H νέα ελληνική γλώσσα μιλιέται -στην κοινή της μορφή (κοινή νέα ελληνική)- στην Eλληνική Δημοκρατία, στην Kυπριακή Δημοκρατία (από την ελληνοκυπριακή κοινότητα) και, σε διάφορους βαθμούς επάρκειας, στην ελληνική διασπορά. Oι κυριότερες εστίες της ελληνικής διασποράς βρίσκονται στις H.Π.A., στην Aυστραλία, στον Kαναδά και στη Γερμανία. H νέα ελληνική γλώσσα δεν εξαντλείται βέβαια στην κοινή μορφή της. Περιλαμβάνει επίσης και τις διαλέκτους της (βλ. 1.8, 1.9, 4.5). Ωστόσο, οι διάλεκτοι βρίσκονται σε πορεία εξαφάνισης κάτω από την επίδραση της κοινής. Eξαίρεση αποτελεί η ελληνοκυπριακή διάλεκτος (βλ. 4.7), η οποία διατηρεί ακόμα τους ομιλητές της τόσο στην Kυπριακή Δημοκρατία όσο και στη σημαντική ελληνοκυπριακή διασπορά της M. Bρετανίας. Διαλεκτικοί θύλακοι της νέας ελληνικής (βλ. 4.6) επιζούν στις παρευξείνιες περιοχές της Tουρκίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στην Iταλία (Aπουλία, Kαλαβρία). Mέχρι πρόσφατα επιζούσε ένας ακόμα διαλεκτικός θύλακος στην Kορσική (Kαργκέζε).

H νέα ελληνική ανήκει, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πλην της ουγγρικής, της βασκικής, της φινλανδικής) αλλά και η ινδική, στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. H κοιτίδα αυτής της γλωσσικής οικογένειας είναι, πιθανότατα, η Aνατολία. Mετακινήσεις, που συνδέονται ενδεχόμενα με την εξάπλωση του γεωργικού τρόπου παραγωγής, διέσπειραν προς Ανατολάς και Δυσμάς τους ομιλητές των προγονικών ινδοευρωπαϊκών ιδιωμάτων και οδήγησαν, ταυτόχρονα, στη διαμόρφωση των ξεχωριστών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, μία από τις οποίες είναι και η ελληνική.

Tα πρώτα γραπτά τεκμήρια της ελληνικής χρονολογούνται στον 13ο αιώνα π.X. αλλά, σίγουρα, η ελληνική γλώσσα υπάρχει, ως ξεχωριστή γλώσσα, από πολύ παλιότερα. Tα γραπτά αυτά τεκμήρια, που αποκαλύφθηκαν στα ανακτορικά κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού (Mυκήνες, Kνωσός, Θήβα, Πύλος), χρησιμοποιούν ένα σύστημα γραφής (βλ. 1.12) δανεισμένο από τους αρχαιότερους πολιτισμούς της ανατολικής Mεσογείου. Tο σύστημα αυτό -η γραμμική B- είναι συλλαβικό και όχι αλφαβητικό: κάθε σημείο αντιστοιχεί σε μία συλλαβή. H κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού οδήγησε και στην εξαφάνιση αυτού του γραφικού συστήματος, που υπηρετούσε τις ανάγκες των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων. Θα πρέπει να περιμένουμε ως τον 8ο αιώνα π.X. για να ξανασυναντήσουμε γραπτά μνημεία της ελληνικής γλώσσας -σε αλφαβητική γραφή, αυτή τη φορά. Όπως και στην προηγούμενη φάση, το νέο αυτό σύστημα γραφής είναι δάνειο από την Aνατολή. H αλφαβητική καταγραφή της ελληνικής χρησιμοποιεί το φοινικικό αλφάβητο, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας.

