Οι διαταραχές στην ανάπτυξη του προφορικού και στην απόκτηση του γραπτού λόγου αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα σχολικής δυσκολίας ή αποτυχίας, η αντιμετώπιση του οποίου οφείλει συνήθως να ξεπερνά τα στενά πλαίσια του σχολείου και επιβάλλει μια στενή συνεργασία εκπαιδευτικών και ειδικών (λογοθεραπευτών, ειδικών παιδαγωγών ή γενικότερα ειδικών του χώρου της ψυχικής υγείας των παιδιών και των εφήβων). Η αυτόνομη θεώρηση της παθολογίας της γλώσσας, ανεξάρτητα από το σωματικο-αναπτυξιακο-νευρολογικό της "υπόστρωμα" αλλά και από τον ψυχικο-περιβαλλοντικό της περίγυρο, αποτελεί απλώς σχηματική αφαίρεση, που -παρ' όλη τη σχετική χρησιμότητά της για εκπαιδευτικούς σκοπούς- στερεί σημαντικές δυνατότητες κατανόησης του φαινομένου, αλλά και πληρέστερης θεραπευτικής αντιμετώπισής του. Η παθολογία της γλώσσας αποτελεί κατά συνέπεια ένα σύνθετο φαινόμενο, που απαιτεί πολύπλευρη διεπιστημονική προσέγγιση και στενή συνεργασία εκπαιδευτικών και ειδικών της ψυχικής υγείας (σχολείου και ιατροπαιδαγωγικής ομάδας). Η εμβέλεια κάθε μερικής προσέγγισης περιορίζεται είτε στην "επιδιόρθωση" του συμπτώματος, αδιαφορώντας για τον ρόλο του στα πλαίσια μιας συνολικότερης ψυχικής λειτουργίας, είτε στην υποτίμηση της οδύνης και των επιπλοκών που προκαλεί το ίδιο το σύμπτωμα. Η "μηχανιστική" απομόνωση και αντιμετώπιση του συμπτώματος μπορεί να οδηγήσει τη θεραπευτική δράση σε ποικίλες και πιθανόν σοβαρές παρενέργειες (π.χ. διαγνωστική συσκότιση ως προς μια γενικευμένη αναπτυξιακή διαταραχή που θα οδηγήσει σε μια ελλιπή θεραπευτική δράση).

Το κάθε σύμπτωμα όμως αυτό καθαυτό μπορεί να παραπέμπει σε τελείως διαφορετικές καταστάσεις. Κάποιες από αυτές αποτελούν απλώς ατυχήματα μιας αναπτυξιακής διαδρομής ή μιας εξελικτικής πορείας, ενώ άλλες συνδέονται απευθείας με τις συνθήκες ζωής και τις δυσκολίες του περιβάλλοντος και, παρόλο που θέτουν σοβαρά παιδαγωγικά προβλήματα, δεν αποτελούν έκφραση ψυχικής παθολογίας. Τέλος, κάποιες άλλες αποτελούν σημεία ψυχοπαθολογικών διαταραχών, πολλές φορές με ιδιάζουσα βαρύτητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι απαραίτητη εξαρχής η διερεύνηση της ακεραιότητας του νευρικού συστήματος (αφασία) και των αισθητηρίων οργάνων της ακοής (κώφωση, βαρηκοΐα, υποακουσία), καθώς και της στοματικής κοιλότητας και του φάρυγγα (λυκόστομα).

Η απόκτηση και η φυσιολογική εξέλιξη της ομιλίας και του λόγου προϋποθέτουν:

α) την ωρίμανση ενός ανατομικού συστήματος·

β) την απρόσκοπτη λειτουργία ενός φυσιολογικού συστήματος (με περιφερειακά όργανα πρόσληψης και παραγωγής του λόγου, καθώς και ένα κεντρικό όργανο επεξεργασίας και αποθήκευσης του γλωσσικού υλικού, τον εγκέφαλο)·

γ) ένα παιχνίδι σχέσεων με τους οικείους και σημαντικούς ενηλίκους, όπου η επικοινωνιακή δυνατότητα του λόγου επενδύεται με ευχαρίστηση, καθώς και ένα στοιχειωδώς επαρκές γλωσσικό περιβάλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής·

δ) την απουσία ψυχολογικών εμποδίων που θα δανείζονταν ως τρόπο έκφρασης το πολύπλοκο σύστημα της γλώσσας.

Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι κάθε συστηματική περιγραφή των διαταραχών προϋποθέτει αναγκαστικά μια θεωρητική αντίληψη ως προς τη "φυσιολογική" εξέλιξη της γλώσσας, τουλάχιστον όσον αφορά το ειδικό βάρος του ενδογενούς παράγοντα και της κληρονομικότητας ή, αντίθετα, των εξωγενών παραγόντων και του περιβάλλοντος. Η δυσκολία ενός ενοποιητικού εγχειρήματος κοινής αποδοχής, που να φέρει τα εχέγγυα της επιστημονικότητας, έγκειται στην ευτυχώς αναπόφευκτη ποικιλία των σοβαρών θεωρητικών αναζητήσεων. Παρ' όλα αυτά μπορεί να επιτευχθεί μια ικανοποιητική συναίνεση στην κλινική πράξη, εφόσον αυτή στηρίζεται στην εμπειρία και στην αποδοχή των κλασικών απόψεων, καθώς και στην προσπάθεια των ειδικών να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να κατανοήσουν το πρόβλημα του κάθε ξεχωριστού παιδιού.

