4.2 Οι γνωσιακές λειτουργίες της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου

 

Πριν προχωρήσουμε στην καταγραφή των "βημάτων" μιας περίληψης προφορικού λόγου, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, κατ' αναλογία προς την περίληψη γραπτού λόγου, όπου ως γνωστόν συνοψίζουμε αποδεικτικά, αφηγηματικά ή "μεικτά"  κείμενα,  έτσι και στην περίληψη γραπτού λόγου αποφασιστικό ρόλο παίζει το είδος του συμβάντος που "στενογραφούμε" καθώς επίσης και τα μερίδια μονολόγου και διαλόγου σ' αυτό, γιατί συχνά οι συνομιλίες εμπεριέχουν μικρούς μονολόγους στο πλαίσιο της ανάπτυξης μιας επιχειρηματολογίας. Η καλή γνώση των ειδολογικών και συμφραστικών δεδομένων κάθε συμβάντος -τα πρώτα απορρέουν από τη μονολογική ή / και διαλογική του ταυτότητα, ενώ τα δεύτερα συνδέονται με τους ρόλους των συνομιλητών, το καταστασιακό και το θεσμικό πλαίσιό του- μας βοηθά να συλλάβουμε σωστά τη διάρθρωση των μερών ενός μονολόγου ή τη διαδοχή των συνεισφορών των συνομιλητών σ' ένα διάλογο και να αποδώσουμε με αποτελεσματικό και αντιπροσωπευτικό τρόπο το περιεχόμενό του.

 

Μπορούμε να φανταστούμε τα είδη του προφορικού λόγου διατεταγμένα πάνω σε ένα συνεχές: στο ένα του άκρο τοποθετούνται τα καθαρά μονολογικά είδη (ομιλίες, διαλέξεις, αγορεύσεις, κηρύγματα), το μέσον του συνεχούς καταλαμβάνουν τα μεικτά είδη (συνεντεύξεις, σεμινάρια, συνεδριάσεις με πρωτόκολλο), ενώ το άλλο άκρο καταλαμβάνεται από τα καθαρά διαλογικά είδη ("στρογγυλά τραπέζια", καθημερινές άτυπες συνομιλίες). Σ' αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και την κατανομή δύο  κριτηρίων βασικής σημασίας: της κοινωνικής ισχύος και της ψυχολογικής / κοινωνικής απόστασης των συνομιλητών μεταξύ τους ή του ομιλητή με το κοινό του. Στα μονολογικά συμβάντα ο ομιλητής είναι, κατά κανόνα, κοινωνικά ισχυρός και σε απόσταση από το ακροατήριό του· στα μεικτά συμβάντα υπάρχει τουλάχιστον απόσταση μεταξύ των συνομιλητών (αν δεν υπάρχει και διαφορά κοινωνικής ισχύος), πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε μια τυπική ή, συνηθέστερα, ημι-τυπική περίσταση επικοινωνίας με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την οργάνωσή της και το γλωσσικό της "ιδίωμα", και, τέλος, στα διαλογικά συμβάντα έχουμε συνήθως κανονική κατανομή κοινωνικής ισχύος μεταξύ των συνομιλητών (συμμετρικότητα) και συχνά οικειότητα λόγω προσωπικής μεταξύ τους γνωριμίας, με αντίστοιχες επιπτώσεις κι εδώ στην όλη φυσιογνωμία του συμβάντος. 

 

