Κείμενο 1: Κaryolemou, M. 1999γ. One language or two for a new University: language, politics and ideology in Cyprus. Ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο "Language Planning in the Millenium". Πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλάν, Ισραήλ 21-23 Νοεμβρίου 1999. 

Η επίσημη αναγνώριση του δι-κοινοτικού χαρακτήρα του κυπριακού κράτους είχε παράλληλα και σημαντικές γλωσσικές συνέπειες. Το άρθρο 3 του Συντάγματος του 1960 αναγνώριζε τα ελληνικά και τα τουρκικά, τις μητρικές γλώσσες των εθνοτήτων, ως επίσημες γλώσσες του κυπριακού κράτους. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την παραδοχή, όλα τα επίσημα και διοικητικά έγγραφα εκδίδονταν και στις δύο γλώσσες· όλοι οι πολίτες μπορούσαν να απευθύνονται στις αρχές στη γλώσσα της επιλογής τους και να αναμένουν ότι οι αρχές θα τους απευθύνονται στην ίδια γλώσσα. Οι συζητήσεις στη Βουλή των Αντιπροσώπων γίνονταν τόσο στα ελληνικά όσο και στα τουρκικά με ταυτόχρονη μετάφραση και στις δύο γλώσσες. Θεωρητικά, κάθε αντιπρόσωπος ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της επιλογής του. Στην πράξη, η γλωσσική επιλογή ευθυγραμμιζόταν με την εθνοτική προέλευση του ομιλητή. Η ίδια διαδικασία ακολουθούνταν σε μικτά δικαστήρια, όταν ήταν απαραίτητη η παρουσία και Ελλήνων και Τούρκων δικαστών. Στον χώρο του δικαίου, αντιθέτως, εξέχουσα θέση κατείχαν τα αγγλικά. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι, αφού οι Βρετανοί έγιναν κυρίαρχοι του νησιού, εισήγαγαν προοδευτικά ένα νέο νομικό σύστημα σε αντικατάσταση του οθωμανικού δικαίου, που ίσχυε παλαιότερα. Αυτό το νέο νομικό σύστημα βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στο ποινικό και αστικό δίκαιο της Μεγάλης Βρετανίας. Στο δημόσιο ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό δίκτυο τηρούνταν ένα αυστηρό ωράριο, σύμφωνα με το οποίο αναμεταδίδονταν τουρκόφωνα τηλεοπτικά προγράμματα για τρεις ώρες ημερησίως, ενώ τα ελληνόφωνα προγράμματα είχαν στη διάθεσή τους εφτά ώρες ημερησίως· τα τουρκόφωνα ραδιοφωνικά προγράμματα είχαν εβδομήντα πέντε ώρες ακρόασης την εβδομάδα, ενώ τα ελληνόφωνα είχαν εκατόν σαράντα ώρες.