Μεταξύ πολλών ταξινομήσεων θα προτείνουμε αυτή που εστιάζεται στις δυσκολίες επικοινωνίας του παιδιού με το περιβάλλον του.

1. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΨΥΧΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

α. Διακυμάνσεις ως προς τον χρόνο

Πρόκειται για καταστάσεις τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε ως παραλλαγές του φυσιολογικού, καθώς το κάθε παιδί έχει τους δικούς του ρυθμούς εξέλιξης και υπάρχει πάντα ένα ασαφές περιθώριο μεταξύ του "φυσιολογικού" και του "παθολογικού".

β. Διαταραχές της άρθρωσης (ή της φώνησης/δυσλαλίες)

Πρόκειται για διαταραχές στην προφορά ορισμένων φωνημάτων, που είτε απουσιάζουν είτε αντικαθίστανται από παραπλήσια φωνήματα είτε απλώς εμφανίζονται αλλοιωμένα.

γ. Διαταραχές της ομιλίας

Πρόκειται για μόνιμη ατέλεια στη φωνητική οργάνωση της ομιλίας, χωρίς αναγκαστική συνύπαρξη διαταραχής της άρθρωσης -τα μεμονωμένα φωνήματα μπορούν συνήθως να προφερθούν χωρίς δυσκολία.

 

2. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΓΥΡΟ

α. Δυσφασίες

Πρόκειται για ένα σύνολο διαταραχών στην εξέλιξη της γλώσσας, που ξεκινούν με αυξάνουσα βαρύτητα από την απλή καθυστέρηση του λόγου και προχωρούν στην καθυστέρηση του λόγου, την κωφαλαλία (την οποία πρέπει να διακρίνουμε από την κώφωση) και τη συγγενή λεκτική κώφωση. Οι δύο τελευταίες μορφές δυσφασίας αποτελούν ιδιαίτερα βαριές καταστάσεις, όπου το παιδί ακούει αλλά δεν μιλά στην ηλικία των 4-5 χρόνων. Σύμφωνα με τη σύγχρονη αμερικανική (DSM) αλλά και τη διεθνή ταξινόμηση ψυχικών διαταραχών και διαταραχών της συμπεριφοράς (ICD-10), η δυσφασία ονομάζεται εξελικτική διαταραχή του λόγου και διακρίνεται σε εκφραστικού και αντιληπτικού τύπου. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει παιδιά των οποίων ο λόγος είτε δεν αναπτύσσεται είτε αναπτύσσεται ανεπαρκώς (παιδιά με σύνθετα προβλήματα που επηρεάζουν όλες τις γλωσσικές τους ικανότητες, που μιλούν "άσχημα", "στραβά"), ενώ δεν υπάρχει πρόβλημα συνολικής νοητικής ανάπτυξης ή βαρηκοΐας. Ο αρνητικός αυτός ορισμός δεν συνεπάγεται αυτόματη κατάφαση ως προς την πλήρως φυσιολογική ψυχική τους ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιδιαιτερότητα της ψυχονοητικής δομής αυτών των παιδιών, που εμποδίζει την πρόσληψη ή/και την έκφραση του λόγου, υποβάλλει στους κλινικούς ερευνητές κάποιες ψυχοπαθολογικές υποθέσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι οι παραπάνω ταξινομήσεις είναι σχηματικές και ότι σε κλινικό επίπεδο τα προβλήματα εμφανίζονται με πλέον σύνθετο τρόπο, που δεν επιτρέπει πάντα τόσο σαφείς και μόνιμες διαγνωστικές οριοθετήσεις. Μια σοβαρή δυσφασία που δεν έχει αντιμετωπιστεί μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη αποτυχία ως προς την απόκτηση της γραπτής γλώσσας. Σε σχολικό επίπεδο η δυσφασία συνήθως εκφράζεται και με προβλήματα στη γραμματική και στη συντακτική δομή του λόγου.

β. Τραυλισμός

Πρόκειται για διαταραχή της εκπομπής του προφορικού λόγου, με αποτέλεσμα η ροή του να εμφανίζει διακοπές. Διακρίνεται κυρίως σε τονική μορφή (απότομη και "αναγκαστική" διακοπή της φώνησης) και σε κλονική μορφή (σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής ή μιας ομάδας φωνημάτων). Συνοδεύεται συνήθως από κινητικές εκδηλώσεις ή συγκινησιακά φαινόμενα. Μπορεί να εμφανιστεί συνήθως παροδικά σε ηλικία 3 ετών, αλλά η συχνότερη ηλικία εμφάνισης είναι σε ηλικία 5-6 χρόνων. Υπάρχουν όμως και τραυλισμοί που αρχίζουν αργότερα, σπανιότερα όσο πλησιάζουμε στην εφηβεία.