Ο Werlich (ό.π., 92-94) προτείνει τα εξής "βήματα" για τον καταρτισμό περίληψης από συνομιλιακό συμβάν λόγου: ακρόαση [listening], επιλεκτική λήψη σημειώσεων [note-taking], διευθέτηση [arranging] του καταγεγραμμένου υλικού και σύνταξη της περίληψης [writing] με βάση το καταγεγραμμένο υλικό (πρβ. και Παναγίδης etal.1984, 121). Πριν προχωρήσουμε στην αναλυτική τους παρουσίαση, πρέπει να διευκρινίσουμε το εξής: υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην ανάγνωση του γραπτού πρωτοτύπου και την ακρόαση ενός αυθεντικού συνομιλιακού συμβάντος, γεγονός που οφείλεται, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, στην ιδιαιτερότητα του γραπτού και του προφορικού λόγου αντίστοιχα: ο πρώτος είναι αποτυπωμένος σε συμβατική ή ηλεκτρονική μορφή και επιτρέπει απεριόριστες επαναναγνώσεις, ενώ ο δεύτερος εκτυλίσσεται μέσα στον χρόνο, είναι φευγαλέος και πρέπει να "αιχμαλωτιστεί" τη στιγμή της γένεσής του (εκτός κι αν διαθέτουμε μηχανικά μέσα για την καταγραφή και την αναπαραγωγή του), είναι μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολος στην παρακολούθησή του, όταν "ανορθόδοξα" διασταυρώνονται οι συνεισφορές αρκετών συνομιλητών σε μια συζήτηση. Συνεπώς, η εκ των προτέρων γνώση από τον συντάκτη της περίληψης όχι μόνο του ζητήματος που θα αναπτυχθεί αλλά και της ειδολογικής κατηγορίας στην οποίαν ανήκει το συμβάν λόγου (π.χ. υπερασπιστική αγόρευση σε δικαστήριο ή συνέντευξη σε τηλεοπτικό κανάλι) καθώς επίσης και των καταστασιακών (ποιος / ποιοι, πού, πότε συμμετέχουν στο συμβάν λόγου) και θεσμικών ιδιαιτεροτήτων του (στο πλαίσιο ποιας κοινωνικής οργάνωσης λαμβάνει χώρα το συμβάν λόγου) είναι οι καλύτερες προϋποθέσεις για μια ολιστική (όχι κατά πόδας, άρα αποσπασματική) ακρόαση ενός μονολόγου ή μιας συνομιλίας. 

 

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά τη φάση της ακρόασης και της λήψης σημειώσεων ο συντάκτης της περίληψης αναμετράται με τις αξεπέραστες πολλές φορές δυσχέρειες του προφορικού λόγου (ταχύτητα εκφοράς, δυσκολία στη διάκριση των υποθεμάτων ή των οργανωτικών μερών, δυσκολία διάκρισης των συνεισφορών των συνομιλητών στις περιπτώσεις ταυτόχρονης ομιλίας κλπ.), ενώ, από τη στιγμή που θα καταγράψει το υλικό του, τα πράγματα είναι απλούστερα, καθώς δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις τελευταίες φάσεις της περίληψης γραπτού λόγου. Οι δυσχέρειες που μόλις επισημάνθηκαν δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τόσο θεωρητικά όσο στην πράξη και γι' αυτό οι μαθητές ή οι επαγγελματίες που είναι επιφορτισμένοι με περιλήψεις συμβάντων λόγου πρέπει να ασκούνται σε ακρόαση και λήψη σημειώσεων μέσα από μια οπτική όπως αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω (ολιστική).

 

Δεν είναι στις προθέσεις αυτού του άρθρου να ασχοληθεί λεπτομερώς με τα τεχνικά προβλήματα της ακρόασης και της λήψης σημειώσεων -θα απαιτούνταν ασφαλώς ένα ξεχωριστό άρθρο. Επειδή, όμως, η περίληψη προφορικού λόγου προϋποθέτει τις πράξεις αυτές, θα αναφερθούμε εν συντομία στις αιτίες της ανεπαρκούς ακρόασης και εν συνεχεία σε τρόπους για να πετύχουμε μια πιο ενεργητική ακρόαση. Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είμαστε πάντα προσεκτικοί ακροατές. Αυτό οφείλεται καταρχήν στο ότι ενδίδουμε εύκολα σε περισπασμούς του μυαλού μας ή του περιβάλλοντος στο οποίο λαμβάνει χώρα ένα συμβάν λόγου. Το αποτέλεσμα είναι να προσπαθούμε τελικά να μαντέψουμε ή να συναγάγουμε τι είπε ένας ομιλητής ή συνομιλητής μας, αφού δεν ήμασταν συγκεντρωμένοι στον λόγο του. Σε άλλες περιπτώσεις συμβαίνει το εντελώς αντίθετο: κάνουμε μιαν "επιτόπια" ακρόαση του λόγου, δηλαδή εστιάζουμε την προσοχή μας σε κάθε λεπτομέρεια του λόγου, και έτσι χάνουμε την εποπτεία του, άρα και το θεματικό του κέντρο μαζί με τη βασική του ανάπτυξη. 'Αλλοτε πάλι από προκατάληψη προς τον ομιλητή ακούμε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε ή, κυριολεκτικά, του βάζουμε στο στόμα λόγια που δεν είπε, με την έννοια ότι έχουμε προσχηματισμένη εντύπωση για ό,τι θα πει, ώστε δεν περιμένουμε να τον ακούσουμε με προσοχή. Τέλος, είναι πιθανό να παρασυρθούμε από τη γοητεία της εκφοράς του λόγου ή το παρουσιαστικό του ομιλητή και να μην προσέξουμε όσο πρέπει τον ίδιο του τον λόγο (Lucas 1992: 29-44).

