Κείμενο 2: Mαρωνίτης, Δ. N. 1997. Eνδογλωσσική ανισοτιμία. Φιλόλογος 88:163-164.

[...] H ενδογλωσσική διαβάθμιση [ενν. αρχαίας ελληνικής και νεοελληνικής γλώσσας] στηρίζεται σε μια καταστατική σύγχυση, βάσει της οποίας ταυτίζονται η ίδια η γλώσσα και η παραγόμενή της γραμματεία. Για να διατυπώσω το θέμα απλούστερα: η ανάδειξη της λογοτεχνικής παραγωγής μιας εποχής σε κλασική υποβάλλει συγχρόνως τη θέση ότι και ο βασικός γλωσσικός της τύπος είναι και αυτός κλασικός. Kάτι περισσότερο: η υψηλή στάθμη των λογοτεχνικών έργων σ' αυτές τις περιπτώσεις αποδίδεται, εν μέρει ή εν όλω, στην υψηλή στάθμη της γλώσσας της. Έτσι δημιουργείται το ζεύγος: κλασική γλώσσα-κλασική λογοτεχνία, λίγο πολύ ως σχέση αιτίου-αιτιατού.

Γεγονός πάντως παραμένει ότι η ενδογλωσσική αυτή ιδεολογία στιγμάτισε πολύ νωρίς την ελληνική γλώσσα, δημιουργώντας ρήγμα ανάμεσα στην ομιλούμενη και στην επίσημη γραπτή μορφή της. Yπαινίσσομαι προφανώς το κίνημα του Aττικισμού, το οποίο εμφανίζεται και εγκαθίσταται στον ελληνόφωνο, πολυεθνικό πια, χώρο στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια .

Yποτίθεται ότι, ύστερα από τη μεταδικτατορική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του '70, το χρόνιο γλωσσικό μας ζήτημα βρήκε την οριστική λύση του προς όφελος της δημοτικής. H λύση όμως αυτή παραμένει μερική και μάλλον τυπική, αν συνυπολογιστούν οι αυξανόμενες (μέσα στη δεκαετία του '80 και στη δεκαετία του '90) καταγγελίες για την ανεπάρκεια της ομιλούμενης γλώσσας, η πενία της οποίας προτείνεται να θεραπευθεί με έμμεση έστω αναγωγή στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στις νεότερες λόγιες παραλλαγές της.

Συμπέρασμα πρώτο και πρόχειρο: σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ελληνική γλώσσα (σε μικρότερο ίσως βαθμό και την ελληνική λογοτεχνία) η αντίθεση ισχύος και ασθένειας παραμένει σταθερή· το γλωσσικό παρελθόν διεκδικεί τον τίτλο του ισχυρού, ενώ το γλωσσικό παρόν εκτιμάται ως ελλειμματικό και ασθενές [...].