Κείμενο 3: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρμο 6-9 Απριλίου1988), επιμ. S. Nicosia, 9-29. Nάπολη: M. D' Auria, σελ. 27-28.

'Οταν καταλογίζουμε στον μεταφραστή πως δεν έχει σεβαστεί τα σημαίνοντα της γλώσσας-πηγή -με άλλα λόγια, πως δεν τα έχει αντιγράψει!- δεν θέλουμε στην πραγματικότητα να δούμε, προτιμάμε δηλαδή να "αγνοούμε" (με την έννοια του γερμανικού ignorien) τη διαφορική ιδιοσυγκρασία των γλωσσών, τον "ιδιωματικό" καθαρά τρόπο της λειτουργίας τους. 'Ετσι, θέλουμε πάση θυσία το γερμανικό Angst να μεταφράζεται στα γαλλικά-στόχο ως angoisse, λες και το ζήτημα είναι "να μεταφράσουμε ψυχαναλυτικά την ψυχανάλυση". Το ίδιο συμβαίνει όταν θέλουμε να μεταφράσουμε κατά λέξη το αγγλικό tea party με το γαλλικό (;) partie de thé. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν θέλουμε ο στίχος της Αντιγόνης του Σοφοκλή "Τί δ'εστι; δηλοίς γαρ τι καλχαίνουσ' έπος" να αναφέρεται στη "βαφή ενός κόκκινου λόγου".

Σε όλα αυτά υπάρχει κάτι που παίρνει τη μορφή μιας υπερβουλησιοκρατικής, σκοταδιστικής άρνησης "της αρχής της γλωσσικής πραγματικότητας". Είναι σαν να λησμονούμε τον θεμελιώδη πλουραλισμό των γλωσσών. Αυτό τον πλουραλισμό ακριβώς απηχεί ο μύθος της Βαβέλ, της οποίας η αιώνια κατάρα είναι σαν το ίχνος που άφησε στο συλλογικό φαντασιακό του πολιτισμού μας η ουλή ενός πρωτόγονου τραύματος· έτσι θα την παρομοίαζα για να επιστρέψω στη θρησκευτική ισοτοπία που διαπερνά τη συλλογιστική μου, η οποία ισχυρίζομαι πως μας διαπερνά ανέκαθεν όλους, ακόμη και παρά τη θέλησή μας. Είναι σαν να λησμονούμε πως η ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχει παρά μόνον μέσα στις φυσικές γλώσσες. Είναι σαν να λησμονούμε πολύ απλά πως κάθε γλώσσα είναι από μόνη της ένα ολόκληρο σύμπαν ή, όπως θα έλεγε ο φιλόσοφος Χάιντεγγερ, ένα "πλάσμα του κόσμου". Το ίδιο, εξάλλου, μας δίδαξε εδώ και καιρό η δομική γλωσσολογία.

Μπορούμε μάλιστα να πούμε πολύ απλά τα πράγματα: Μια γλώσσα δεν είναι μια άλλη γλώσσα! Μπορούμε μάλιστα να υποκύψουμε στην κάπως "παρωχημένη" μόδα της γλωσσολογικής "τυποποίησης", γράφοντας τον τύπο: Γχ#Γψ. Κάθε γλώσσα έχει την δική της ταυτότητα· η λεγόμενη "αρχή της γλωσσικής πραγματικότητας" έγκειται ακριβώς σε αυτή την ιδιοσυγκρασία των γλωσσών. Αυτό κάνει τις γλώσσες και είναι ο εαυτός τους -και είναι, όπως το υπαινίσσεται πολύ σωστά και η ετυμολογία (δεν πειράζει αν την επικαλεστούμε μια φορά!): "ιδιώματα". Εάν το παραγνωρίσουμε, δεν θα βρισκόμαστε πια εντός των ορίων της θεωρίας (της "μεταφρασεολογίας"), αλλά ως επί το πλείστον μέσα στην ομίχλη της ιδεολογίας και καμιά φορά, ας το αναγνωρίσουμε, μέσα στις εναλάμψεις της ποίησης... Αν όμως δεν μας εξυπηρετεί αυτή η πραγματικότητα, γιατί θέλουμε να ασχολούμαστε με τη μετάφραση; να μιλάμε για τη μετάφραση;...

Μετάφραση Θεόφιλος Τραμπούλης