2. Τυπολογία της περίληψης

 

Παρά το γεγονός ότι η περίληψη, σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομο είδος κειμένου, η εξάρτησή της από ένα άλλο κείμενο, το αρχικό, θέτει το εξής πρόβλημα: πώς μπορεί κανείς να διακρίνει αν μια περίληψη είναι περίληψη, αν δεν δηλώνεται η σχέση της με το κείμενο που συνοψίζει; Και πώς μπορεί ένα κείμενο να αναγνωρίζεται ως προς το είδος του, μόνον όταν αυτό δηλώνεται μεταγλωσσικά, δηλαδή όταν περιέχει εκφράσεις που μαρτυρούν την παρουσία του αρχικού κειμένου ή σχολιάζουν τη διάρθρωσή του, κάτι που δεν συμβαίνει με άλλα είδη κειμένων, όπου ενυπάρχουν γλωσσικοί δείκτες οι οποίοι φανερώνουν την ταυτότητα του κειμένου (για παράδειγμα, οι δείκτες συνοχής ενός κειμένου επιχειρηματολογίας ή οι εκφράσεις που εισάγουν τα μέρη μιας αφήγησης); Αυτό μας οδηγεί στην παραδοχή ότι η περίληψη μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστό είδος κειμένου, κυρίως (ή μόνον) επειδή ο αναγνώστης μπορεί να την αναγνωρίσει από γλωσσικά σημάδια που τη χαρακτηρίζουν, δηλαδή παραπέμπουν στο βασικό κείμενο (Fløttum 1990). Τέτοια σημάδια είναι, λόγου χάρη, οι γλωσσικές πράξεις που αποδίδονται από τον συντάκτη της περίληψης στον συντάκτη του πρωτοτύπου (ο συγγραφέας αναφέρει, εξηγεί, εκτιμά, ταξινομεί, περιγράφει, απαριθμεί, ανασκευάζει, υπογραμμίζει, υπαινίσσεται, προσπερνά βιαστικάκλπ). Αυτό είναι και το στοιχείο που διαφοροποιεί κατεξοχήν μια περίληψη από άλλα είδη κειμένων.

 

Οι παρατηρήσεις αυτές είναι απαραίτητες, πριν προχωρήσουμε σε μια ταξινομία μορφών της περίληψης επικεντρώνοντας καταρχήν την προσοχή μας στη σχολική περίληψη, η οποία καθορίζεται όχι μόνο από τον περιορισμό της μεταγλωσσικής δείξης δομικών στοιχείων του πρωτοτύπου -αυτό είναι αναγκαίο σε κάθε περίληψη- αλλά και από άλλους περιορισμούς, που τη διαφοροποιούν από τις "επαγγελματικές" μορφές περίληψης, καθώς η πρώτη είναι θεσμοθετημένη γλωσσική άσκηση στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ενώ οι τελευταίες είναι αυθόρμητα γλωσσικά προϊόντα που προορίζονται συνήθως για ένα ενημερωμένο ή και ειδικό αναγνωστικό κοινό. Συγκεκριμένα, η σχολική περίληψη, επειδή αποτελεί εντεταλμένη, όχι αποφασισμένη από τον παραγωγό του λόγου, γλωσσική δραστηριότητα, έχει και υπαγορευμένο μήκος (ας πούμε το 1/3 της έκτασης του αρχικού κειμένου) σε αντιδιαστολή προς τις χρηστικές μορφές περίληψης (π.χ. πρακτικά συνεδριάσεων, σημειώσεις από διαλέξεις), όπου δεν υπάρχουν ανάλογοι περιορισμοί μήκους. Ο περιορισμός του μήκους μπορεί να είναι και περιορισμός ουσίας, αφού ο μαθητής δεν μπορεί να αποφασίσει μόνος του για τον βαθμό αφαίρεσης που θα εφαρμόσει πάνω στο πρωτότυπο. 'Ενας άλλος περιοριστικός παράγοντας για τη σχολική περίληψη είναι η γραμμικότητά της. Πρέπει δηλαδή η περίληψη να παρακολουθεί και να αναπαράγει το σχέδιο οργάνωσης του κειμένου αφετηρίας μη παραβιάζοντας τη σειρά διάταξης των θεματικών στοιχείων που επιλέγει να συναρμόσει, διότι τότε κινδυνεύει να θεωρηθεί σχολιασμός και όχι σύνοψη ενός κειμένου. Ούτε η συνθήκη αυτή είναι δεσμευτική για χρηστικές περιλήψεις, όπως η σύντομη παρουσίαση της αφηγηματικής δομής ενός μυθιστορήματος ή μιας κινηματογραφικής ταινίας, όπου η ανασύνθεση στοιχείων είναι συχνά επιβεβλημένη. Τέλος, η σχολική περίληψη οφείλει να χαρακτηρίζεται και από πιστότητα στην απόδοση του περιεχομένου του αρχικού κειμένου, να αποτελεί δηλαδή μια μικρογραφία του, που θα απαλλάσσει τον αναγνώστη της από τον κόπο να επισκεφθεί το πρωτότυπο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να προστεθούν πληροφορίες ή παραθέματα και ότι δεν πρέπει να μεταβληθεί η οπτική γωνία του αρχικού κειμένου· μ' άλλα λόγια, ο μαθητής δεν δικαιούται να πάρει αποστάσεις από το υλικό που συνοψίζει, αλλά το υιοθετεί όπως έχει. Ο περιορισμός αυτός ισχύει και για χρηστικές περιλήψεις, αφορά όμως κατεξοχήν περιλήψεις γραπτών κειμένων, που αποθηκεύουν πληροφορίες, και η σχολική παράδοση εξακολουθεί να επιμένει στη "σιγουριά" του γραπτού κειμένου και να μη ζητά από τους μαθητές περιλήψεις συμβάντων συνομιλιακού λόγου (συνεντεύξεων, συνεδριάσεων, "στρογγυλών τραπεζιών" κ.ά.), όπου μπορεί να κριθεί και η τόλμη όχι μόνο της σύνθεσης αλλά και της ανασύνθεσης του αρχικού κειμένου / λόγου. 

