Κείμενο 4: Μοσχονάς, Σ. 1996. Η γλωσσική διμορφία στην Κύπρο. Στο "Ισχυρές" και "ασθενείς" γλώσσες στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση: 'Οψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά Ημερίδας, Θεσσαλονίκη Απρίλιος 1996), 121-127. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σελ. 123-124.

...Κυπριακή και κοινή συνδέονται με ξεχωριστές γραμματειακές παραδόσεις. Ως γνωστόν, γραπτά μνημεία της κυπριακής σώζονται από τον 14ο αιώνα (Ασσίζες, Χρονικά του Μαχαιρά και του Βουστρωνίου). Στις μέρες μας, η χρήση της στη λογοτεχνία περιορίζεται στο προφορικό είδος που ασκούν ακόμα λίγοι κύπριοι "ποιητάρηδες», στο θέατρο (ιδιαίτερα δημοφιλές είναι το "κυπριώτικο σκετς"), σε λιγοστά πεζογραφήματα με κυπριακή θεματογραφία. Η χρήση της στο δοκίμιο θα ήταν αδόκιμη. Γενικά, η κυπριακή θα χρησιμοποιηθεί σε μορφές γραπτού λόγου που διατηρούν αναπαραστατική σχέση προς τον προφορικό. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις θα χρησιμοποιηθεί η κοινή, ακόμα και για προφορικά εκφερόμενο γραπτό λόγο (δελτία ειδήσεων, μαθήματα, διαλέξεις, κηρύγματα, πολιτικοί λόγοι κλπ.). Επίσημα διοικητικά και νομικά έγγραφα είναι τα περισσότερα στην κοινή -λιγοστά στην αγγλική. Στην κοινή εκδίδεται επίσης ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος, με ελάχιστες και προβλεπόμενες εξαιρέσεις (λ.χ. σατιρικές στήλες ή εφημερίδες).

Η λειτουργική διαφοροποίηση κυπριακής-κοινής εκτείνεται και στον προφορικό λόγο. Η κυπριακή, σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από τη μόρφωση του ομιλητή, χρησιμοποιείται σε περιστάσεις (συν)ομιλίας μεταξύ οικείων, για καθημερινά, διαπροσωπικά, ιδιωτικά, ανεπίσημα ζητήματα ή συνδιαλλαγές (λ.χ. στα ψώνια). Δεν συνηθίζεται χρήση της κοινής σε καθημερινές περιστάσεις επικοινωνίας, μπορεί όμως να υπαγορεύεται από την παρουσία Ελλαδιτών, την αίσθηση σοβαρότητας που περιβάλλει τη συζήτηση ή την επιδίωξη κοινωνικού κύρους.

Η λειτουργική διαφοροποίηση δεν θα ήταν άλλωστε δυνατή χωρίς τις συχνά λανθάνουσες αξιολογήσεις που συνδέονται με κάθε ποικιλία. Η κοινή περιβάλλεται με το κύρος της τυποποιημένης γλώσσας ("τα ωραία/ σωστά ελληνικά"), γι' αυτό άλλωστε η αδιάκριτη χρήση της μπορεί να προκαλεί την αίσθηση της εκζήτησης. Ο Κύπριος που επιλέγει πάντα την κοινή λέγεται ότι "ελληνικουρίζει" ή "καλαμαρίζει". Η κοινή δίνει την αίσθηση γλώσσας "τεχνητής", κατάλληλης μόνο για "επίσημες" περιστάσεις. Από την άλλη, η διάλεκτος, η "χαμηλή ποικιλία", αντιμετωπίζεται με το γνωστό σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών αξιολογήσεων: είναι "γλώσσα των αγράμματων" -"χωριάτικα"-, "κατώτερη", "ατελής", "χωρίς γραμματική", αλλά και "γλώσσα των ομοίων", "ιθαγενής", "φυσική", και, σύμφωνα μ' ένα τρέχον ιδεολόγημα, "αρχαιότερη της κοινής"...