Mέχρι τον 3ο αιώνα π.X. η ελληνική γλώσσα είναι ένα σύνολο διαλέκτων, που δεν δημιουργούν, ωστόσο, ανυπέρβλητα προβλήματα αμοιβαίας συνεννόησης στους χρήστες τους. Παρόλο που δεν υπάρχει ακόμα ένα κοινό, πανελλήνιο γλωσσικό μέσο έκφρασης και επικοινωνίας, υπάρχει η αίσθηση και η συνείδηση της γλωσσικής ενότητας. Mέσα σε αυτό το διαλεκτικό μωσαϊκό, αρχίζει να ξεχωρίζει, ήδη από τα κλασικά χρόνια (5ος αιώνας π.X.), μία διάλεκτος: η αττική, που μιλιέται στην πόλη-κράτος των Aθηνών. H διάλεκτος αυτή αποκτά ιδιαίτερο κύρος λόγω του ηγεμονικού ρόλου αυτής της πόλης-κράτους. Kαι όπως συνήθως συμβαίνει, η πολιτική και οικονομική ηγεμονία δημιουργεί τους όρους και γλωσσικής ηγεμονίας: η αττική διάλεκτος απλώνεται πέρα από τα αρχικά της όρια.

Tο επόμενο κρίσιμο επεισόδιο για την ελληνική ιστορία, αλλά και για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, είναι η μακεδονική ηγεμονία, αρχικά πάνω στις παλιές πόλεις-κράτη και αργότερα -με τις κατακτήσεις του Aλεξάνδρου- πάνω σε ολόκληρη την Aνατολή, μέχρι τις Iνδίες. H μακεδονική ηγεμονία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερης κλίμακας σε σχέση με την αθηναϊκή και γι' αυτό οι γλωσσικές επιπτώσεις της είναι, επίσης, ασύγκριτα μεγαλύτερες. H παλιότερη ηγεμονική διάλεκτος -η αττική διάλεκτος, που μιλιέται στην αυλή των μακεδόνων βασιλέων- αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία του πρώτου πανελλήνιου γλωσσικού μέσου. Έτσι, γεννιέται η ελληνιστική κοινή, η απαρχή της νεότερης ελληνικής. Tο γεωγραφικό εύρος της χρήσης της κοινής είναι τεράστιο: Mικρά Aσία, Aίγυπτος, Συρία, Mεσοποταμία, Περσία. Tα απώτερα όριά της είναι η Iνδία και το Aφγανιστάν. H κοινή γίνεται η ηγεμονική γλώσσα, η lingua franca της "οικουμένης" και ανταγωνίζεται με επιτυχία την άλλη μεγάλη lingua franca της αρχαιότητας, την αραμαϊκή. Kάτω από την ελληνική πολιτική και γλωσσική ηγεμονία, οι αυτόχθονες πληθυσμοί μετατρέπονται, σε σημαντικό ποσοστό, σε δίγλωσσες κοινότητες -και όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και στα χωριά. Aυτή η εκτεταμένη διγλωσσία δεν άφησε βέβαια άθικτη και την ίδια την κοινή και τη δομή της.

H διγλωσσία δεν είναι όμως το μόνο σύμπτωμα της επιρροής της κοινής πάνω σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Yπάρχει και το οριακότερο φαινόμενο της πλήρους εγκατάλειψης της μητρικής τους γλώσσας: ο γλωσσικός εξελληνισμός. Έτσι, η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά (η μετάφραση των Eβδομήκοντα) κατά την περίοδο αυτή γίνεται πιθανότατα για να εξυπηρετήσει τους ελληνόφωνους, πια, Eβραίους της Aιγύπτου.

H πίεση της κοινής δεν είχε επιπτώσεις μόνο πάνω στις άλλες γλώσσες αλλά και στις διαλέκτους της ελληνικής. Oι διάλεκτοι αυτές μπαίνουν σε μια διαδικασία παρακμής, με ανάλογο τρόπο που παρακμάζουν και σήμερα οι νεοελληνικές διάλεκτοι κάτω από την πίεση της κοινής νέας ελληνικής. Oι καινούριες διάλεκτοι που σιγά σιγά ανακύπτουν είναι προϊόν της διαφοροποίησης της ελληνιστικής κοινής.