 

Για να γίνουμε καλύτεροι ακροατές χρειάζεται καταρχήν να πάρουμε στα σοβαρά την ακρόαση ως αντιληπτική διαδικασία -εξίσου σοβαρά με την ενεργητική ανάγνωση. Πρέπει, επίσης, να συνηθίσουμε να αντιστεκόμαστε σε κάθε είδους εσωτερικό ή εξωτερικό περισπασμό, αν θέλουμε να συμμετέχουμε δραστήρια σε "παιχνίδια" επικοινωνίας, όπως είναι και η σύνταξη της περίληψης. Από την άλλη πλευρά, η αντίσταση στη γοητεία του ομιλητή, όσο οδυνηρή κι αν είναι κάποτε, δεν παύει να αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για μια μη υπερτιμημένη (άρα, προκατειλημμένη) και σφαιρική ακρόαση ενός λόγου. Επιπλέον, η διαμόρφωση μιας όσο γίνεται απροκατάληπτης στάσης απέναντι σε κάθε ομιλητή, μας επιτρέπει να μην υποτιμήσουμε και να μην παραποιήσουμε τα λεγόμενά του. Αν οι τακτικές αυτές είναι "αμυντικές", αφορούν δηλαδή την ψυχο-διανοητική και ιδεολογική μας προετοιμασία και συγκρότηση ως ακροατών, οι επόμενες δύο είναι "επιθετικές", γιατί επιχειρούν πρακτικά να λύσουν το πρόβλημα της ανεπαρκούς ακρόασης. Εννοούμε αφενός την προσήλωση στη διαδοχή των υποθεμάτων και την τεκμηρίωσή τους, αλλά και στις τεχνικές συνοχής ενός λόγου (μονολόγου ή διαλόγου), και αφετέρου την ικανότητα στη λήψη σημειώσεων που θα απεικονίζουν διαγραμματικά τη θεματική του δομή.

 

Μετά τη σύντομη αυτή, αλλά αναγκαία πιστεύουμε, παρένθεση θα παρουσιάσουμε μια εφαρμογή, σε συνομιλιακό κείμενο, των "βημάτων" της περίληψης που προαναφέρθηκαν. Στηριζόμαστε αναγκαστικά σε καταγεγραμμένη συνομιλία, κάτι που δίνει την ψευδαίσθηση γραπτού λόγου. Στην πραγματικότητα, η επιχείρηση του ακροατή και εν συνεχεία συντάκτη της περίληψης είναι αρκετά πιο δύσκολη απ' ό,τι θα φανεί, επειδή αυτός θα πρέπει να αντιμετωπίσει το φευγαλέο και απρόβλεπτο του προφορικού λόγου, όπως εξηγήσαμε και πιο πάνω. Αποφύγαμε να δώσουμε περίληψη μονολογικού συμβάντος, επειδή η συνομιλία περιλαμβάνει ούτως ή άλλως μικρούς μονολόγους και επειδή ο καταγεγραμμένος μονόλογος δίνει την παραπλανητική εντύπωση του συνεχούς γραπτού λόγου. Η συνομιλία που θα μας απασχολήσει βρίσκεται στις σελ. 150-153 του εγχειριδίου Αξιολόγηση των μαθητών της Β΄ Λυκείου στη νεοελληνική γλώσσα ('Εκφραση - 'Εκθεση) [11], που προορίζεται για τους διδάσκοντες του μαθήματος.

