Η μετάφραση ξένων όρων συνδέεται στενά με το γενικότερο φαινόμενο του δανεισμού (βλ. 1.7), εφόσον οι προς μετάφραση όροι εισέρχονται στη γλώσσα ως δάνεια από άλλες -ισχυρότερες συνήθως- γλώσσες, ενώ οι νέοι όροι που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας της μετάφρασης ονομάζονται, χαρακτηριστικά, μεταφραστικά δάνεια (π.χ. φουτμπόλ --> ποδόσφαιρο, τηλεκοντρόλ --> τηλεχειριστήριο). Οι ξένες λέξεις καλύπτουν κυρίως κενά ορολογίας των επιστημών, της τεχνολογίας ή ειδικών τομέων της καθημερινής ζωής (π.χ. μόδα, κουζίνα, αθλητισμός). Επιπλέον, εξειδικεύουν εννοιολογικές περιοχές, όπου ο ελληνικός όρος καλύπτει το γενικό φάσμα και ο ξένος έρχεται να κατονομάσει μικρό μόνο τμήμα του. Π.χ. υποδοχή λέμε το γενικό φαινόμενο, ρεσεψιόν τον χώρο υποδοχής ενός ξενοδοχείου. 'Αλλο το γενικότερο ύφος, άλλο το στιλ ή στιλάκι ενός ατόμου, άλλο σημαίνουν και οι αντίστοιχα παραγόμενες εκφράσεις (έχει ύφος ¹ έχει στιλ), όσο και αν υπάρχουν ενδιάμεσοι τόποι ταύτισης των δύο.

Αντίθετα όμως με άλλες μορφές δανεισμού, αυθόρμητες και απροσχεδίαστες, η μετάφραση των λέξεων που μια γλώσσα δανείζεται από μιαν άλλη αποτελεί κατά κανόνα προσχεδιασμένη διαδικασία, η οποία πραγματοποιείται από συγκεκριμένους φορείς, εξυπηρετεί ορισμένες πρακτικές ανάγκες της κοινωνίας, αλλά συνδέεται συχνά και με ιδεολογικές στάσεις εθνοκεντρισμού και επιθυμίας εθνικής και γλωσσικής "καθαρότητας" (βλ. 2.1, 2.2). Η γλώσσα-αποδέκτης των δανείων, δηλαδή, θεωρείται από τους χρήστες της ότι κινδυνεύει με αλλοίωση των χαρακτηριστικών της από την ύπαρξη ή τη συνεχή εισροή των ξένων όρων και το αίτημα της μετάφρασής τους προέρχεται, τουλάχιστον για ορισμένες ομάδες, από την ουτοπική -στην αθωότερη μορφή της- λογική της απόλυτης γλωσσικής ομοιoγένειας.

Η κινδυνολογική αντιμετώπιση της αθρόας εισαγωγής ορολογίας στους τομείς κυρίως της τεχνολογίας και των επιστημών, όπου εντοπίζεται ο μεγαλύτερος αριθμός των σύγχρονων δανείων, δεν λαβαίνει υπόψη της ότι το φαινόμενο οφείλεται στην απουσία παραγωγής τεχνολογίας ή επιστημονικής γνώσης από τη χώρα-αποδέκτη της ορολογίας. Συνεπώς, δεν έχει νόημα να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά με την καταπολέμηση του απλού "συμπτώματος", της μορφής δηλαδή που θα έχουν οι όροι, οι οποίοι θα αντιστοιχούν στις νέες έννοιες: της γλώσσας προέλευσης ή της γλώσσας-αποδέκτη. Στην ελληνική κοινωνία το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι πολλοί από τους νεόπλαστους στη γλώσσα προέλευσης όρους κατασκευάζονται, σύμφωνα με την ισχύουσα παράδοση, από ελληνικές ρίζες (π.χ. astrophysics, tomographie), πράγμα που ενισχύει τις εθνοκεντρικές ιδεολογικές στάσεις.

