3.3.1 Το μήκος της περίληψης

 

Αλήθεια, πόσο μεγάλη είναι μια περίληψη; Πρέπει να υπάρχει εύλογη αναλογία μήκους ανάμεσα στο πρωτότυπο και την περίληψή του; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι οι περιλήψεις μπορούν να έχουν οποιοδήποτε μήκος, αρκεί να δίνουν στον αναγνώστη τους μιαν αντιπροσωπευτική εικόνα του πρωτοτύπου. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι καταφατική, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να οριστεί επακριβώς η αναλογία. Θα πρέπει, πάντως, να διευκρινίσουμε ότι ερωτήματα όπως τα παραπάνω έχουν νόημα εφόσον η περίληψη είναι "αυτοκίνητη" (αποφασισμένη από τον συντάκτη της), γιατί στην περίπτωση της σχολικής περίληψης είναι ο καθηγητής ή η επιτροπή των εξετάσεων που θα πρέπει να προβληματιστούν για το μήκος της περίληψης, λαμβάνοντας υπόψη τους όχι μόνο το μήκος του αρχικού κειμένου αλλά κυρίως τον (δυνητικό) αποδέκτη της περίληψης, ουσιαστικά τον σκοπό για τον οποίο συντάσσεται η περίληψη. Ο σκοπός αυτός ρυθμίζει το ποσοστό της αφαίρεσης, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, και έχει άμεση επίπτωση στο ύφος και τη συγκρότηση του τελικού κειμένου.

 

Ο Werlich (ό.π. 89-90) διακρίνει δύο μήκη περίληψης: τη σύντομη και την επιμήκη. Η σχηματοποίηση αυτή είναι αυθαίρετη εκ πρώτης όψεως, μπορεί όμως να αποβεί χρήσιμη, αν συσχετιστεί με κατηγορίες περιστάσεων επικοινωνίας, στις οποίες άλλοτε (όπως στην περίπτωση μιας επιστημονικής εργασίας, όπου παρατίθεται συχνά με μεγάλη πύκνωση το περιεχόμενο ενός άρθρου ή ενός κεφαλαίου) χρειάζεται μια συντομότατη και άλλοτε (όπως στην περίπτωση μιας δημοσιογραφικής σύνοψης από δημόσια συζήτηση) χρειάζεται μια εκτενέστερη εκδοχή του πρωτοτύπου.

 

Η σύντομη περίληψη γενικά ζητείται ή θεωρείται απαραίτητη όταν το πρωτότυπο δεν βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος μιας έρευνας, παρουσίασης ή συνομιλιακού συμβάντος, όμως κρίνεται αναγκαία η γνωστοποίηση στο κοινό της βασικής του ιδέας ή συζητείται η βασική του άποψη. Εκτός από την περίπτωση της επιστημονικής εργασίας που προαναφέρθηκε, σύντομες περιλήψεις συναντούμε σε άρθρα ή επιστημονικά δοκίμια, σε κριτικές παρουσιάσεις (βιβλίων, θεατρικών ή κινηματογραφικών έργων) ή σε τράπεζες δεδομένων, όπου ο υπερβολικά μεγάλος όγκος των πληροφοριών επιβάλλει τη συμπίεση των περιλήψεων των τεκμηρίων. Μπορεί, επίσης, να ζητηθεί και από μαθητές σύντομη περίληψη, προκειμένου να ελεγχθούν οι γνωσιακές και γλωσσικές επιλογές (δραστικής) πύκνωσης που θα χρησιμοποιήσουν (Seidlhofer ό.π. 150-152). Υπάρχει, ωστόσο, ο κίνδυνος, αν ζητηθεί περίληψη με μήκος δυσανάλογα μικρό προς το πρωτότυπο, αυτή να θυμίζει τίτλο μάλλον παρά κείμενο, καθώς δεν θα αντιπροσωπεύονται αναλογικά τα βασικά σημεία του πρωτοτύπου, με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη υπεραπλούστευσή του (Guth 1965). Τότε η περίληψη θα έχει τα γνωρίσματα του συμπιεσμένου λόγου [compressedlanguage], όπως είναι ο λόγος των τηλεγραφημάτων και των μικρών αγγελιών, των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων ή των διαφημίσεων (Sinclair 1988).

 

Η σύντομη περίληψη "διασώζει" το θέμα του αρχικού κειμένου και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δύο προτάσεις (ή περιόδους), από τις οποίες η μία θα εκπροσωπεί το μεταγλωσσικό μέρος της περίληψης, δηλαδή αυτό που αναφέρεται στο πρόβλημα και τις οργανωτικές κινήσεις του συγγραφέα του πρωτοτύπου, και η άλλη το περιεχόμενο του πρωτοτύπου. Δίνουμε στη συνέχεια μια σύντομη εκδοχή της περίληψης του δοκιμίου Η φωνή των πατέρων (βλ. παραπάνω):

 

 

Σύμφωνα με τον Β. Τατάκη, επειδή ο άνθρωπος παράγει πολιτισμό μέσα στον χρόνο της ιστορίας, ο οποίος συνδέει άρρηκτα το παρόν με το πνευματικό κεφάλαιο του παρελθόντος, είναι ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος να στηρίζει την πορεία της ζωής του στην ενδελεχή μελέτη της παράδοσης και τη δημιουργική επαφή μαζί της.