 

Η συνομιλία έλαβε χώρα σε τηλεοπτικό κανάλι μεγάλης ακροαματικότητας και έχει ως θέμα της τη "θεαματικοποίηση" του κεντρικού δελτίου ειδήσεων και, πιο συγκεκριμένα, την κριτική αξιολόγησή της και τη διερεύνηση τρόπων υπέρβασής της, στον βαθμό που καταστρατηγεί μια θεμελιώδη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης στο πλαίσιο της δημοκρατίας, την αμερόληπτη πολιτική πληροφόρηση των πολιτών. Οι συνομιλητές είναι πιθανότατα δημοσιογράφοι, ή άνθρωποι που συνδέονται επαγγελματικά με τα μέσα ενημέρωσης, και η μεταξύ τους σχέση μοιάζει να είναι συμμετρική, αφού κανείς δεν "εξουσιάζει" τη συζήτηση. Συμμετέχουν επτά πρόσωπα, εκ των οποίων το πρώτο (με σειρά εισόδου στη συνομιλία) φαίνεται να είναι ο συντονιστής της συζήτησης, δεν παρεμβαίνει όμως άλλη φορά στη συζήτηση -ή μήπως πρόκειται για απόσπασμά της;-, πράγμα που συμβαίνει και με το δεύτερο πρόσωπο, που διατυπώνει μία και μόνη φορά τη γνώμη του. Οι υπόλοιποι συνομιλητές εμφανίζονται από δύο έως τέσσερις φορές στο προσκήνιο της συζήτησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια αληθινή συζήτηση ποτέ δεν είναι τόσο εύτακτη όσο φαίνεται στην αποτύπωση που έχουμε μπροστά μας, με τους συνομιλητές να εναλλάσσονται ευγενικά και να μη διακόπτουν ο ένας τον άλλο. Ωστόσο, μια πιστή απεικόνιση της συνομιλίας με τα εργαλεία της "ανάλυσης συνομιλίας" [conversationanalysis] θα περιέπλεκε τα πράγματα και θα μας απομάκρυνε από τον στόχο μας.

 

Στη διάρκεια της ακρόασης (με τους όρους που περιγράψαμε πιο πριν), ο ακροατής-συντάκτης κρατά σημειώσεις προσέχοντας τις διαρθρωτικές "στροφές" και τις θεματικές "κορυφές" της συζήτησης. Οι πρώτες, που απεικονίζουν τη δομή μιας συνομιλίας, συνήθως δηλώνονται με παρεμβάσεις του συντονιστή της ή δείκτες της οργάνωσης του λόγου που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι οι ομιλητές ("θέλω τώρα να περάσω σ' ένα άλλο ζήτημα", "τώρα όσον αφορά το τάδε ζήτημα", "κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω", "συμπληρώνοντας όσα είπε ο προηγούμενος ομιλητής", "θα διαφωνήσω με την άποψη που ακούστηκε προηγουμένως" κλπ.) ενώ οι δεύτερες, που σχετίζονται με τη θεματική ανάπτυξη, δηλώνονται με την αλλαγή θέματος [topic], δηλαδή της έννοιας γύρω από την οποία διεξάγεται η συζήτηση σε μια δεδομένη στιγμή. Οι σημειώσεις είναι θεματικές εγγραφές που μπορούν αργότερα να ανακαλέσουν στη μνήμη του συντάκτη διανοήματα και επιχειρήματα των (συν)ομιλητών, τα οποία ακούστηκαν με ταχύτητα και ήταν αδύνατο να καταγραφούν επακριβώς. Μπορεί, λοιπόν, να προκύψει ένα διάγραμμα όπως το παρακάτω, που παρακολουθεί τη σειρά εμφάνισης και τις εναλλαγές των ομιλητών, αφού, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό λόγο, η γραμμικότητα του προφορικού λόγου και η εν προόδω σύστασή του σε "κείμενο" επιβάλλει να μην ανατρέψουμε την αρχική του οργάνωση:

 

Ο1 (= πρώτος ομιλητής) :

οι τηλεοπτικές ειδήσεις ενημέρωση ή θέαμα;

 

Ο2:

ενημέρωση χωρίς εικόνα αδύνατη / το ζήτημα είναι η αυθεντικότητα της εικόνας

 

Ο3:

το πρόβλημα ξεκινά από το αν έχουμε ή όχι εποπτεία της εκάστοτε πραγματικότητας

 

Ο4:

πολύ παλιό το δίλημμα "οι ειδήσεις ενημέρωση ή σώου;" / τα ΜΜΕ είναι επιχειρήσεις κι ενδιαφέρονται να πουλούν συνεχώς ειδήσεις, αδιάφορο πόσο αληθινές είναι / το πρόβλημα σήμερα στα άκρα και το ερώτημα πλέον είναι αν μπορούμε να εξιχνιάσουμε την αλήθεια μέσα σε μια βιομηχανία της οποίας η τεχνική παραποίηση των ειδήσεων είναι συστατικό στοιχείο

 

Ο5:

οι ειδήσεις σήμερα κατασκευάζονται

 

Ο6:

πιο εύκολα εξαπατάται το κοινό για γεγονότα μακριά

 

Ο7:

αυτό έγινε πέρυσι στην Αλβανία

 

Ο5:

ο τάδε δημοσιογράφος το κατήγγειλε

 

Ο7:

τελικά είναι και προσωπικό θέμα του κάθε δημοσιογράφου, να αποκαλύπτει το πλαστό / κάθε εικόνα ειδήσεων είναι δυνητικά πλαστή

 

Ο3:

η συνείδηση του δημοσιογράφου σε πειρασμό / το ρεπορτάζ-εικόνα κυριαρχεί στην ενημέρωση / γιατί ο δημοσιογράφος κατασκευάζει ειδήσεις και όχι ρεπορτάζ που πληροφορούν;

 

Ο6:

για να μη χάσει τη δουλειά του

 

Ο3:

η επιβίωση λοιπόν

 

Ο4:

η ανάγκη να πουλήσουμε μας κάνει ευάλωτους

 

Ο5:

είμαστε μέσα σ' ένα παιχνίδι

 

Ο7:

κι όμως δεν είμαστε όλοι το ίδιο, κάποιο αντιστέκονται

 

Ο3:

γιατί δεν συζητιούνται όλα αυτά;

 

Ο5:

λύση συνολική δεν μπορεί να υπάρξει / γνώμονας για κάθε δημοσιογράφο είναι η  συνείδησή του

 

Ο3:

υπέρ της ατομικής λύσης λοιπόν;

 

Ο4:

η ευαισθησία ατομικά ίσως βελτίωνε γενικότερα τα πράγματα

 

Ο3:

μακάρι

 

 

Οι εγγραφές αυτές είναι εντελώς ενδεικτικές και πιθανότατα θα ήσαν πιο ελλειπτικές, αν ήμασταν πραγματικοί ακροατές της εν λόγω συζήτησης. Εξάλλου, η λήψη σημειώσεων έχει να κάνει και με την αντιληπτική και ερμηνευτική ικανότητα του καθενός, καθώς επίσης και με την ταχύτητα και την εμπειρία του στο γράψιμο. Το επόμενο στάδιο είναι να εκμεταλλευθούμε τις εγγραφές αυτές και με την εικόνα στο μυαλό μας των δομικών μερών της συνομιλίας (άρα, προσθέτοντας και μεταγλωσσικούς δείκτες) να καταλήξουμε στο κείμενο της περίληψης. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, που η συνομιλία, όπως δηλώνεται, είναι διασκευασμένη και οι συνεισφορές των ομιλητών δίνουν την εντύπωση της διαδοχής θέσεων και όχι της συγκρότησής τους γύρω από επίμαχες θέσεις, έχουμε το δικαίωμα της ομαδοποίησης και αναδιάταξης των συνεισφορών, ώστε να προκύψει μια σύνοψη αντιπροσωπευτική όχι τόσο της μορφής όσο του περιεχομένου της συζήτησης. Δίνουμε, λοιπόν, στη συνέχεια δύο εκδοχές περίληψης, μια πιστότερη στη γραμμική πορεία της συνομιλίας και μια πιο ελεύθερη, που ενδιαφέρεται πιο πολύ για τις διαφορές μεταξύ των απόψεων και όχι για τη σειρά με την οποία διατυπώθηκαν.