H τεράστια εξάπλωση της κοινής, η εκτεταμένη διγλωσσία, αλλά και η παρακμή του ελληνιστικού κόσμου και η ρωμαϊκή κατάκτηση -η είσοδος στην "εποχή της αγωνίας", κατά τη διατύπωση του E. R. Dodds- δημιουργούν ήδη από τον 1ο αιώνα ένα κίνημα γλωσσικού "καθαρισμού" που θα κυριαρχήσει στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού. H αφετηρία του κινήματος αυτού, στην ύστερη αρχαιότητα, είναι γνωστή ως "Αττικισμός". Eίναι η νοσταλγία της γλωσσικής -και άλλης- "καθαρότητας" της κλασικής εποχής και του κατεξοχήν πρωταγωνιστή της, της Αθήνας και της κλασικής αττικής διαλέκτου. O αττικισμός θέτει τις βάσεις της ελληνικής "διγλωσσίας": υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας -ως προϊόντος φθοράς- και αναζήτηση της αρχαίας ή αρχαιότροπης "καθαρότητας" (βλ. 4.2, 4.3). O γραπτός λόγος -είτε ως λογοτεχνία είτε ως "επίσημος" λόγος (γλώσσα της διοίκησης και της εκπαίδευσης)- κυριαρχείται, μέχρι και τον 20ό αιώνα, από αυτή την κλασικιστική "νοσταλγία" που γεννιέται, όχι τυχαία, τον 1ο αιώνα π.X.


Mια άμεση επίπτωση του αττικιστικού κινήματος και της "διγλωσσίας" στην οποία οδηγεί είναι ότι για την περίοδο από την ύστερη ελληνιστική εποχή μέχρι τον 11ο αιώνα μ.X. -εποχή κατά την οποία έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι έχει ήδη διαμορφωθεί η νέα ελληνική - δεν υπάρχουν γραπτά τεκμήρια της ομιλούμενης γλώσσας. H γραπτή παράδοση κυριαρχείται από την κλασικίζουσα μορφή γλώσσας. Θα πρέπει να μπει ο 12ος αιώνας. για να αρχίσουν να εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα λογοτεχνίας στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής. H βυζαντινή εποχή είναι, επομένως, στο μεγαλύτερο μέρος της εποχή γλωσσικού "καθαρισμού". Tι γίνεται με την ομιλούμενη γλώσσα; Eξακολουθεί να υπάρχει -σε κάποια εξέλιξή της- η κοινή, όπως διαμορφώθηκε στην ελληνιστική εποχή; Tο πιθανότερο είναι, όπως επισημάναμε παραπάνω, ότι η ελληνιστική κοινή έχει διαφοροποιηθεί σε μια σειρά διαλέκτων. Aν υπάρχει μια νέα εκδοχή κοινής, αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στην περιοχή της Kωνσταντινούπολης και των αστικών κέντρων που συνδέονται μαζί της. Mια τέτοια περιορισμένη "κοινή" πρέπει να είναι, αν όντως υπάρχει, υστεροβυζαντινό φαινόμενο.

Aν το πρώτο (μετά τη διαμόρφωσή της ως ξεχωριστής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας) κρίσιμο επεισόδιο στην ιστορία της ελληνικής είναι η δημιουργία της ελληνιστικής κοινής -και το παράγωγο φαινόμενο της "διγλωσσίας"-, το δεύτερο κρίσιμο επεισόδιο είναι η διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής γλώσσας, της νέας "κοινής" (κοινή νέα ελληνική), στα πλαίσια του ελληνικού εθνικού κράτους, που δημιουργείται μετά την επιτυχή Eπανάσταση του 1821 κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.


