Κείμενο 1: Nord, C. 1997. Translating as a Purposeful Activity. Functionalist Approaches Explained. Manchester, UK: St Jerome, σελ. 4-8.

© StJerome

 

 

Πρώιμες Απόψεις

 

Οι λειτουργικές προσεγγίσεις στη μετάφραση δεν επινοήθηκαν τον εικοστό αιώνα. Σε όλη την πορεία της ιστορίας βρίσκουμε μεταφραστές -κυρίως λογοτεχνικών ή βιβλικών κειμένων, που παρατηρούν ότι διαφορετικές καταστάσεις απαιτούν διαφορετική επεξεργασία. Παρά ταύτα, η "ορθή μετάφραση" συχνά συσχετίζεται με την κατά λέξη πιστότητα στο αρχικό κείμενο, ακόμα και αν το αποτέλεσμα ίσως να μην θεωρείται κατάλληλο για τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει. Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) περιέγραψε το δίλημμα με τον ακόλουθο τρόπο:

 

Εάν μεταφράσω λέξη προς λέξη, το αποτέλεσμα θα ακούγεται παράξενο, ενώ αν, εξωθημένος από ανάγκη, τροποποιήσω οτιδήποτε στη σειρά ή στη  διατύπωση, θα φαίνομαι να έχω απομακρυνθεί από τη λειτουργία του μεταφραστή (De optimo genere oratorum 14).

 

Πολλοί μεταφραστές της Βίβλου αισθάνθηκαν ότι η πορεία της μετάφρασης πρέπει να περιέχει και τις δύο διαδικασίες: μια πιστή αναπαραγωγή των τυπικών ιδιοτήτων του κειμένου-πηγή στη μία περίπτωση και μια προσαρμογή στο ακροατήριο-στόχο σε μια άλλη. Ο Ιερώνυμος (348-420) και ο Λούθηρος (1483-1546) υποστήριζαν πως υπάρχουν χωρία στη Βίβλο όπου ο μεταφραστής πρέπει να αναπαραγάγει "ακόμα και τη σειρά των λέξεων" ('Αγιος Ιερώνυμος, Επιστολή στον Παμμάχιο) ή να μεταφράσει "κατά λέξη" (Λούθηρος, Εγκύκλιος Επιστολή περί μετάφρασης, 1530)· σε άλλα χωρία πίστευαν πως ήταν πιο σημαντικό να "αποδοθεί το νόημα" ('Αγιος Ιερώνυμος) ή να προσαρμοστεί το κείμενο στις ανάγκες και τις προσδοκίες του ακροατηρίου για το οποίο προορίζεται.

 

Σε ανάλογο κλίμα, ο Eugene A. Nida (1964), κάνει διάκριση μεταξύ τυπικής και δυναμικής ισοδυναμίας στη μετάφραση, όπου η "τυπική ισοδυναμία" αναφέρεται σε μια πιστή αναπαραγωγή μορφικών στοιχείων του κειμένου-πηγής, ενώ η "δυναμική ισοδυναμία" σημαίνει ισοδυναμία ως προς τις εξωγλωσσικές επικοινωνιακές επιπτώσεις:

 

Μια μετάφραση δυναμικής ισοδυναμίας στοχεύει στην απόλυτη φυσικότητα της έκφρασης και προσπαθεί να συνδέσει τον αποδέκτη με τρόπους συμπεριφοράς που να είναι αναγνωρίσιμοι στο δικό του πολιτισμικό πλαίσιο· δεν επιμένει στην κατανόηση, από πλευράς του, των πολιτισμικών μοτίβων της γλώσσας-πηγής ως προϋπόθεση για την πρόσληψη του μηνύματος (Nida 1964,159).

