Κοινωνιογλωσσική περιγραφή της κυπριακής κοινότητας

Η θέση της ελληνικής στην Κύπρο δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια, αν δεν οριστούν ταυτόχρονα οι γλωσσικές ποικιλίες (βλ. 1.9) με τις οποίες συμβιώνει ή βρίσκεται σε αντιπαράθεση. Θα πρέπει, λοιπόν, να αναφέρουμε καταρχάς ότι η ελληνική μαζί με την τουρκική αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα του 1960 ως επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τουρκική εξακολουθεί να εμφανίζεται σε ορισμένα επίσημα έγγραφα και εμβλήματα της κρατικής οντότητας (διαβατήρια, γραμματόσημα, χαρτονομίσματα), δεν χρησιμοποιείται όμως για σκοπούς επικοινωνίας παρά μόνο στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο και από τους Τουρκοκύπριους που επέλεξαν να παραμείνουν στην ελεύθερη Κύπρο. 

Οι Κύπριοι είναι φυσικοί ομιλητές μιας ελληνικής διαλεκτικής ποικιλίας, που χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε είδη γραπτού λόγου που κινούνται εκτός ή στο περιθώριο των γλωσσικών συμβάσεων -ποιητικός ή ελάσσων λογοτεχνικός λόγος, π.χ. εγχώρια θεατρική παραγωγή. Η κυπριακή διάλεκτος έχει υποστεί ποικίλες επιδράσεις από διάφορες γλώσσες όπως οι νεολατινικές -ενετική, μεσαιωνική γαλλική, καταλανική- αλλά και από την αραβική, την τουρκική και πιο πρόσφατα την αγγλική, γλώσσες με τις οποίες βρέθηκε σε επαφή στη διάρκεια της ιστορίας της. Παράλληλα με την κυπριακή και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν (τυπικότητα της επικοινωνίας, παρουσία Ελλαδιτών), οι κύπριοι ομιλητές κάνουν χρήση μιας επαρχιακής ποικιλίας νεοελληνικής που παρουσιάζει αρκετές ιδιοτυπίες σε σχέση με το ελλαδικό πρότυπο, επειδή επηρεάζεται από τη διάλεκτο σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα, το φωνητικό, το σημασιολογικό, το λεξιλογικό και το μορφολογικό. 

Η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιούνταν μέχρι πρόσφατα στη νομοθεσία και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην ιδιωτική τριτοβάθμια και εν μέρει δημόσια εκπαίδευση (Intercollege, Cyprus College, Ξενοδοχειακή Σχολή, Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο κ.ά.). Συχνά παρεισφρέει στον διαλεκτικό λόγο με τη μορφή δάνειων λέξεων ή εναλλαγής κώδικα . Η παρουσία της σε συγκεκριμένους τομείς επικοινωνίας διαμορφώνει ένα ιδιάζον γλωσσικό πλαίσιο, αφού η χρήση της δεν αποτελεί πλέον μόνο ατομική επιλογή· κατοχυρώνεται κοινωνικά. Ο τριτογενής χαρακτήρας της κυπριακής οικονομίας ευνοεί, άλλωστε, την εξάπλωση της αγγλικής, πολύτιμου εργαλείου για τους τομείς του τουρισμού και των οικονομικών υπηρεσιών (Καρυολαίμου 2001, υπό έκδοση). 