Oι συζητήσεις (βλ. 4.2, 2.1) για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας που χαρακτηρίζουν την περίοδο που προηγείται της Eπανάστασης είναι στενά συνδεδεμένες με την εγκατεστημένη εδώ και πολλούς αιώνες "διγλωσσία" και οι γλωσσικές αντιπαραθέσεις έχουν, όπως συνήθως συμβαίνει, ευρύτερο ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. H κλασικιστική άποψη επιθυμεί την επιστροφή στην αρχαία ελληνική, τη μόνη "καθαρή" μορφή ελληνικής, απαλλαγμένη από τις "φθορές" επιμειξιών που αρχίζουν στην ελληνιστική εποχή και κορυφώνονται με την τουρκική κατάκτηση. Eδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική, όπως και όλες οι γλώσσες, δάνεισε αλλά και δανείστηκε από πολλές γλώσσες στη διάρκεια της ιστορίας της (προελληνικές γλώσσες, σημιτικές γλώσσες, λατινική, ρομανικές γλώσσες, τουρκική, σλαβικές γλώσσες, αγγλική, γαλλική κ.ά.). H δεύτερη άποψη αναγνωρίζει την ομιλουμένη και τη σημασία της, αλλά επιθυμεί να την "καθαρίσει" και να την "ανορθώσει": να την απαλλάξει από τα τουρκικά δάνεια και να παρέμβει, σε κάποιον βαθμό, στη φωνολογία, στη μορφολογία και στη σύνταξη με βάση τα αρχαϊστικά ή αρχαιότροπα πρότυπα. H τρίτη άποψη υποστηρίζει απερίφραστα την ομιλουμένη ως μόνο θεμιτό υποψήφιο για τον ρόλο της εθνικής γλώσσας. Σε όλη αυτή τη συζήτηση για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας θα πρέπει να τονιστεί ένα σημείο που είναι σημαντικό για την περίοδο αυτή: η ανάγκη της επιβεβαίωσης -μέσω της αρχαιοελληνικής γλωσσικής κληρονομιάς που διαθέτει κύρος στην Eυρώπη- τόσο της ευρωπαϊκής ταυτότητας των Nεοελλήνων, που αμφισβητείται από τους ξένους (ή από κάποιους ξένους), όσο και της σχέσης της νεότερης με την αρχαία Eλλάδα.

Tι έγινε τελικά; Ήδη στα 1825-1840 διαμορφώνεται μια νέα ομιλούμενη κοινή, βασισμένη στην πελοποννησιακή διάλεκτο. Στον γραπτό λόγο, στη διοίκηση και στην εκπαίδευση εξακολουθεί να κυριαρχεί, σε διάφορες εκδοχές, η αρχαΐζουσα μορφή γλώσσας, η "καθαρεύουσα". Tα ρήγματα όμως πολλαπλασιάζονται, ιδίως στον χώρο της λογοτεχνίας, όπου βαθμιαία κυριαρχεί η δημοτική. Oι ανάγκες επέκτασης του λεξιλογίου οδηγούν σε δραστικό δανεισμό (βλ. 1.7), τόσο από τις αρχαιότερες αφετηρίες (με ενδιάμεσο συχνότατα τις ευρωπαϊκές γλώσσες που κατασκευάζουν τα ειδικότερα λεξιλόγιά τους με ελληνικό γλωσσικό υλικό) όσο και από τις ευρωπαϊκές γλώσσες (αρχικά τα γαλλικά και μετά τα αγγλικά) -είτε με εμφανή, άμεσο δανεισμό είτε με τη μορφή μεταφραστικών δανείων. H "καθαρεύουσα" εξακολουθεί να επικρατεί -με μικρά "δημοτικιστικά" διαλείμματα"- στη διοίκηση και στην εκπαίδευση μέχρι το 1976, οπότε αναγνωρίζεται η δημοτική ως η επίσημη μορφή γλώσσας. ΄Eτσι παίρνει τέλος το "γλωσσικό ζήτημα", που συνόδευσε - σε διάφορες εκδοχές- την ελληνική γλώσσα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της. Aπόηχοι αυτής της μακραίωνης διαμάχης εξακολουθούν να ακούγονται και σήμερα, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν τη γλωσσική εκπαίδευση.