Αυτός ο συνταγματικός διακανονισμός, δηλαδή το μοίρασμα όλων των δικαιωμάτων σύμφωνα με την αρχή της αναλογίας του 3 προς 7, θα μπορούσε να είχε συνεισφέρει στη δημιουργία ενός πλαισίου πρόσφορου για την ανάπτυξη μιας δίγλωσσης κουλτούρας, ενός δίγλωσσου κράτους και ίσως, απώτερα, μιας δίγλωσσης κοινωνίας. Τρεις κύριοι εξωγλωσσικοί παράγοντες κατέστησαν δύσκολη την εξέλιξη προς μια τέτοια ενδεχόμενη πραγματικότητα. Πρώτα από όλα, η ύπαρξη δυο χωριστών εκπαιδευτικών συστημάτων που αναπαρήγαγαν σε μεγάλο βαθμό τα εκπαιδευτικά συστήματα της Ελλάδας και της Τουρκίας και αποσκοπούσαν στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και στην ενίσχυση εθνικών δεσμών, που δεν ήταν κοινοί για τις δύο κοινότητες, τόνισε την εθνική διαφορετικότητα. Κατά δεύτερο λόγο, παρόλο που η θρησκευτική διαφορά ήταν ήδη ένα ισχυρό στοιχείο διαφοροποίησης ανάμεσα στους μουσουλμάνους Τουρκοκύπριους και τους ορθόδοξους Ελληνοκύπριους, η γλώσσα είχε γίνει και αυτή ένα ισχυρό γνώρισμα εθνικής ταυτότητας. Οι εθνογλωσσικές αυτές διασυνδέσεις προς τη μια ή την άλλη πλευρά κατέστησαν δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την εκμάθηση των δύο εθνικών γλωσσών ως δεύτερων γλωσσών από τα μέλη των δύο εθνικών ομάδων: η προσκόλληση στη γλώσσα θεωρούνταν σημάδι αφοσίωσης στην εθνική ομάδα με την οποία κάθε ομάδα ήταν συνδεδεμένη. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον γλωσσικό διαχωρισμό. Τέλος, ενώ οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι μοιράζονταν συχνά τους ίδιους εργασιακούς χώρους και συμμετείχαν στις ίδιες πολιτιστικές δραστηριότητες, οι δύο κοινότητες παρέμεναν αδιαπέραστες η μία από την άλλη, καθώς υπήρχε ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό γάμων μεταξύ τους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνεισέφεραν στη διατήρηση των ορίων μεταξύ των ομάδων μέσω της γλώσσας και, κατά συνέπεια, στη γλωσσική διατήρηση. Παρόλο που και οι δύο γλώσσες επηρεάστηκαν η μία από την άλλη, κυρίως μέσω του δανεισμού –τα τουρκικά υπήρξαν η γλώσσα των ισχυρών για περισσότερο από τρεις αιώνες (1570-1887) και τα ελληνικά η γλώσσα της πλειοψηφίας για εξίσου μεγάλο χρονικό διάστημα–, η γλωσσική διακριτότητα διατηρήθηκε και ενισχύθηκε στη συνέχεια ακόμα περισσότερο από τη γεωπολιτική απομόνωση (1960) και από τον διαχωρισμό που επήλθε μετά την τουρκική εισβολή του 1974. 

Ανισόρροπες και περιορισμένες μορφές διγλωσσίας χαρακτήριζαν πιο συχνά τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ειδικά σε περιοχές όπου υπήρχε τακτική επαφή μεταξύ μελών των δύο κοινοτήτων που ζούσαν ή εργάζονταν μαζί. Εντούτοις, η διγλωσσία παρέμεινε μια προσωπική και σε μεγάλο βαθμό εργαλειακή υπόθεση και δεν επεκτάθηκε ποτέ σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. (1) Όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις επαφής μεταξύ διαφορετικών εθνογλωσσικών ομάδων όπου, για διάφορους λόγους, δεν έχει αναπτυχθεί μια εξαπλωμένη διγλωσσία, υπήρχε η ανάγκη για μια linguafranca. Για την κάλυψη αυτής της ανάγκης υπήρχε μια γλώσσα, που κατείχε μια αρκετά καλή θέση στη διοίκηση, στο δίκαιο και στην εκπαίδευση και η οποία ήταν διαθέσιμη: η αγγλική. Η αγγλική χρησιμοποιούταν ως linguafranca κυρίως από μέλη των δύο κοινοτήτων που ανήκαν στην ανώτερη τάξη και που συχνά είχαν λάβει την εκπαίδευσή τους σε σχολεία που είχαν ως γλωσσικό μέσο την αγγλική γλώσσα, στην Κύπρο ή αλλού, ή στα πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας. Μέσα στη Δημοκρατία της Κύπρου η αγγλική είναι ακόμα και σήμερα αρκετά καλά εδραιωμένη: διδάσκεται ως πρώτη ξένη γλώσσα από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού είναι η γλώσσα διδασκαλίας στα περισσότερα ιδιωτικά ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και, σε ένα βαθμό, σε κάποια τριτοβάθμια δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το Τεχνικό Ινστιτούτο (Technical Institute), το Ινστιτούτο Ξενοδοχείων και Τροφοδοσίας (HotelandCateringInstitute), το Ινστιτούτο Δασοκομίας (Institute of Forestry) και το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διοίκησης (MediterraneanInstituteofManagement). Μέχρι πολύ πρόσφατα, η αγγλική εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται στον δικαστικό χώρο, στις αίθουσες δικαστηρίων και εν μέρει στη δημόσια διοίκηση.  