Οι γνώμες διίστανται όσον αφορά τη χρήση της αγγλικής. Πολλοί ομιλητές εκφράζουν την άποψη ότι αποτελεί ένδειξη της γλωσσικής πενίας και του αστικού νεοπλουτισμού που χαρακτηρίζει τις νεότερες γενιές και ιδιαίτερα ορισμένες κατηγορίες ομιλητών (επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης, ελεύθερους επαγγελματίες κλπ.). 'Αλλοι θεωρούν, αντίθετα, ότι η χρησιμοποίηση της αγγλικής δημιουργεί νέες εκφραστικές δυνατότητες. Το κλίμα γλωσσικής ανασφάλειας που δημιουργεί σε ορισμένους κύκλους η παρουσία της αγγλικής οδήγησε, από τα μέσα της δεκαετίας του '80, σε συγκροτημένες προσπάθειες για νομοθετική κατοχύρωση της ελληνικής γλώσσας . Οι νόμοι που ψηφίστηκαν καλύπτουν κυρίως τομείς που σχετίζονται με την άσκηση της εξουσίας και τις δημοκρατικές διαδικασίες: η αγγλική έπαψε διά νόμου να χρησιμοποιείται στα δικαστήρια το 1989. από τον ίδιο χρόνο η διδασκαλία της ελληνικής στις ξενόγλωσσες σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι υποχρεωτική· η μετάφραση της κυπριακής νομοθεσίας από τα αγγλικά στα ελληνικά ολοκληρώθηκε το 1996·η χρήση της ελληνικής στις εκδόσεις και τα δημοσιεύματα δημόσιων υπηρεσιών, σε αντικατάσταση της αγγλικής ή παράλληλα με αυτήν, ανάγεται στην ίδια περίπου εποχή (Καρυολαίμου 2001, υπό έκδοση). 

Νεοελληνική κοινή και κυπριακή διάλεκτος

Οι δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Κύπρο (η μετακίνηση 200.000 προσφύγων από τον βορρά στον νότο, η μετεξέλιξη της κλειστής αγροτικής κοινωνίας σε κοινωνία τριτογενούς τύπου, η αστυφιλία, η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με τις κανονιστικές πιέσεις που ασκούνται από την νεοελληνική κοινή μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος), συνέτειναν στην εγκατάλειψη των αγροτικών ποικιλιών της κυπριακής, με αποτέλεσμα οι γλωσσικές χρήσεις των κυπρίων ομιλητών να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ομοιογένεια από ό,τι παλαιότερα. Παρά ταύτα, η κυπριακή, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί κυρίως στα αστικά κέντρα, εξακολουθεί να διαχωρίζεται και από την νεοελληνική κοινή και από την επαρχιακή ποικιλία νεοελληνικής, και να αποτελεί το κατεξοχήν μέσο έκφρασης των Κυπρίων, ακόμη και έξω από την οικογένεια και το στενό φιλικό περιβάλλον. 'Ενας από τους λόγους που συνέβαλαν στη διατήρηση της κυπριακής είναι, αδιαμφισβήτητα, το γεγονός ότι υποστηρίζεται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο αποδέχεται -και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλει- την κυπριακή ως τον ενδεδειγμένο κώδικα επικοινωνίας. Εξάλλου, η γεωγραφική απόσταση και η πολιτική ανεξαρτησία σε σχέση με το εθνικό κέντρο ενδυναμώνουν την αίσθηση αυτοτέλειας της διαλεκτικής ποικιλίας απέναντι στη νεοελληνική κοινή. 

'Οπως συμβαίνει σε πολλές διαλεκτικές κοινότητες, τα συναισθήματα των κυπρίων ομιλητών τόσο απέναντι στην κοινή όσο και απέναντι στη διάλεκτο είναι ανάμεικτα (βλ. 2.2). Αφενός, θεωρούν την νεοελληνική κοινή "ανώτερη", "ωραιότερη", "ορθότερη", "καλύτερη" από την κυπριακή (Sciriha 1996), και τείνουν να προσαρμόζουν τον τρόπο ομιλίας τους, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία κάθε φορά (Καρυολαίμου 1992), όταν βρίσκονται με ομιλητές από την Ελλάδα ή όταν η επισημότητα της περίστασης το απαιτεί. Αφετέρου, δεν επικροτούν, και συχνά αξιολογούν αρνητικά, την άκριτη μίμηση του ελλαδικού τρόπου ομιλίας (καλαμαρίστικα). Η ταλάντευση αυτή δεν οδηγεί σε ανοικτή αντιπαράθεση παρά μόνο όταν θίγεται η τοπική ταυτότητα των κυπρίων ομιλητών· βλ. την πρόσφατη διαφωνία σχετικά με το αν θα πρέπει να διατηρηθούν οι παραδοσιακοί τρόποι γραφής των κυπριακών τοπωνυμίων ή να τυποποιηθούν σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής νεοελληνικής (Karyolemou 1999α). 

