Κείμενο 9: Thomson, G. 1961-62: Διαλέξεις για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αθήνα: Εκδοτικό Ινστιτούτο Αθηνών, σελ. 50-51

[...] Αν συγκρίνουμε την ελληνική γλώσσα με τη λατινική, βρίσκουμε πως το λατινικό υλικό δεν είναι ούτε τόσο παλιό ούτε τόσο πλούσιο όσο το ελληνικό. Η παλιότερη από τις λατινικές επιγραφές χρονολογείται από το 600 π.Χ., αλλά είναι μικρή και απομονωμένη. Η γραπτή ιστορία της λατινικής δεν αρχίζει ουσιαστικά πριν από το δεύτερο μέρος του 3ου π.Χ. αιώνα, και ακόμη στον 2ο αιώνα οι λατινικές επιγραφές είναι πιο πενιχρές από τις ελληνικές.

Η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας χαραχτηρίζεται από το γεγονός πως οι διάφορες πόλεις διατήρησαν, μαζί με την αυτονομία τους, τις τοπικές τους διαλέκτους. Γι' αυτό η αρχαιοελληνική γλώσσα μάς είναι γνωστή σε διάφορες και παράλληλες μορφές, που μας παρέχουν άφθονο υλικό για να ανασυγκροτήσουμε την προϊστορική της μορφή. Για την ανασυγκρότηση της προϊστορικής λατινικής έχουμε, βέβαια, απομεινάρια από τρία-τέσσερα ιταλικά ιδιώματα, που ήταν συγγενή με τα λατινικά, μα δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των λατινικών διαλέκτων, γιατί η Ρώμη κατόρθωσε στις αρχές της ιστορίας της να υποδουλώσει τις άλλες λατινικές πόλεις, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν τα ιδιώματά τους.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αρχαίας Ελλάδας, που την ξεχωρίζει από κάθε άλλη χώρα της αρχαιότητας, ήταν η εξέλιξη της δημοκρατίας, που έδινε στον λαό της κάθε πόλης το δικαίωμα να χρησιμοποιεί, στα επίσημα έγγραφα και στη λογοτεχνία, τη λαϊκή μορφή της γλώσσας. Τα αττικά του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη, του Λυσία και του Πλάτωνα, πλησίαζαν κοντά στη γλώσσα του αθηναϊκού λαού, και τα αττικά του Μενάνδρου μας δίνουν τα δεδομένα για να παρακολουθήσουμε τη μετάβαση από τα αττικά ίσαμε την ελληνιστική κοινή. Τα σωζόμενα των λατινικών της κλασικής εποχής δεν μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τόσο λεπτομερειακά την εξέλιξη της γλώσσας του ρωμαϊκού λαού.

Πρέπει να τονίσω εδώ πως κάθε γλώσσας η ομιλούμενη μορφή έχει για τον ιστορικό γλωσσολόγο περισσότερο ενδιαφέρον από τη λογοτεχνική, γιατί ξεφανερώνει πιο καθαρά τις αλλαγές που γίνονται στη γλώσσα αυτή, και είναι των αλλαγών αυτών η μελέτη που μας δίνει τη δυνατότητα να ανασυγκροτήσουμε την εξέλιξή της.

Η ελληνιστική κοινή στάθηκε ένα κρίσιμο στάδιο στην ιστορία της γλώσσας, γιατί σημείωσε την αρχή της μετάβασης από τα αρχαία στα νέα ελληνικά. Τα λείψανά της είναι εξαιρετικά πλούσια. Ανάμεσά τους είναι τα ευαγγέλια και τα παπυρικά γράμματα, που αναπαράγουν μερικά τους, χωρίς καμιά αλλαγή, την καθημερινή ομιλία του λαού, και περιέχουν πολλά καινούργια στοιχεία, που δεν βρίσκονται στα λογοτεχνικά κείμενα και έτσι μας οδηγάνε βήμα προς βήμα ίσαμε τα νεοελληνικά. Δεν υπάρχει καμιά άλλη γλώσσα της αρχαιότητας, που να διασώζεται η ομιλουμένη της μορφή τόσο καλά όσο η αττική και η ελληνιστική κοινή.

Η μορφή της λατινικής γλώσσας που ανταποκρίνεται στην ελληνιστική κοινή, είναι η μεταγενέστερη λατινική κοινή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, απ' όπου επήγασαν αργότερα οι νεολατινικές γλώσσες της μεσαιωνικής και της νεότερης εποχής. Τα λείψανά της είναι πολύ λιγότερα από τα λείψανα της ελληνιστικής κοινής, με αποτέλεσμα να βρεθεί ανάμεσα στη λατινική και τις νεολατινικές γλώσσες μία απότομη διακοπή.

Η μεταγενέστερη εξέλιξη των δύο γλωσσών ορίστηκε από τις ιστορικές συνθήκες που επικράτησαν στην ανατολική και στη δυτική Ευρώπη. Στην ανατολή, το βυζαντινό κράτος, που διαδέχτηκε εκεί τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, διατήρησε την ενότητά του ίσαμε την άλωση της Πόλης. Ύστερα συμπεριλήφθηκε η Ελλάδα μέσα στην τουρκική αυτοκρατορία. Οι συνθήκες της τουρκοκρατίας εμπόδισαν όχι μονάχα την εκπολιτιστική, αλλά και τη γλωσσική εξέλιξη του ελληνικού λαού. Έτσι συνέβη πως η δημοτική κοινή, όπως την ξέρουμε σήμερα, δεν διαφέρει παρά λεπτομερειακά από την ομιλουμένη γλώσσα της βυζαντινής εποχής. Στη δύση, αντίθετα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κλονίστηκε, και τη θέση της την πήραν τα ξεχωριστά βασίλεια, απ' όπου κατάγονται τα τωρινά έθνη της δυτικής Ευρώπης. Τα συμβάντα αυτά καθρεφτίζονται στην ιστορία των δύο γλωσσών, και εξηγούν γιατί, ενώ οι νεολατινικές γλώσσες είναι πολλές, η ελληνική παραμένει μία [...].