Κείμενο 5: Καρυολαίμου, Μ. 2000. Κυπριακή πραγματικότητα και κοινωνιογλωσσική περιγραφή. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα (Πρακτικά της 20ής Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 23-25 Απριλίου 1999), 203-214, σελ. 206-207.

[...] Οι κεντρομόλοι δυνάμεις, γλωσσικής φύσεως, συμβάλλουν θετικά στη γλωσσική συσπείρωση γύρω από το εθνικό κέντρο. Η Κύπρος βρίσκεται στη "νοητή" αλλά και φυσική περιφέρεια του ελληνόφωνου χώρου -αν φυσικά εξαιρέσουμε τις κοινότητες της διασποράς- του οποίου κέντρο είναι η αθηναϊκή πρωτεύουσα. Η τοποθέτησή της στην περιφέρεια του χώρου αυτού την ορίζει ως διαλεκτική κοινότητα η οποία δέχεται ως πρότυπη ποικιλία τη standard ελληνική, με αποτέλεσμα να υπόκειται στις ίδιες πιέσεις που υπόκεινται και οι υπόλοιπες γλωσσικές ποικιλίες που υπάγονται σε αυτή την περιφερειακή ζώνη. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις, κοινωνικο-πολιτικής υφής, τείνουν να ενδυναμώσουν τα τοπικά χαρακτηριστικά. Πολιτικά, οικονομικά και διοικητικά η Κύπρος δεν υπάγεται στο αθηναϊκό κέντρο, άρα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη περιφέρεια, δεν ρυθμίζεται από αυτό. Αποτέλεσμα: η διάλεκτος, ή μάλλον η χρήση της διαλέκτου, νομιμοποιείται στα όρια του κυπριακού κράτους, πράγμα που σημαίνει ουσιαστικά ότι:

α) η πλειονότητα των Κυπρίων ομιλητών, όταν επικοινωνούν μεταξύ τους, χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά την κυπριακή διάλεκτο, είτε στην αστική της μορφή είτε σε μια από τις επαρχιακές μορφές της. Η χρήση της 'διαλέκτου' δεν περιορίζεται μόνο στους τομείς εκείνους που κατακυρώνονται συνήθως στις μητρικές χαμηλές ποικιλίες και χαρακτηρίζονται ως οικείες: οικογένεια, φίλοι κλπ. Καλύπτει ακόμη τομείς όπου χρησιμοποιούνται συνήθως υψηλές ποικιλίες (υψηλή σε αυτή την περίπτωση είναι η standard), π.χ. σε τομείς άσκησης της εξουσίας, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε δημόσιες εμφανίσεις κλπ.

 

β) η χρησιμοποίηση της διαλέκτου ή διαλεκτικών στοιχείων σε τομείς κύρους έρχεται σε αντίθεση με τις δεδηλωμένες στάσεις των Κυπρίων ομιλητών που στιγματίζουν τα εν λόγω στοιχεία. Η διάσταση ανάμεσα στη γλωσσική αξιολόγηση και τη γλωσσική πρακτική -οι ομιλητές αξιολογούν αρνητικά την ποικιλία που οι ίδιοι χρησιμοποιούν- συνήθης σε περιπτώσεις συνύπαρξης καινών και διαλέκτων ή κοινωνιολέκτων, είναι κατά τον Louis-JeanCalvet [...] ενδεικτική της γλωσσικής ασφάλειας /ανασφάλειας που χαρακτηρίζει τους διαλεκτόφωνους ομιλητές: "η ορθή ποικιλία δεν είναι αυτή που μιλάμε, είναι αυτή που μιλάνε κάποιοι άλλοι". Ο βαθμός γλωσσικής ασφάλειας ορίζεται, ως η ποσοστιαία σχέση ανάμεσα σε όσους ομιλητές δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν μια ποικιλία και σε αυτούς που την αξιολογούν θετικά.