4.3 Τα γλωσσικά μέσα της περίληψης συνεχούς ή συνομιλιακού προφορικού λόγου

 

Η αναφορά μας στα γλωσσικά εργαλεία της περίληψης προφορικού λόγου θα είναι συντομότερη εκείνης του γραπτού λόγου, επειδή ήδη έχουν αναλυθεί κάποια ζητήματα και επειδή υπάρχει επικάλυψη μεταξύ των δύο μορφών περίληψης ως προς το θέμα αυτό. Θα μας απασχολήσουν και πάλι το μήκος, το ύφος και η συνοχή της περίληψης.

 

Αν η περίληψη ενός προφορικού μονολόγου ή συνομιλίας δεν είναι "ιδιωτική", αν δεν αποσκοπεί δηλαδή στην ικανοποίηση της ανάγκης του ίδιου του συντάκτη για αποθήκευση πληροφοριών από συμβάντα λόγου όπως μαθήματα, διαλέξεις ή σεμινάρια, θα πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση του μικρού μήκους. Ο λόγος είναι σχεδόν προφανής: όταν ενδιαφέρεται κάποιος (άλλος από τον συντάκτη της περίληψης) να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός δημόσιου μονολογικού συμβάντος λόγου, όπως είναι ένα διάγγελμα, ένας πολιτικός λόγος βαρύνουσας σημασίας, μια δικανική αγόρευση ή μια διάλεξη, ενδιαφέρεται για ένα "κείμενο" αυξημένου κατά τεκμήριο ενδιαφέροντος ­­­-εξάλλου, ο δημόσιος χαρακτήρας του συμβάντος υπονοεί ότι πρόκειται για λόγο που απευθύνεται σε εκτεταμένο και κάποτε απαιτητικό ακροατήριο· συνεπώς, απαιτεί να αποκτήσει γνώση του συνόλου του μονολόγου και μάλιστα με τις περισσότερες κατά το δυνατόν λεπτομέρειες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις περιλήψεις μεικτών ειδών προφορικού λόγου, όπως είναι η συνέντευξη. Οι προσκεκλημένοι σε συνεντεύξεις είναι συνήθως πρόσωπα με αυξημένο πολιτικό, κοινωνικό ή επαγγελματικό κύρος -δεν αναφερόμαστε σε επαγγελματικές συνεντεύξεις του τύπου της ανάκρισης ή της ψυχοθεραπευτικής συνέντευξης και ο λόγος τους αναμένεται με δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Η αυθεντικότητα, η διεισδυτικότητα, η πρωτοτυπία, η αποκαλυπτικότητα του λόγου μιας αυθεντίας ανοίγουν εύκολα την όρεξη ενός κοινού με αυξημένα κοινωνικά και μορφωτικά ενδιαφέροντα. Αν, λοιπόν, κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μια τέτοια δημόσια συνέντευξη, είναι εύλογο να θέλει να πληροφορηθεί με τρόπο αντιπροσωπευτικό το περιεχόμενό της. Τέλος, σε ό,τι αφορά τα συνομιλιακά συμβάντα λόγου (συνεδριάσεις επαγγελματικού, θεσμικού ή δημόσιου χαρακτήρα, "στρογγυλά τραπέζια", σεμινάρια) θα λέγαμε ότι το μήκος της περίληψης εξαρτάται από τη φύση του συμβάντος και κυρίως από τη λειτουργία της περίληψης. Ασφαλώς, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μεγάλο μήκος, όμως το είδος του αναγνωστικού κοινού και οι απαιτήσεις του είναι αυτές που θα καθορίσουν επακριβώς το μήκος της περίληψης. 'Ετσι, η δημοσιογραφική περίληψη από μια ποινική δίκη μεγάλου ενδιαφέροντος δεν μπορεί να είναι τόσο εκτεταμένη όσο μια περίληψη που θα δημοσιευόταν σε νομικό περιοδικό. Η περίληψη μιας συνεδρίασης της Βουλής που απευθύνεται στους αναγνώστες μιας εφημερίδας δεν μπορεί να συγκριθεί με την περίληψη που χρειάζονται οι εκπρόσωποι των κομμάτων ή άλλοι παράγοντες που εμπλέκονται επαγγελματικά στον θεσμό αυτό. Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις συμβάντων λόγου που δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν ή δεν έχουν δημόσιο ενδιαφέρον. Στις περιπτώσεις αυτές τηρούνται συνήθως πρακτικά συνεδριάσεων, τα οποία έχουν κωδικοποιημένη δομή και αποτελούν μια ιδιόμορφη περίπτωση περίληψης που έχει μειωμένο ενδιαφέρον λόγω του μη δημιουργικού της χαρακτήρα.