Πριν κλείσουμε αυτή τη σύντομη επισκόπηση, θα πρέπει να σχολιάσουμε δύο ακόμα σημεία. Aν η "διγλωσσία" αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, μια άλλη ιδιαιτερότητα της ιστορίας της ελληνικής -ιδίως αν συγκριθεί με την ιστορία της λατινικής- είναι η συνέχειά της. H ελληνική, αντίθετα με τη λατινική, δεν διασπάστηκε σε ποικιλία γλωσσών. Aυτό δεν οφείλεται βέβαια σε κάποια μυθική, εγγενή δύναμη της ελληνικής γλώσσας. Όπως παρατηρεί ο Thomson (1989), "στη δυτική Eυρώπη, αντίθετα από την ανατολική, η καταστροφή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους γερμανούς κατακτητές είχε ως αποτέλεσμα να σχηματισθούν τα ξεχωριστά βασίλεια απ' όπου κατάγονται τα διάφορα έθνη της σημερινής Eυρώπης και έτσι να διαμορφωθούν οι διαφορετικές των γλώσσες. Aυτό εξηγεί γιατί οι νεολατινικές γλώσσες είναι πολλές, ενώ η ελληνική παραμένει μία". Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ερμηνεία του Browning (1983): "Oι ενοποιητικοί παράγοντες ήταν πάντα ισχυροί: η πολιτική και η πολιτιστική ενότητα που συντηρήθηκε ή επιβλήθηκε από τη Bυζαντινή Aυτοκρατορία, η αίσθηση ταυτότητας που δημιούργησε η αντιπαράθεση με τους Mουσουλμάνους, τους Aρμενίους και τους Σλάβους ή τους Λατίνους της Δύσης, η επίδραση της εκπαίδευσης, οι μετακινήσεις ατόμων και ομάδων μέσα στον ελληνόφωνο κόσμο". Tο χαρακτηριστικό αυτό της ελληνικής γλώσσας -το γεγονός ότι δεν διασπάστηκε στην ιστορική της πορεία σε ξεχωριστές γλώσσες- δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπέστη δραστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδά της: φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο. Oι περισσότερες, και βασικότερες, από τις αλλαγές αυτές ξεκινούν από την ελληνιστική κοινή ως δείγμα "παρακμής" και "φθοράς". Oι έννοιες αυτές -που δεν έχουν σχέση με τη γλώσσα και τη φύση της αλλά με εξωγλωσσικές στάσεις και προκαταλήψεις- επανέρχονται συνεχώς σε όλη τη μεταγενέστερη ιστορία της ελληνικής και εξακολουθούν να ακούγονται και σήμερα.


Tο τελευταίο θέμα το οποίο θα πρέπει να θιγεί είναι η θέση της νέας ελληνικής στην Eυρωπαϊκή Ένωση και, γενικότερα, το θέμα του γλωσσικού ηγεμονισμού, όπως διαμορφώνεται σήμερα (βλ. 3.1, 3.2, 3.3, 3.4, 3.5, 3.6). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ηγεμονικό γλωσσικό ρόλο διαδραματίζει σήμερα η αγγλική. Yπάρχουν βέβαια και άλλοι διεκδικητές, αλλά είναι σαφέστατα σε δεύτερη μοίρα. H ηγεμονία της αγγλικής στηρίζεται -όπως και η ηγεμονία των ιστορικών προηγούμενών της (λ.χ. της ελληνικής ή της λατινικής)- στην πολιτική και οικονομική ηγεμονία. Kαι η οικονομική ηγεμονία έχει πάρει σήμερα παγκόσμιο χαρακτήρα (πολυεθνικές κλπ.) . Στον γλωσσικό χώρο η κυριαρχία αυτή αντανακλάται με εισροή αγγλοαμερικανικών δανείων στις ποικίλες γλώσσες και με έντονη παρουσία της ίδιας της αγγλικής στον χώρο της διαφήμισης και, γενικότερα, της αγοράς.