 

 

Στο έργο να πλαίσιο για την ανάλυση και την αξιολόγηση μεταφραστικών θεωριών (1976), ο Nida δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον σκοπό της μετάφρασης, στους ρόλους του μεταφραστή αλλά και των αποδεκτών, και στις πολιτισμικές παραμέτρους της μεταφραστικής διαδικασίας:

 

'Οταν τίθεται το ερώτημα της υπεροχής μιας μετάφρασης απέναντι σε μια άλλη, η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην απάντηση μιας άλλης ερώτησης: "Καλύτερη για ποιον;". Η σχετική καταλληλότητα διαφορετικών μεταφράσεων του ίδιου κειμένου μπορεί να καθοριστεί μονάχα με αναφορά στον βαθμό στον οποίο κάθε μετάφραση εκπληρώνει με επιτυχία τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται. Με άλλα λόγια, η σχετική εγκυρότητα κάθε μετάφρασης διαφαίνεται στον βαθμό στον οποίο οι αποδέκτες είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο μήνυμα (όσον αφορά τη μορφή αλλά και το περιεχόμενο) σε σχέση με (1) την πρόθεση του αρχικού συγγραφέα ως προς τις αντιδράσεις του αρχικού ακροατηρίου και (2) με την ίδια την ανταπόκριση αυτού του ακροατηρίου. Οι αντιδράσεις, βέβαια, δεν μπορεί ποτέ να είναι πανομοιότυπες, καθώς η διαγλωσσική επικοινωνία ενέχει πάντοτε κάποιες διαφορές στο πολιτισμικό σκηνικό, συνοδευόμενες από διαφοροποιήσεις στα συστήματα αξιών, στις εννοιολογικές προϋποθέσεις και στα ιστορικά προηγούμενα. (1976, 64κ.ε.)

 

[...]

 

Το γεγονός πως η υποδοχή της προσέγγισης του Nida εστίασε στις γλωσσολογικές της συνέπειες πρέπει να κατανοηθεί ιστορικά. Η γλωσσολογία ήταν ίσως η κυρίαρχη ανθρωπιστική επιστήμη των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Πρώιμα πειράματα πάνω στη μηχανική μετάφραση έπρεπε να βασιστούν σε αντιπαραθετικές αναπαραστάσεις των γλωσσών. Η αισιόδοξη άποψη πως η μηχανική μετάφραση είναι εφικτή αντανακλάται στον ορισμό που δίνει για τη μετάφραση ο Oettinger:

 

Η μετάφραση μπορεί να οριστεί ως η διαδικασία μετατροπής σημάτων ή αναπαραστάσεων σε άλλα σήματα ή αναπαραστάσεις. Αν τα πρωτότυπα έχουν κάποια σημασία, απαιτούμε γενικά να έχουν και οι εικόνες τους την ίδια ή, πιο ρεαλιστικά, όσο το δυνατόν πλησιέστερη σημασία. Η αποφυγή της διακύμανσης της σημασίας είναι το κεντρικό πρόβλημα στη μετάφραση μεταξύ φυσικών γλωσσών (1960, 104).

 

Την ίδια στιγμή, η δομική γλωσσολογία, παράλληλα με την αντίληψη της γλώσσας ως κώδικα και την έννοια των καθολικών γλωσσικών χαρακτηριστικών, καλλιεργούσαν την ψευδαίσθηση πως η γλώσσα -και η μετάφραση ως μια γλωσσική λειτουργία- μπορούσε να είναι ένα αντικείμενο αυστηρά επιστημονικής έρευνας, ισότιμο με οποιοδήποτε αντικείμενο των φυσικών επιστημών. Παλαιότερα οι μεταφραστές θεωρούνταν καλλιτέχνες ή τεχνίτες· τώρα, οι θεράποντες του χώρου της μετάφρασης χαίρονταν που η δραστηριότητά τους αναγνωριζόταν ως επιστήμη και που γινόταν δεκτή στα άδυτα των επιστημονικών αναζητήσεων ως κλάδος της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας. Πολλοί ορισμοί της μετάφρασης τόνιζαν την γλωσσολογική πλευρά:

 

Η μετάφραση μπορεί να οριστεί ως εξής: η αντικατάσταση του κειμενικού υλικού μιας γλώσσας (γλώσσα-πηγή) από ισοδύναμο υλικό μιας άλλης (γλώσσα-στόχος) (Catford 1965, 20).

