Κείμενο 1: Μπουτουλούση, Ε. Ορισμοί της γλωσσικής επίγνωσης.

Ο πιο διαδεδομένος ορισμός του όρου της γλωσσικής επίγνωσης [language awareness] δημοσιεύτηκε στην Αγγλία το 1985, στην έκθεση του τμήματος εργασίας "Γλωσσική Επίγνωση" του Εθνικού Συμβουλίου για τις Γλώσσες στην Εκπαίδευση: "Γλωσσική επίγνωση είναι η ευαισθησία και η συνειδητή επίγνωση ενός ατόμου ως προς τη φύση και τον ρόλο της γλώσσας στην ανθρώπινη ζωή" (Donmall 1985· βλ. και James & Garrett 1991, 4· Van Essen Arthur 1997, 1· Donmall-Hicks 1997, 21). Ένας άλλος ορισμός που διατυπώνεται από την Ένωση Γλωσσικής Επίγνωσης αναφέρεται και στην εκπαιδευτική πλευρά της γλωσσικής επίγνωσης, ορίζοντάς την ως "ρητή γνώση σχετικά με τη γλώσσα, ...συνειδητή πρόσληψη και ευαισθησία κατά την εκμάθηση, τη διδασκαλία και τη χρήση της γλώσσας" (1996 Publicity Sheet of the Association· Donmall-Hicks 1997, 21).

Από τους δύο ορισμούς και από τα κείμενα που τους πλαισιώνουν προκύπτει, σε μια πρώτη προσέγγιση, ότι ο όρος της γλωσσικής επίγνωσης αναφέρεται: α) σε μια στάση του ατόμου απέναντι στη φύση και στον ρόλο της γλώσσας στην ανθρώπινη ζωή (δηλαδή σε κάποιες ικανότητες ή γνώσεις του που αφορούν, από τη μια, τη γλώσσα ως ανθρώπινη ικανότητα και, από την άλλη, συγκεκριμένες γλώσσες)· β) σε μια τάση της γλωσσικής διδασκαλίας που έχει ως στόχο, μέσα από καθορισμένα περιεχόμενα και μεθοδολογίες, την κατάκτηση γνώσεων και την ανάπτυξη ικανοτήτων που αφορούν την παραπάνω στάση. Με τον όρο γλωσσική επίγνωση χαρακτηρίζεται δηλαδή και μια διαδικασία και ένα αποτέλεσμα.

Από τους ορισμούς δεν προκύπτει τι ακριβώς είναι η ευαισθησία ή η συνειδητή επίγνωση του ατόμου ως προς τη γλώσσα. Η εξήγηση των όρων της συνείδησης και της επίγνωσης παραλείπεται, επειδή θεωρείται γνωστή από την κοινή λογική ή επειδή θεωρείται σύνθετη και προβληματική; Στις θεωρητικές προσεγγίσεις των ερευνητών συναντούμε και τις δύο περιπτώσεις.