 

3. ΕΚΦΡΑΣΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΩΝ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

α. Νοητικές υστερήσεις

Η συνολικότερη υστέρηση εκφράζεται και μέσω της γλωσσικής υστέρησης. Πρέπει όμως να τονιστούν οι μεγάλες διαφορές μεταξύ βαριάς και ελαφράς νοητικής υστέρησης (η οποία προσεγγίζει το φυσιολογικό και μπορεί να αποτελεί απλώς έκφραση κοινωνικής στέρησης).

β. Ψυχώσεις - Αυτισμός

Πρόκειται για βαριές διαταραχές της συνολικής οργάνωσης του ψυχισμού με σοβαρές επιπτώσεις στο γλωσσικό επίπεδο (απουσία εμφάνισης του λόγου, ιδιαίτερη, ιδιόρρυθμη, μη επικοινωνιακή χρήση της ομιλίας και του λόγου, λεκτικές στερεοτυπίες, ηχολαλία). Πολλές σχιζοφρενικές ψυχώσεις ξεκινούν κατά την εφηβεία και μπορούν να παρουσιάσουν μεταξύ άλλων μια παράξενη χρήση της γλώσσας (σχιζοφασία).

γ. Βωβότης

Πρόκειται για αναστολή στο επίπεδο της ομιλίας, ολική ή μερική, σε παιδιά τα οποία κατέχουν φυσιολογικά τον λόγο. Η αναστολή είναι συχνά εκλεκτική (μερικά παιδιά μιλούν στο σπίτι και όχι στο σχολείο κ.ο.κ.). Οι συνιστώσες του συμπτώματος αυτού είναι συνήθως νευρωτικού και καταθλιπτικού τύπου, αλλά μπορούν να παραπέμπουν και σε ψυχωτικές διεργασίες.

4. ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Ο γραπτός λόγος δεν αποτελεί μια απλή δευτερογενή κωδικοποίηση του προφορικού λόγου, αλλά κατέχει τη δική του δομή και λειτουργία. Οι διαταραχές του γραπτού λόγου δεν αποτελούν έκφραση μιας απλής νευρολογικής ανωριμότητας ή βλάβης που θα δανειζόταν το νευρολογικό μοντέλο της ύπαρξης ενός εγκεφαλικού κέντρου του γραπτού λόγου (αλεξία). Η υποχρεωτική εκπαίδευση και η σχολική αποτυχία -ως κοινωνικό φαινόμενο με σημαντικές διαστάσεις- έδωσαν σημαντική ώθηση στις έρευνες σχετικά με τις μαθησιακές διαταραχές, αλλά διόγκωσαν συγχρόνως το μέγεθος του προβλήματος και πρόβαλαν απλουστευτικές προτάσεις ως προς την αιτιολογία και παθογένεσή του. Η σύγχρονη συζήτηση στην Ελλάδα για τη δυσλεξία στηρίζεται συχνά σε απλοϊκές αιτιολογικές αναγωγές που καταργούν την πολυπλοκότητα του φαινομένου, και δείχνει να οφείλεται πολύ περισσότερο σε κοινωνικούς παρά σε επιστημονικούς λόγους.

Η δυσλεξία (ειδική δυσκολία ανάγνωσης· βλ. και 7.1)/δυσορθογραφία δεν αποτελεί μια ανεπάρκεια ή ένα σταμάτημα της απόκτησης του γραπτού λόγου, αλλά κυρίως τη σύσταση ενός ιδιαίτερου τρόπου σχέσης με τον γραπτό λόγο -πράγμα που εξηγεί τη μεγάλη της σταθερότητα και την επαναληπτικότητά της, δηλαδή την "αντίστασή" της σε κάθε αλλαγή. Εμφανίζεται σε παιδιά που δεν μαθαίνουν καλά τον γραπτό λόγο ήδη από την πρώτη επαφή τους με αυτόν -και κάποιες φορές μετά από μια πλήρη αποτυχία-, και εκφράζεται σε δύο επίπεδα:

α) Στο πέρασμα από τον γραπτό στον προφορικό λόγο (ανάγνωση με δυνατή φωνή), όπου εμφανίζονται πολλά λάθη (π.χ. σύγχυση γραμμάτων που μοιάζουν οπτικά ή ακουστικά, αναστροφές γραμμάτων ή συλλαβών, επαναλήψεις, προβλήματα στη στίξη, στον "χρωματισμό", στη ροή κλπ.), ενώ η επίδοση δεν αντιστοιχεί στο νοητικό επίπεδο του παιδιού.

β) Στο πέρασμα από τον προφορικό στον γραπτό λόγο (υπαγόρευση ορθογραφίας), όπου επίσης δεν ακολουθούνται οι κανόνες της γραπτής γλώσσας.