Ωστόσο, αν η λογική του γλωσσικού "καθαρισμού" δεν φτάνει σε ακραίες μορφές (δηλαδή να απαιτεί να αποδοθούν στην ελληνική δάνεια με ευρεία χρήση, π.χ. ρεπορτάζ --> ειδησιολογία, ή αφομοιωμένα ήδη στο κλιτικό και παραγωγικό σύστημα, π.χ. κουπόνι --> δελτάριο, και δεδομένης της πραγματικής ανάγκης λεξιλογικού εμπλουτισμού της γλώσσας-αποδέκτη λόγω της ιδιαίτερα ταχείας εξέλιξης της τεχνολογίας και των επιστημών, η επιθυμία μετάφρασης της ξένης ορολογίας μπορεί να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους στόχους και έτσι να έχει θετικά αποτελέσματα. Οι στόχοι αυτοί συνίστανται:

α) στον εμπλουτισμό της γλώσσας-αποδέκτη με νέες λεξιλογικές μορφές πιο "ευέλικτες" παραγωγικά και πιο "διαφανείς" στους ομιλητές της απ' ό,τι τα ξένα δάνεια, εφόσον θα αποτελούνται από γνωστά γλωσσικά στοιχεία, ήδη εν χρήσει στη γλώσσα-αποδέκτη

β) στην ενοποίηση της υπάρχουσας ορολογίας και τον σαφή καθορισμό της σχέσης σημείου-αντικειμένου αναφοράς για κάθε έννοια, δεδομένου ότι οι περισσότεροι όροι προς μετάφραση αποτελούν τεχνικούς όρους επιστημονικών πεδίων, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο ούτε με την ίδια γλωσσική μορφή από τους ειδικούς του κάθε κλάδου.

Οπωσδήποτε, όμως, τόσο η σχετική και όχι απόλυτη χρησιμότητα της "διαφάνειας" στο λεξιλόγιο όσο και η αναπόφευκτη ύπαρξη σημασιολογικής διαφοροποίησης στη χρήση της ορολογίας από τους διάφορους επιστήμονες καθιστούν την πλήρη επιτυχία των δύο παραπάνω στόχων ανέφικτη.

Στα ελληνικά, ένα μεγάλο μέρος μεταφραστικών δανείων εισήλθε τον 19ο αιώνα, κατά την περίοδο της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους. Την εποχή εκείνη έχουμε μαζική αντικατάσταση πολλών αφομοιωμένων (δηλαδή λαϊκών) τουρκικών και ιταλικών δανείων (μπαξές --> κήπος, μινίστρος --> υπουργός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποια από αυτά δεν επιζούν σε οικείες χρήσεις. Από την άλλη πλευρά όμως έχουμε και εισαγωγή μεγάλου μέρους μεταφραστικών δανείων και εκφράσεων από τα γαλλικά (εκνευρίζομαι, αξίζει τον κόπο, δίνω διαταγές, λαμβάνει χώρα). Η διαφορετική αυτή στάση και ανοχή απέναντι σε γλώσσες πρώην κατακτητών από τη μία και γλώσσες πολιτισμικού γοήτρου από την άλλη δείχνει και την ιδεολογική διάσταση του προβλήματος των δανείων και της μετάφρασής τους. Αντίθετα όμως με νεότερες απόπειρες μετάφρασης, το μεγαλύτερο μέρος των παλαιότερων μεταφραστικών δανείων είναι απολύτως ενταγμένο στη γλώσσα.

