σκλαβιάς, θα ξαναζωντάνευε με κάποιο τρόπο, φτάνει να το ήθελαν, η γλώσσα των κλασικών της αθάνατης Ελλάδας. Ήδη υποχωρούσε με την προσπάθεια των λόγιων το κοινό Ρωμιός και το Γραικός του Κοραή στο Έλλην. Το τολμηρό εκείνο ξεκίνημα για ως τη μέση μόνο, και μάλιστα τόσο ακαθόριστη, δεν ήταν εύκολο να σταθεί για σύνθημα. Μαζί με λέξη Έλλην, που δικαιολογημένα ξανακαθιερωνόταν, και μαζί με τον αρχαίο της τύπο που έμοιαζε και αυτός βιώσιμος, ποιος θα εμπόδιζε να καθιερωθεί και η υπόλοιπη αρχαία γραμματική, ολόκληρη, και να "επανέλθωσιν αι κλειναί Μούσαι", ας είναι και χωρίς τη γνώμη των αντιπροσώπων της;

Η λύση που κληρονόμησε έτσι το νεοσύστατο βασίλειο από τη σκλαβιά ήταν σύμφωνη με την τότε πνευματική κατάσταση, με τη ζωτικότητα, τη δημιουργικότητα, την αυτοεπίγνωση και την αυτοπεποίθηση του έθνους, άωρου ακόμη για μια πραγματική αναγέννηση και ένα άνθισμα εθνικού πολιτισμού. Γι' αυτό και η στροφή στα περασμένα, μεταφέρνοντας το κέντρο του βάρους τάχα σε κείνα, ξεφτά εξαρχής σ' εξωτερική και δουλική μίμηση αντί να ζητήσει να μετουσιώσει από την αρχαιότητα -όπου θα ήταν αυτό δυνατό- τις αξίες του πολιτισμού της.

Η μίμηση ωστόσο της γλωσσικής προπάντων μορφής του αρχαίου ελληνισμού θα καταντήσει τώρα το αποκλειστικό σχεδόν γνώρισμα ενός εκφυλισμένου ψεύτικου κλασικισμού. Σύμβολο της νέας εποχής που ανοίγεται με τον αρχαϊσμό στην πνευματική ιστορία του έθνους θα είναι η άρνηση της μητρικής του γλώσσας και η παρεμπόδιση της ψυχικής και πνευματικής του ανάπτυξης. Και ακόμη και ως προς τη γλώσσα: αντί με τη βοήθεια του κλασικισμού να καλλιεργηθεί η φρασεολογία της και το ύφος, επιδιώκεται μια βαθμιαία αναβίωση λεξιλογική και γραμματική, που μέλλει να γεννήσει νέο γραμματικό και πνευματικό αδιέξοδο [...].