 

Η αδρή αντιδιαστολή της σχολικής περίληψης προς τις "επαγγελματικές" που μόλις επιχειρήσαμε και η οποία επιβάλλεται από τον στόχο αυτού του κειμένου δεν υπονοεί ότι η σχολική περίληψη διαφοροποιείται σημαντικά από τις άλλες σε ό,τι αφορά τις γνωσιακές διεργασίες και τα γλωσσικά μέσα που επιστρατεύει. Η διαφορά τους εντοπίζεται κυρίως στην επικοινωνιακή τους λειτουργία: για τις χρηστικές περιλήψεις έχει προβλεφθεί ή προσδοκάται η ύπαρξη ενός αποδέκτη· της σχολικής περίληψης αποδέκτης είναι μόνον ο καθηγητής, δηλαδή ένας προσχηματικός αποδέκτης. Εφεξής, λοιπόν, η σχολική περίληψη αντιμετωπίζεται όπως και οι περιλήψεις που συντάσσονται για να αντιμετωπιστούν πραγματικές επικοινωνιακές ανάγκες, και γι' αυτό η υποκατηγοριοποίηση που ακολουθεί δεν προβλέπει γι' αυτή μια ιδιαίτερη θέση ή αντιμετώπιση.

 

Αν, λοιπόν, η περίληψη αποτελεί υποκατηγορία του γένους "έκθεση", τότε υποκατηγορίες της περίληψης είναι α) η περίληψη συνεχούς γραπτού λόγου [summary], αυτό που στη σχολική πρακτική αντιστοιχεί στην "περίληψη κειμένου", δηλαδή γραπτού μονολογικού (μη λογοτεχνικού) κειμένου· και β) η περίληψη συνεχούς ή συνομιλιακού  προφορικού λόγου [summarizingminutes], που σχεδόν απουσιάζει από το σχολείο ως γλωσσική δραστηριότητα και αφορά είτε τον προφορικό μονόλογο ή το "κείμενο" διαλόγου δύο ή περισσότερων συνομιλητών, ένα κείμενο-διαδικασία, στον βαθμό που αποτυπώνει τη συνεχή και συχνά αμφίρροπη διαπραγμάτευση ενός θέματος. Αυτό σημαίνει ότι κριτήριο της βασικής υποκατηγοριοποίησης των μορφών περίληψης είναι η φύση του αρχικού κειμένου ή λόγου (γραπτός / προφορικός). Στην πρώτη μορφή περίληψης ο συντάκτης επιδιώκει να καταστήσει κατανοητό στον αναγνώστη του ένα κείμενο συνεχούς γραπτού λόγου, δίνοντάς του τις πληροφορίες του αρχικού κειμένου σε μια εκδοχή που απαιτεί για το διάβασμά της πολύ λιγότερο χρόνο απ' ό,τι απαιτεί η ανάγνωση ή η ακρόαση και ερμηνεία του πρωτοτύπου. Η δεύτερη μορφή περίληψης ενδιαφέρεται για την κατανόηση από τον αναγνώστη της ενός συμβάντος λόγου είτε μονολογικού (π.χ. ομιλία, διάλεξη, διάγγελμα, πανεπιστημιακό μάθημα, κήρυγμα, αγόρευση σε δικαστήριο) ή συνομιλιακού (π.χ. δημόσια αντιπαράθεση, συνεδρίαση, συνέντευξη, σεμινάριο), και πιο συγκεκριμένα, των θέσεων που παρουσιάστηκαν και των αντιδράσεων που αυτές προκάλεσαν, με μια σειρά πειστική, που ενδέχεται να μην παρακολουθεί κατά πόδας την εξέλιξη του συμβάντος. Κι εδώ ο χρόνος ανάγνωσης της περίληψης είναι σαφώς μικρότερος του χρόνου που απαιτείται για την παρακολούθηση του αντίστοιχου συμβάντος λόγου. 

 