 

 

Η επιμήκης περίληψη, από την άλλη πλευρά, είναι αναγκαία όταν το πρωτότυπό της βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πληροφοριακής διαδικασίας που επιτελεί η περίληψη. Κι όταν λέμε "πρωτότυπο" έχουμε κατά νου όχι μόνο βιβλία, κεφάλαια βιβλίων ή άρθρα αλλά και ομιλίες ή συζητήσεις και συνεδριάσεις. 'Ετσι, επιμήκεις περιλήψεις θα συναντήσουμε σε βιβλιοπαρουσιάσεις ή παρουσιάσεις ταινιών / θεατρικών έργων ή εικαστικών γεγονότων, εφόσον βέβαια το κρινόμενο έργο αποτελεί το βασικό αντικείμενο ενασχόλησης του συντάκτη της περίληψης. Κατά κανόνα επιμήκεις είναι και οι περιλήψεις μονολογικών κειμένων (ομιλιών, διαλέξεων ή μιας ενημέρωσης των δημοσιογράφων από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο) ή συνομιλιακών συμβάντων δημόσιου χαρακτήρα (μιας τηλεοπτικής ή μιας κοινοβουλευτικής συζήτησης), γιατί το αναγνωστικό κοινό τους δεν ήταν "εκεί" για να τις παρακολουθήσει, οπότε εύλογα έχει την απαίτηση μιας αντιπροσωπευτικής σύνοψής τους. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι σχολικές περιλήψεις, γιατί κι εκεί το πρωτότυπο είναι το περί ου ο λόγος αντικείμενο, το οποίο πρέπει να καταστεί γνωστό ως προς τη δομή και το περιεχόμενό του στους αναγνώστες (ή, μάλλον, τον αναγνώστη) της περίληψης.

 

Σε ό,τι αφορά την ακριβή έκταση μιας επιμήκους περίληψης, και μάλιστα της σχολικής, αυτή δεν μπορεί να καθορίζεται με (ή μόνο με) ποσοτικά κριτήρια (αριθμό λέξεων ή προτάσεων ή αράδων) -εκτός κι αν ο αριθμός αυτός προτείνεται εντελώς αυθαίρετα, γιατί το όριο του 1/3 ή 1/4, ας πούμε, του πρωτοτύπου δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστικό, που σημαίνει θεωρητικά θεμελιωμένο, κριτήριο- αλλά μόνο με θεματικά κριτήρια: η περίληψη πρέπει να αποτελεί μιαν αντιπροσωπευτική χαρτογράφηση του δικτύου των υποθεμάτων (σε αποδεικτικά κείμενα) ή των επεισοδίων (σε αφηγηματικά κείμενα). Ποσοτικά κριτήρια δικαιολογούνται μόνο σε επαγγελματικές περιλήψεις (ανακοινώσεων ή άρθρων που πρόκειται να περιληφθούν σε τόμους πρακτικών), όπου οι περιορισμοί της έκτασης επιβάλλονται από πρακτικές ανάγκες, δηλαδή να είναι εύχρηστο ένα εκτεταμένο υλικό κειμένων και περιλήψεων.

 

Θα κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό με μιαν ενδιαφέρουσα παρένθεση, που σχετίζεται με τη διδακτική και την πρακτική της περίληψης από τους μαθητές. Η Seidlhofer, που μελέτησε, μεταξύ άλλων, και τις υπερβάσεις του εντεταλμένου μήκους των περιλήψεων, συμπεραίνει ότι οι λόγοι που δεν επιτρέπουν στους μαθητές να περιοριστούν σ' ένα συγκεκριμένο αριθμό λέξεων δεν είναι τόσο η ελλιπής ενεργοποίηση διαδικασιών παράφρασης / πύκνωσης και ο κακός προγραμματισμός του τελικού κειμένου όσο η δύναμη ή η γοητεία που ασκεί το πρωτότυπο στον μαθητή, ο βαθμός συναισθηματικής εμπλοκής του τελευταίου σ' αυτό ή ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάθε μαθητής προσεγγίζει ένα κείμενο. Από τη στιγμή που λείπουν ανάλογες έρευνες για τα ελληνικά δεδομένα, δεν μπορούμε να δεχθούμε απροβλημάτιστα τα πορίσματα αυτά, πρέπει όμως να μας ευαισθητοποιήσουν ως προς την αιτιολόγηση του προβλήματος αλλά και ως προς τα κριτήρια επιλογής των κειμένων που δίδονται για σύνοψη.