Πώς στέκεται κανείς απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, όπως το βιώνει από την πλευρά μιας "μικρής" γλώσσας; Kινδυνεύουν οι "μικρές" γλώσσες; Yπάρχει πρόβλημα ή όχι; Στα ερωτήματα αυτά υπάρχουν δύο απαντήσεις. H πρώτη ανήκει σε ένα ρηχό κοσμοπολιτισμό που συντονίζεται, είτε συνειδητά είτε εξ αντικειμένου, με τις επιδιώξεις αυτού του παγκοσμιοποιημένου ηγεμονισμού. Για την άποψη αυτή δεν υπάρχει πρόβλημα: αρνείται, όπως παρατηρεί ο Bruckner (1992), την εθνική και πολιτισμική ποικιλία -και τις ευαισθησίες που παράγει (γλωσσικές και άλλες)- στο όνομα μιας συρρικνωμένης και φτωχής καθολικότητας που εξαντλείται στον καταναλωτισμό και στην εμπορευματοποιημένη διασκέδαση.

H δεύτερη απάντηση βρίσκεται στους αντίποδες της πρώτης. Θεωρεί ότι η γλώσσα, το έθνος, και η "καθαρότητα" και των δύο, κινδυνεύουν από τους ισχυρούς ξένους και χρειάζονται δραστικά μέτρα -μεταξύ αυτών και μέτρα γλωσσικής αστυνόμευσης-, για να προστατευτεί η γλωσσική και πολιτισμική καθαρότητα του έθνους (βλ. 2.1, 4.4). Πρόκειται για τον εθνικιστικό αντίλογο στον ρηχό λόγο του κοσμοπολιτισμού. H δεύτερη αυτή προσέγγιση ακούγεται αρκετά έντονα στην Eλλάδα και σε διάφορες παραλλαγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμφανίζονται αντίστοιχες απόψεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Eπιπλέον, το ηγεμονικό παρελθόν της ελληνικής χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα για τη θέση της στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Όμως το να αμύνεται κανείς απέναντι σε σύγχρονους γλωσσικούς ηγεμονισμούς με την επίκληση της δικής του παλαιότερης γλωσσικής ηγεμονίας συνιστά παράδοξη άποψη. Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει, τελικά, προς όφελος του αντιπάλου τον οποίο υποτίθεται ότι στοχεύει.

H νέα ελληνική ανήκει στην ομάδα των "μικρών" γλωσσών της Eυρωπαϊκής Ένωσης και θα πρέπει, χωρίς ουτοπικές αξιώσεις και εθνικούς παροξυσμούς, να διεκδικήσει (από κοινού με τις άλλες "μικρές" γλώσσες) τη διατήρηση της θέσης της στα όργανα της Ένωσης και την ενίσχυση της θέσης της (όπως και των άλλων "μικρών" γλωσσών) στην ευρωπαϊκή εκπαίδευση. Σε ό,τι αφορά τη γλωσσική πολιτική στο εσωτερικό της χώρας, η ιδιαίτερη νεοελληνική πολιτισμική ταυτότητα ή ετερότητα -μια "ετερότητα" που θα πρέπει ταυτόχρονα να διακρίνει και να ενώνει- θα διαφυλαχθεί όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας της, αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο των ιστορικών, και όχι μυθικών, ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς της με τις άλλες γλώσσες -ενότητα που απώτερα προκύπτει από την ενότητα της ανθρώπινης νόησης.

H απομυθοποίηση αυτή θα πρέπει βέβαια να επεκταθεί, με ανάλογο τρόπο, και στη διδακτική της ξένης γλώσσας, της ισχυρής ξένης γλώσσας που εκφράζει ένα ισχυρό πολιτισμικό μοντέλο (βλ.5). H υπεράσπιση της "ετερότητας" -ειδικά στον χώρο των "ασθενών" γλωσών- θα πρέπει να διαμορφώσει τη διδακτική εκείνη που θα αντιστέκεται συνειδητά στις μυθοποιητικές συνδηλώσεις με τις οποίες η ισχυρή -πολιτισμικά- γλώσσα περιβάλλεται στην επικράτεια της "μικρής" ή "ασθενούς". Tέτοιου είδους επιλογές μπορούν να διαμορφώσουν μια νέα στάση που υπερβαίνει το δίλημμα μεταξύ ενός κίβδηλου κοσμοπολιτισμού και ενός διχαστικού εθνικισμού.