 

Α΄

Η συζήτηση οργανώνεται γύρω από το δίλημμα αν οι τηλεοπτικές ειδήσεις σήμερα είναι πολιτική ενημέρωση ή παρέλαση εικόνων. Μετά τη διαπίστωση ότι η ειδησεογραφία πλέον είναι αδύνατη χωρίς την εικόνα, οι πρώτοι ομιλητές επισημαίνουν ότι το πρόβλημα βρίσκεται αφενός στη δυνατότητα της τεχνολογίας να παραποιεί τις εικόνες και αφετέρου στην ελλιπή πληροφόρηση των ΜΜΕ για την εκάστοτε πραγματικότητα. Ο επόμενος ομιλητής θυμίζει ότι το πρόβλημα, αν και οξυμένο, είναι παλιό και συνδέεται με τη μετατροπή της είδησης σε εμπόρευμα, μόνο που σήμερα η κατασκευή ειδήσεων είναι πια συστατικό στοιχείο της βιομηχανίας της ενημέρωσης, άποψη με την οποία συμφωνούν και οι επόμενοι τρεις ομιλητές προσκομίζοντας από τη σκοπιά του ο καθένας ενισχυτικά τεκμήρια. Δύο από αυτούς, στη συνέχεια, αλλάζουν τον προσανατολισμό της επιχειρηματολογίας και υπογραμμίζουν το στοιχείο της ατομικής ευθύνης του δημοσιογράφου, ο οποίος έχει, λένε, υποχρέωση να αποκαλύπτει τα ασύστολα ψεύδη των ειδήσεων. Στο πλαίσιο του ίδιου προβλήματος αναρωτιέται ένας από τους προηγούμενους ομιλητές γιατί οι δημοσιογράφοι ενδίδουν συχνά στη χειραγώγηση του κοινού με κατασκευασμένες ειδήσεις, για να εισπράξει την απάντηση ότι φταίει η πίεση που υφίστανται από τα ΜΜΕ-επιχειρήσεις να παράγουν συνεχώς ειδήσεις, άποψη με την οποία διαφωνεί προηγούμενος ομιλητής, που έχει ήδη υποστηρίξει τη σημασία της ατομικής ευθύνης του δημοσιογράφου. Η συζήτηση κλείνει με την απορία γιατί δεν συζητούνται δημοσία τέτοια προβλήματα και γιατί δεν διατυπώνονται σχετικές προτάσεις, που απαντιέται με την άποψη ότι μοναδική λύση είναι η ανάληψη προσωπικής ευθύνης από τους δημοσιογράφους, στάση που ενδέχεται να αλλάξει το τοπίο της ενημέρωσης στο μέλλον.

 

Β΄

Αντικείμενο της εν λόγω συζήτησης είναι η εξήγηση της μετατροπής των τηλεοπτικών ειδήσεων σε θέαμα. Το πρώτο μέρος της συζήτησης αναλώνεται στη συγκεκριμενοποίηση του προβλήματος (το ζήτημα είναι όχι το θέαμα καθεαυτό αλλά η αλήθεια των εικόνων που βλέπουμε στις ειδήσεις) και την αιτιολόγησή του: τα ΜΜΕ είναι επιχειρήσεις που εμπορεύονται την ειδησεογραφία και ενδιαφέρονται να πουλούν συνεχώς πληροφορίες. Στροφή στην πορεία της συζήτησης αποτελεί η "ενοχοποίηση" της πολιτικής συνείδησης των δημοσιογράφων, οι οποίοι, όπως υποστηρίζεται, μπορούν να αντισταθούν στην καταιγίδα της παραπληροφόρησης, δηλαδή της παραποίησης των εικονικών τεκμηρίων των ειδήσεων, και να την καταγγείλουν στο κοινό τους. Μια μετριοπαθέστερη άποψη επιχειρεί να δικαιολογήσει την αδράνεια πολλών δημοσιογράφων και να την αποδώσει στην πίεση που δέχονται από τα εκδοτικά επιτελεία των αδηφάγων και αδίστακτων ΜΜΕ-εμπορικών επιχειρήσεων. Η συνομιλία ολοκληρώνεται με προβληματισμό για το αν υπάρχει διέξοδος από το πρόβλημα της συστηματικής παραποίησης  των ειδήσεων  και η άποψη που φαίνεται τελικά να γίνεται αποδεκτή είναι ότι η ανάληψη της ατομικής, ηθικής και επαγγελματικής, ευθύνης από κάθε δημοσιογράφο ίσως αλλάξει στο μέλλον και το συνολικό τοπίο της ενημέρωσης.