Εκπαίδευση και γλώσσα

Η ελληνική είναι η γλώσσα διδασκαλίας στη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο Πανεπιστήμιο Κύπρου γλώσσες διδασκαλίας είναι η ελληνική και η τουρκική, de facto όμως χρησιμοποιείται η ελληνική. Εξαίρεση αποτελούν το Τμήμα Τουρκικών Σπουδών, όπου μέρος της διδασκαλίας γίνεται στα τουρκικά, και το Τμήμα Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών, όπου η διδασκαλία γίνεται στα αγγλικά και τα γαλλικά. Υπάρχει επίσης δυνατότητα χρησιμοποίησης ξένων γλωσσών στα μεταπτυχιακά προγράμματα που προσφέρονται στα διάφορα τμήματα. 

Αν εξαιρέσουμε κατά καιρούς αποκλίσεις που συναρτώνται με πολιτικές τοποθετήσεις, τα εκπαιδευτικά συστήματα της Ελλάδας και της Κύπρου παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες (Persianis & Polyviou 1992). Πολλά από τα σχολικά βιβλία που χρησιμοποιούνται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο προσφέρονται από το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας -αυτό συνεπάγεται ότι τα περιεχόμενα διδασκαλίας είναι τα ίδια-, ενώ οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που κατά καιρούς προάγονται στην Ελλάδα υιοθετούνται και στην Κύπρο· βλ. την πρόσφατη μεταρρύθμιση σε σχέση με το ενιαίο λύκειο. 

Το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου ακολουθεί τα αχνάρια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και σε θέματα που άπτονται της γλώσσας, είτε ως μέσου είτε ως αντικειμένου διδασκαλίας. Η διαμάχη ανάμεσα σε δημοτική και καθαρεύουσα δεν φαίνεται να απασχόλησε την κυπριακή κοινωνία όσο έντονα απασχόλησε την ελληνική. Ωστόσο, όσο η καθαρεύουσα ήταν γλώσσα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ήταν, τουλάχιστον επισήμως, και γλώσσα διδασκαλίας στην Κύπρο. Συνακόλουθα, όταν η δημοτική ορίστηκε γλώσσα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, άρχισε να χρησιμοποιείται και να διδάσκεται και στα σχολεία στην Κύπρο. Εξάλλου, ακολουθώντας το παράδειγμα του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας, το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου κατάργησε και στη συνέχεια επανεισήγαγε τη διδασκαλία της αρχαίας γραμματείας στον γυμνασιακό κύκλο σπουδών. 

Στον τομέα της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας ως μητρικής, τα βιβλία που χρησιμοποιούνται είναι κοινά για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από τις αρχές της δεκαετίας του '80, χρησιμοποιούνται βιβλία που εκδίδονται από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου σε συνεργασία με την Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων. Η παραγωγή εγχώριων γλωσσικών εγχειριδίων εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της διαλεκτικής κοινωνίας εν γένει. Αυτή η άποψη εκφράστηκε και υποστηρίχθηκε, με ιδιαίτερα έντονο τρόπο, κατά τη μετά το 1974 περίοδο, από κύκλους της αριστεράς και οδήγησε και σε άλλες αλλαγές, π.χ. την ενσωμάτωση της διδασκαλίας της Ιστορίας της Κύπρου στον λυκειακό κύκλο. Τα γλωσσικά αυτά εγχειρίδια υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό τις αρχές της κειμενοεπικοινωνιακής προσέγγισης (βλ. 5.1) προσπαθώντας να προσεγγίσουν τα διάφορα είδη γραπτού και προφορικού λόγου μέσα από κείμενα των οποίων τα πολιτισμικά περιεχόμενα είναι οικεία στους μαθητές, γιατί συνδέονται άμεσα με τις προσωπικές τους εμπειρίες στην κυπριακή κοινωνία (Χαραλαμπόπουλος 1990). Στη διδασκαλία, όμως, των γλωσσικών περιεχομένων αυτών καθαυτών, οι ιδιαιτερότητες των διαλεκτόφωνων μαθητών δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί υπόψη εξίσου.

