Κείμενο 1: Pοΐδης, Ε. Tα είδωλα, 161 κ.ε., 175.  Αθήνα: Ερμής.

© Ερμής

 

 

'Εργον τω όντι του γλωσσολόγου δεν είναι να εξετάζη αν πρέπει να θεωρηθώσιν ο Σοφοκλής και ο Bιργίλιος, ο Πλάτων και ο Kικέρων, ως τελειότεροι παντός μετ' αυτούς εποποιού, φιλοσόφου, ρήτορος ή δραματογράφου, αλλά μόνον αν η περικοπή του αρχαίου τυπικού κατέστησε κατωτέραν της πλατωνικής ή της κικερωνείου την ενάργειαν και την ακρίβειαν της φράσεως του Σαιξπείρου, του Δάντου, του Πασκάλ ή του Φενελώνος. Eις τούτο δε απαντώσιν ομοφωνούντες πάντες οι αρμόδιοι, ότι η μεν σαφήνεια είναι κατ' ανάγκην ανάλογος της τελειότητος της αναλύσεως, ήτοι της εκφράσεως πάσης σχέσεως δια λέξεως χωριστής, ο δε βαθμός ακριβείας, ο απαιτούμενος παρά της σημερινής επιστήμης, ήτο τι άγνωστον εις τους αρχαίους και ασυμβίβαστος προς την φύσιν της συνθετικής αυτών γλώσσης.

 

Πώς ήδη να υποθέσωμεν ότι, ενώ πάσαι αι συγγενείς ευρωπαϊκαί γλώσσαι εκαρπώθησαν εκ της απλοποιήσεως του τυπικού ανώτερον βαθμόν σαφηνείας, οξύτητος και ευχρηστίας, μόνη η νεοελληνική έχει λόγους να θρηνή ως δεινόν δυστύχημα την απώλειαν πολύ μικροτέρου ποσού αρχαίων τύπων; O θρήνος θα ήτο εύλογος, αν ηδύνατο να υποτεθή συνεκλείψασα μετά του τύπου και η ικανότης προς έκφρασιν της δι' αυτού δηλουμένης σχέσεως· τοιούτο όμως δυστύχημα ούτε έπαθεν η νεοελληνική, ούτε είναι δυνατόν ανθρωπίνη γλώσσα να πάθη. Kατά μόνον τω όντι τον πλούτον του λεξικού, τον χρήσιμον εις διατύπωσιν εννοιών, δύναται γλώσσά τις να θεωρηθή πλεονεκτούσα ή μειονεκτούσα των άλλων, ουχί όμως και κατά την ικανότητα προς δήλωσιν των γραμματικών σχέσεων, ήτις είναι εις όλας τας γλώσσας απολύτως η αυτή και όλως άσχετος προς την δαψίλειαν ή την πενιχρότητα του τυπικού ή και την τελείαν έλλειψιν κλιτικών καταλήξεων.