Μετά την ανεξαρτησία, έγινε σύντομα φανερό πως όχι μόνο η συνύπαρξη μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν πιο περίπλοκη από ό,τι αναμενόταν αλλά, επίσης, πως η οργάνωση που διασφάλιζε το σύνταγμα ήταν μάλλον δυσλειτουργική και διαιρετική. Το 1964 οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να υποχωρούν σε θυλάκους, όπου είχε διαμορφωθεί μια εμβρυακή διοίκηση, και αρνούνταν να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα του νέου κράτους. Το γεγονός αυτό οδήγησε προοδευτικά στον γεωπολιτικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, ο οποίος εντάθηκε δραματικά μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και τη διχοτόμηση του νησιού: έκτοτε οι Τουρκοκύπριοι ζουν στη βόρεια περιοχή του νησιού και οι Ελληνοκύπριοι στη νότια. Ο γεωπολιτικός διαχωρισμός ενέτεινε ακόμα περισσότερο τη γλωσσική απομόνωση, μια που η έλλειψη επαφών μεταξύ των δύο κοινοτήτων αφαίρεσε τη σημασία που είχε για τους τουρκοκύπριους και ελληνοκύπριους ομιλητές η γνώση ελληνικών και τουρκικών αντίστοιχα, δεδομένου ότι έπαψαν πια να χρησιμεύουν για την μεταξύ τους επικοινωνία. Αν και στο νότιο τμήμα της Κύπρου, που εκπροσωπεί τη διεθνώς αναγνωρισμένη Δημοκρατία της Κύπρου, η τουρκική παραμένει, μαζί με την ελληνική, επίσημη γλώσσα του κράτους και χρησιμοποιείται ακόμα σε επίσημα έγγραφα (διαβατήρια, πιστοποιητικά γεννήσεων και θανάτων), σε νομίσματα και σε γραμματόσημα, δεν αφορά πλέον την επικοινωνία. Επιπλέον, η γνώση της τουρκικής γλώσσας δεν είναι υποχρεωτική για τους ελληνοκύπριους δημόσιους υπάλληλους, όπως ήταν παλιότερα. Στην κατεχόμενη βόρεια περιοχή της Κύπρου, από την άλλη μεριά, η ελληνική δεν έχει καμία θέση και καμιά νομική υπόσταση. Η τουρκική είναι η defacto γλώσσα που χρησιμοποιείται σε όλες τις σφαίρες δραστηριοτήτων. 

___________________

 

(1) Οι ποικιλίες της ελληνικής και της τουρκικής που μιλιούνται στην Κύπρο παρουσιάζουν εκτενείς διαφορές από την πρότυπη ελληνική και την πρότυπη τουρκική. Η ελληνική διάλεκτος της Κύπρου είναι γνωστή ως κυπριακή. Η τουρκική ποικιλία της Κύπρου δεν έχει δικιά της ξεχωριστή ονομασία, από όσο γνωρίζω. Η πρότυπη ελληνική και η πρότυπη τουρκική διδάσκονταν και συνεχίζουν ακόμα να διδάσκονται και οι δύο στα σχολεία της κάθε κοινότητας· παρ' όλα αυτά, η κυπριακή και η τοπική ποικιλία της τουρκικής χρησιμοποιούνταν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην καθημερινή ομιλία.

 

 

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου