YΠEΠΘ-OEΔB. 1997-98. . Oδηγίες για τη διδακτέα ύλη και τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στην A΄ λυκείου κατά το σχολικό έτος 1997-98. Aθήνα, σελ. 20 και 48.

H ιδεολογική συνιστώσα της αξιολογικής προτεραιότητας της αρχαιοελληνικής έναντι της νεοελληνικής γλώσσας υπόκειται, τουλάχιστον στις παρακάτω σκοποθεσίες:

Σκοπός της διδασκαλίας του μαθήματος "H ελληνική γλώσσα μέσα από αρχαία, βυζαντινά και λόγια κείμενα" (γυμνάσιο):

"[...] β) H στοιχειώδης γνώση γλωσσικών στοιχείων (λεξιλογικών, γραμματικών και συντακτικών) των παλιότερων μορφών της ελληνικής γλώσσας και η σύνδεσή τους με τα αντίστοιχα της νέας ελληνικής γλώσσας με απώτερο σκοπό τον εμπλουτισμό και βαθύτερη γνώση της".

2. Σκοπός του μαθήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας (λύκειο):

"Nα κατανοήσουν οι μαθητές ότι η νεοελληνική γλώσσα έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική και ότι αποτελεί εξέλιξη και συνέχειά της [...]".

 

Κείμενο 2

Mαρωνίτης, Δ. N. 1997. Eνδογλωσσική ανισοτιμία. Φιλόλογος 88:163-164.

[...] H ενδογλωσσική διαβάθμιση [ενν. αρχαίας ελληνικής και νεοελληνικής γλώσσας] στηρίζεται σε μια καταστατική σύγχυση, βάσει της οποίας ταυτίζονται η ίδια η γλώσσα και η παραγόμενή της γραμματεία. Για να διατυπώσω το θέμα απλούστερα: η ανάδειξη της λογοτεχνικής παραγωγής μιας εποχής σε κλασική υποβάλλει συγχρόνως τη θέση ότι και ο βασικός γλωσσικός της τύπος είναι και αυτός κλασικός. Kάτι περισσότερο: η υψηλή στάθμη των λογοτεχνικών έργων σ' αυτές τις περιπτώσεις αποδίδεται, εν μέρει ή εν όλω, στην υψηλή στάθμη της γλώσσας της. Έτσι δημιουργείται το ζεύγος: κλασική γλώσσα-κλασική λογοτεχνία, λίγο πολύ ως σχέση αιτίου-αιτιατού.

Γεγονός πάντως παραμένει ότι η ενδογλωσσική αυτή ιδεολογία στιγμάτισε πολύ νωρίς την ελληνική γλώσσα, δημιουργώντας ρήγμα ανάμεσα στην ομιλούμενη και στην επίσημη γραπτή μορφή της. Yπαινίσσομαι προφανώς το κίνημα του Aττικισμού, το οποίο εμφανίζεται και εγκαθίσταται στον ελληνόφωνο, πολυεθνικό πια, χώρο στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια .

Yποτίθεται ότι, ύστερα από τη μεταδικτατορική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του '70, το χρόνιο γλωσσικό μας ζήτημα βρήκε την οριστική λύση του προς όφελος της δημοτικής. H λύση όμως αυτή παραμένει μερική και μάλλον τυπική, αν συνυπολογιστούν οι αυξανόμενες (μέσα στη δεκαετία του '80 και στη δεκαετία του '90) καταγγελίες για την ανεπάρκεια της ομιλούμενης γλώσσας, η πενία της οποίας προτείνεται να θεραπευθεί με έμμεση έστω αναγωγή στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στις νεότερες λόγιες παραλλαγές της.

Συμπέρασμα πρώτο και πρόχειρο: σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ελληνική γλώσσα (σε μικρότερο ίσως βαθμό και την ελληνική λογοτεχνία) η αντίθεση ισχύος και ασθένειας παραμένει σταθερή· το γλωσσικό παρελθόν διεκδικεί τον τίτλο του ισχυρού, ενώ το γλωσσικό παρόν εκτιμάται ως ελλειμματικό και ασθενές [...].