Στη σύγχρονη εποχή, οι φορείς που αναλαμβάνουν να μεταφράσουν εισαγόμενη ορολογία δεν είναι τόσο μεμονωμένες προσωπικότητες με κύρος, όπως σε προγενέστερες εποχές, όσο εντεταλμένες επιτροπές λογίων και ειδικών σε διάφορους επιστημονικούς τομείς. Τέτοιου είδους φορείς για τα ελληνικά είναι, μεταξύ άλλων, ο Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης (ΕΛΟΤ), η Ακαδημία Αθηνών (Γραφείο Επιστημονικών 'Ορων και Νεολογισμών), το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Γραφείο Ορολογίας), η Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ), το 'Ιδρυμα Επεξεργασίας Λόγου (ΙΕΛ) και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ)· επίσης, οι μονάδες ορολογίας των μεταφραστικών υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Οι προσπάθειές τους επικεντρώνονται στη δημιουργία εκτεταμένων βάσεων δεδομένων με λεξικά ορολογίας για τις διάφορες επιστήμες. Εννοείται ότι η χρήση των όρων αυτών δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα πλαίσια του επιστημονικού λόγου, μια και πολλοί από αυτούς έχουν πια περάσει σε καθημερινή χρήση.

Η επιτυχία μιας μετάφρασης όρου, το αν θα καταφέρει δηλαδή να αντικαταστήσει στη χρήση το αυτούσιο δάνειο ή όχι, είναι αποτέλεσμα αλληλεξάρτησης κοινωνικοϊδεολογικών και γλωσσικών παραγόντων. Εξαρτάται δηλαδή τόσο από τον ιδεολογικό προσανατολισμό και τους κοινωνικούς ή άλλους στόχους των ομάδων που πρωτοεισάγουν ή χρησιμοποιούν τον όρο όσο και τη στάση τους απέναντι στη γλώσσα προέλευσής του (ομάδες νέων, ομάδες επιστημόνων, καλλιτεχνών ή τεχνικών), συγχρόνως όμως και από καθαρά επικοινωνιακούς ή γλωσσικούς παράγοντες. Ως προς τους τελευταίους, οι γλωσσολόγοι επισημαίνουν συγκεκριμένα σημεία που πρέπει να προσεχθούν. Η ελληνική λέξη που επιλέγεται ως μετάφραση του ξένου όρου θεωρείται ότι καλό είναι:

α) να εισάγεται συγχρόνως με τον ξένο όρο, πριν προλάβει δηλαδή να καθιερωθεί ο τελευταίος, δεδομένου ότι, τουλάχιστον ως προς τα πολιτισμικά αντικείμενα, η λέξη που τα κατονομάζει έρχεται συνήθως συγχρόνως με αυτά. Είναι υπερβολικά δύσκολο να θέλουμε να επικρατήσει ο ελληνικός όρος, όταν το αυτούσιο ξένο δάνειο έχει γίνει πια μέρος της κοινής χρήσης της γλώσσας (π.χ. καρμπόν --> αντιγραφόχαρτο, τεστ--> δοκιμασία)

β) να είναι εξίσου οικονομική με τον ξένο όρο: να μην είναι ούτε πολυσύλλαβη ούτε περιφραστική, αν δεν είναι και αυτός (όχι π.χ. τηλεομοιότυπο κ.τ.ό. αντί για φαξ, ούτε μουσικοί αγώνες αντί για φεστιβάλ)

γ) να είναι σχηματισμένη σύμφωνα με τους κανόνες και τις συνήθειες της ελληνικής γλώσσας

δ) να δίνει τη δυνατότητα, όσο γίνεται, αναγωγής στην ξένη λέξη ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία μετάφρασης, από τα ελληνικά στην ξένη γλώσσα: πολυμέσα --> multimedia.

Οπωσδήποτε είναι πολύ δύσκολο να πληρούν οι ελληνικοί όροι όλα τα παραπάνω κριτήρια συγχρόνως. Σε τελική ανάλυση, η απόφαση ανήκει στους ίδιους τους ομιλητές μιας κοινωνίας, πράγμα το οποίο συχνά λησμονούν οι φορείς που προτείνουν τις διάφορες μεταφράσεις.