Γνωστές ποικιλίες της περίληψης συνεχούς γραπτού λόγου, εκτός από τη σχολική, είναι η περίληψη επιστημονικής ανακοίνωσης ή άρθρου [abstract] , η περίληψη ενός θεατρικού έργου, μιας κινηματογραφικής ταινίας ή μιας λογοτεχνικής αφήγησης [synopsis] και η ανακεφαλαίωση [précis], δηλαδή η κριτική / συνθετική σύνοψη των συμπερασμάτων ενός βιβλίου, μιας διατριβής, μιας έρευνας. Κριτήριο διαφοροποίησης των ποικιλιών αυτών είναι το κειμενικό είδος του πρωτοτύπου (λογοτεχνικό / μη λογοτεχνικό), που επιβάλλει στον συντάκτη της περίληψης διαφορετική αντιμετώπισή του κατά περίπτωση, δηλαδή διαφορετική αφαιρετική διαδικασία, διαφορετικά γλωσσικά μέσα για την απεικόνιση της δομής του αρχικού κειμένου κ.ά. H περίληψη μονολογικού ή συνομιλιακού προφορικού λόγου είναι μια πληροφοριακή αναφορά [report] για το συμβάν λόγου που καταγράφει, πλαισιωμένη από σχόλια για τη διάρθρωση του μονολόγου ή, συνηθέστερα, του διαλόγου και τη γλωσσική / εξωγλωσσική συμπεριφορά των συνομιλητών. Αν διακρίνει κανείς ποικιλίες αυτής της μορφής περίληψης, το κριτήριο διαφοροποίησής τους δεν μπορεί να είναι άλλο από τη φυσιογνωμία του συμβάντος λόγου που συνοψίζεται (δημόσιο / ιδιωτικό, θεωρητικό / πρακτικό κ.ά.).

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι η τυπολογία αυτή δεν είναι εξαντλητική, γιατί ο στόχος του κειμένου μας δεν είναι αυτού του είδους. Αλλά και οι προσπάθειες για μια λεπτομερή ταξινόμηση των μορφών περίληψης που έχουν γίνει στο παρελθόν από συστηματικούς μελετητές του φαινομένου "περίληψη" [summarization] και των γλωσσικών του πραγματώσεων [summaries] προσκρούουν σε ανυπέρβλητα εμπόδια ορολογίας ( Fløttum 1985· 1990·  Seidlhofer 1995). Γι' αυτό, ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει ομοφωνία στη χρήση όρων, όπως "πύκνωση", "περίληψη" ή "σύνοψη". Ωστόσο, η διάκριση των μορφών περίληψης με βάση τη φύση του αρχικού κειμένου ή λόγου (γραπτού / προφορικού) δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Αυτή, λοιπόν, θα αποτελέσει και τον οδηγό στη συστηματική ανάλυση που ακολουθεί των δομικών και κειμενικών γνωρισμάτων τους.