 

Η μετάφραση συνίσταται στην αναπαραγωγή στη γλώσσα-αποδέκτη του πλησιέστερου φυσικού ισοδύναμου του μηνύματος της γλώσσας-πηγής. (Nida & Taber 1969, 12).

 

Αυτές οι γλωσσολογικές προσεγγίσεις βασικά έβλεπαν τη μετάφραση ως μια διεργασία εναλλαγής κώδικα. Με τον πιο πραγματιστικό επαναπροσανατολισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η εστίαση μετατοπίστηκε από τη λέξη ή τη φράση στο κείμενο ως μονάδα μετάφρασης, όμως αυτό δεν προκάλεσε ρήξη στο βασικό γλωσσολογικό προσανατολισμό. Η ισοδυναμία ως θεμελιώδης έννοια ή ακόμα και ως συστατικό της μετάφρασης δεν αμφισβητήθηκε ποτέ πραγματικά. Για τον Wilss, λόγου χάρη,

 

Η μετάφραση οδηγεί από ένα κείμενο στη γλώσσα-πηγή, σε ένα κείμενο στη γλώσσα-στόχο, το οποίο είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα ισοδύναμο και προϋποθέτει την κατανόηση του περιεχομένου και του ύφους του πρωτότυπου (Wilss 1977, 70).

 

Οι γλωσσολογικές προσεγγίσεις που βασίζονται στην ισοδυναμία επικεντρώνονταν στο κείμενο-πηγή, τα χαρακτηριστικά του οποίου έπρεπε να διατηρηθούν στο κείμενο-στόχο. Για τον WernerKoller,

 

μεταξύ ενός δεδομένου αρχικού κειμένου και ενός δεδομένου κειμένου-στόχου, υπάρχει ισοδυναμία εάν το κείμενο-στόχος ικανοποιεί κάποιες απαιτήσεις όσον αφορά αυτές τις προϋποθέσεις πλαισίου. Οι σχετικές προϋποθέσεις είναι αυτές που έχουν να κάνουν με πλευρές όπως το περιεχόμενο, το ύφος και η λειτουργία. Επομένως, το αίτημα της ισοδυναμίας έχει την ακόλουθη μορφή: η ιδιότητα (ή οι ιδιότητες) Χ στη γλώσσα-πηγή πρέπει να διατηρηθούν. Αυτό σημαίνει πως το περιεχόμενο, η μορφή, το ύφος, η λειτουργία κλπ. της γλώσσας-πηγής πρέπει να διατηρηθούν ή, τουλάχιστον, πως η μετάφραση πρέπει να επιδιώκει να διατηρεί τα στοιχεία αυτά όσο το δυνατόν περισσότερο (1979, 187).

 

Αυτή είναι μια κανονιστική διατύπωση. Δηλώνει πως οποιοδήποτε κείμενο στόχος δεν είναι ισοδύναμο ("όσο το δυνατόν περισσότερο") με το αντίστοιχο κείμενο-πηγή, αποτελεί άκυρη μετάφραση. Πολλοί θεωρητικοί συνεχίζουν να εμμένουν σε αυτή την άποψη, αν και κάποιοι αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν πως μπορούν να υπάρχουν περιπτώσεις μη ισοδυναμίας στη μετάφραση, οι οποίοι οφείλονται σε πραγματολογικές διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς της πηγής και του στόχου. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σε ένα μέρος της πιο πρόσφατης δουλειάς του Koller:

 

Οι adhoc περιπτώσεις προσαρμογής πρέπει να αντιμετωπίζονται ως στοιχεία παραγωγής κειμένου κατά τη μεταφραστική διαδικασία· ίσως να είναι κατάλληλες, ή ακόμη και αναπόφευκτες, προκειμένου μια μετάφραση να "φτάσει" στους αποδέκτες της, από την πλευρά δηλαδή της πραγματιστικής ισοδυναμίας (1992, 235).