Η νεοελληνική κοινή είναι η γλώσσα την οποία το σχολείο εντέλλεται να διδάξει στους νεαρούς μαθητές. Η χρήση της κυπριακής αποθαρρύνεται και στιγματίζεται. Στην πραγματικότητα, όμως, η παρουσία της κυπριακής διαγράφεται έντονη, όχι μόνο επειδή πρόκειται για τη φυσική ποικιλία που οι μαθητές φέρνουν μαζί τους στο σχολείο και την οποία συνεχίζουν να χρησιμοποιούν καθ' όλη τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής, αλλά και επειδή οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί είναι διαλεκτόφωνοι, άρα παρεμβάλλουν, πολλές φορές ασύνειδα, διαλεκτικά στοιχεία κατά τη διαδικασία μάθησης, ανατροφοδοτώντας έτσι και ενισχύοντας τις διαλεκτικές πρακτικές των μαθητών τους.

Το ερώτημα αν η χρήση της διαλέκτου δυσχεραίνει την κατάκτηση της κοινής νεοελληνικής ή τη γνωσιακή διαδικασία εν γένει, δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, όχι μόνο για τον ελληνόφωνο χώρο αλλά και ευρύτερα. Σε έρευνα που έγινε από τον Μπασλή το 1986 σε σχέση με ομάδα κυπρίων μαθητών που φοιτούσαν σε αθηναϊκό σχολείο επισημαίνεται ότι η χρήση της διαλέκτου φαίνεται να δυσχεραίνει τη γενική επίδοσή τους στα διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Παράλληλα, σε έρευνες που έχουν γίνει στον τομέα της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας στην Κύπρο (Παύλου & Χριστοδούλου 1996· Παύλου & Χριστοδούλου 1997), οι εκπαιδευτικοί εκτιμούν ότι η επαφή των ξένων σπουδαστών με την κυπριακή, επιβραδύνει την εκμάθηση της κοινής νεοελληνικής, χωρίς, παρά ταύτα, να παρεμποδίζει την επίτευξη του τελικού στόχου.

Αδιαμφισβήτητα, χαρακτηριστικά του διαλεκτικού λόγου κάνουν συχνά την εμφάνισή τους στον γραπτό λόγο των μαθητών (χρήση διπλών συμφώνων, υπέρμετρη χρήση του τελικού -ν, αποκλειστική χρήση του αορίστου έναντι του παρακειμένου και του υπερσυντελίκου, διαλεκτικοί ρηματικοί τύποι κλπ.). Το φαινόμενο της μεταφοράς προφορικών στοιχείων, όμως, δεν συνδέεται αποκλειστικά με τις γλωσσικές πρακτικές των διαλεκτόφωνων μαθητών. Είναι αποδεδειγμένο ότι όλοι οι μαθητές μεταφέρουν συστηματικά στοιχεία προφορικότητας στον γραπτό λόγο (Ιορδανίδου, Αρχάκης & 'Ακουρος 1999). Από την άλλη, αρκετές δυσκολίες εμπερικλείει  και η διδασκαλία του προφορικού λόγου. Οι επικοινωνιακές συνήθειες των διαλεκτόφωνων μαθητών ενδεχομένως να επιβραδύνουν την κατάκτηση των δεξιοτήτων στον προφορικό λόγο, επειδή το σχολικό αίτημα για χρησιμοποίηση της κοινής νεοελληνικής συγκρούεται με την κοινή πρακτική που κατακυρώνει την προφορική επικοινωνία στην κυπριακή διάλεκτο.