 

Για τον Koller, τέτοιες προσαρμογές δεν σημαίνουν πως ο όρος της ισοδυναμίας μεταξύ του αρχικού και του μεταφρασμένου κειμένου έχει εγκαταλειφθεί. Τί όμως έχει συμβεί στον όρο αυτό; Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ "μετάφρασης με στοιχεία αναθεώρησης κειμένου" (= ισοδυναμία) και "αναθεώρησης κειμένου με στοιχεία μετάφρασης" (= μη ισοδυναμία) (Koller 1995, 206 κ.ε.) φαίνεται να έχει γίνει ζήτημα ποσοτήτων. Η προσέγγιση της ισοδυναμίας στερείται συνέπειας: κάποιοι μελετητές εξυμνούν την κυριολεξία ως την καλύτερη διαδικασία μετάφρασης (Newmark 1984/85, 16)· άλλοι, όπως ο Koller, επιτρέπουν κάποιον αριθμό προσαρμοστικών διεργασιών, παραφράσεων ή άλλων μη κυριολεκτικών διεργασιών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου, όπως το θέτει ο Koller, "προορίζονται να μεταφέρουν υπόρρητες αξίες του αρχικού κειμένου ή να βελτιώσουν την κατανοητότητα του κειμένου για το ακροατήριο-στόχο" (1993, 53). Αυτά τα κάπως αυθαίρετα κριτήρια δεν εξηγούν το γεγονός ότι οι υπόρρητες αξίες πρέπει σε κάποιες περιπτώσεις να παραμένουν υπόρρητες, ούτε αναγνωρίζουν πως η κατανοησιμότητα δεν είναι ένας γενικός σκοπός, κοινός για όλα τα κείμενα ή όλους τους τύπους κειμένων.

 

Οι θεωρητικοί της ισοδυναμίας τείνουν να δέχονται τις διαδικασίες μη κυριολεκτικής μετάφρασης πιο εύκολα στη μετάφραση χρηστικών κειμένων (οδηγίες χρήσης, διαφημίσεις) παρά στη μετάφραση της λογοτεχνίας. 'Ετσι τίθενται διαφορετικά ή ακόμη και αντιφατικά μέτρα και σταθμά για την επιλογή των διαδικασιών μεταφραστικού χειρισμού διαφορετικών κειμενικών ειδών ή τύπων κειμένου. Αυτό καθιστά την προσέγγιση της ισοδυναμίας κάπως συγκεχυμένη.

 

Συνοψίζοντας τη θεωρητική σκέψη γύρω από τη μετάφραση μέσα στους αιώνες, ο Kelly δηλώνει:

 

'Ενας μεταφραστής διαμορφώνει την εικόνα που έχει για τη μετάφραση με βάση τη λειτουργία που αναθέτει στη γλώσσα... 'Ετσι, αυτοί που μεταφράζουν για την αντικειμενική και μόνο πληροφορία, έχουν ορίσει τη μετάφραση διαφορετικά από αυτούς για τους οποίους το κείμενο-πηγή έχει τη δικιά του ζωή (1979, 4).

 

Αυτή μπορεί να είναι η αιτία για την οποία κάποιοι μεταφρασιολόγοι που εργάζονται σε ιδρύματα εκπαίδευσης μεταφραστών άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στις λειτουργιστικές προσεγγίσεις παρά στις προσεγγίσεις που βασίζονται στην ισοδυναμία. Απλά, άρχισαν να διερωτώνται για το επάγγελμα για το οποίο εκπαιδεύουν. Βρήκαν πως η επαγγελματική μετάφραση περιλαμβάνει πολλές περιπτώσεις στις οποίες η ισοδυναμία δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Στη μετάφραση ενός βρετανικού σχολικού απολυτηρίου για ένα γερμανικό πανεπιστήμιο, λόγου χάρη, δεν περιμένει κανείς από το κείμενο-στόχο να μοιάζει ή να λειτουργεί ως απολυτήριο γερμανικού σχολείου.

 

Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, κάποιοι επιστήμονες άρχισαν να αισθάνονται όλο και λιγότερο ικανοποιημένοι από τη σχέση μεταξύ μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής. Υπήρχε ανάγκη για μια καινούρια θεωρία.