 

Το ύφος της περίληψης προφορικού λόγου δεν μπορεί να διαφέρει θεαματικά από το ύφος της περίληψης γραπτού λόγου. Για τη διαμόρφωσή του χρειάζεται και το γλωσσικό οπλοστάσιο (έντονη παρουσία είναι / έχει-προτάσεων, αναφορικών και αιτιολογικών προτάσεων, καθώς επίσης και τροποποιητών) αλλά και το επίπεδο ύφους (τυπικό πληροφοριακό ή τεχνικό) της περίληψης γραπτού λόγου. Κι αυτό γιατί κάθε περίληψη είναι δεσμευμένη από την ειδολογική της ταυτότητα και την επικοινωνιακή της λειτουργία: είναι είδος συνθετικής έκθεσης με προορισμό την αντιπροσωπευτική ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού. Ο προφορικός χαρακτήρας των μονολογικών συμβάντων δεν αναμένεται να απαιτεί μεγάλες ανατροπές στη σύνταξη και το λεξιλόγιο της περίληψης, επειδή κανονικά οι τέτοιου είδους μονόλογοι είναι προσχεδιασμένα "κείμενα" και το ύφος τους πλησιάζει εκείνο του γραπτού λόγου (για παράδειγμα, η υφολογική απόκλιση ανάμεσα σε μια πανεπιστημιακή διδασκαλία και ένα επιστημονικό άρθρο με το ίδιο θέμα είναι πολύ μικρή). Δεν συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με τα συνομιλιακά συμβάντα λόγου. Βέβαια, η επάρκεια ενός προσκεκλημένου σε συνέντευξη και η ετοιμασία εκ των προτέρων όσων συμμετέχουν σε έναν ημι-δημόσιο ή δημόσιο διάλογο κάνουν τα  συνομιλιακά "κείμενα" να έχουν ομοιότητα ύφους με ομόλογα γραπτά κείμενα, όπως ένα σεμινάριο με την επιστημονική πραγμάτευση του ίδιου προβλήματος. Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις, όπως τα "στρογγυλά τραπέζια" ή κάποιες συνεντεύξεις, όπου το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού και η απρόβλεπτη κάποτε έκβαση της συνομιλίας επιβάλλουν δραστικές περικοπές των στοιχείων προφορικότητας του λόγου ή κατάλληλες λεξιλογικές μετατροπές και συντακτικές αναδιατυπώσεις, ώστε το κείμενο της περίληψης να έχει το αναμενόμενο ύφος. Στις περιπτώσεις των ημι-δημόσιων συμβάντων λόγου, όπως είναι οι κλειστές στο ευρύ κοινό συνεδριάσεις, η τυποποίηση της δομής συμβαδίζει με την τυποποίηση του ύφους, το οποίο είναι μάλλον τεχνικό παρά τυπικά πληροφοριακό.

 

Ως προς ένα σημείο διαφοροποιείται η περίληψη προφορικού λόγου από την περίληψη γραπτού λόγου στο επίπεδο της συνοχής, και συγκεκριμένα της μορφολογικής συνοχής. Επειδή τα συμβάντα λόγου από τη φύση τους ενέχουν το στοιχείο της θεατρικότητας, είναι αναγκαία η "σκηνική" τους παρουσίαση, κάτι που περιττεύει στην περίπτωση ενός γραπτού κειμένου. Το θεσμικό αλλά κυρίως το καταστασιακό πλαίσιο ενός μονολόγου ή μιας συνομιλίας (αρχική κατάσταση, χώρος, χρόνος, πρόσωπα κ.ά.) είναι χρήσιμο να δοθούν, για να κατατοπιστεί σχετικά ο αναγνώστης της περίληψης. Αλλά και η διαδρομή, δηλαδή οι καμπές, όπως και η καταληκτική φάση μιας συνομιλίας είναι ενδιαφέρον να δηλώνονται. Σ' αυτό βοηθούν οι ενδείκτες που έχουμε ομαδοποιήσει και καταγράψει πιο πάνω, και μάλιστα οι τελευταίες τέσσερις κατηγορίες, που αφορούν αποκλειστικά τον συνομιλιακό λόγο. Μια ακόμη, ήσσονος σημασίας, διαφορά ανάμεσα στις δύο μορφές περίληψης είναι η ανάγκη της απαρίθμησης, που επιβάλλει κάποτε στην περίληψη προφορικού λόγου η συνεχής εναλλαγή των συνεισφορών των συνομιλητών σε μια συζήτηση. Και επειδή η απαρίθμηση είναι η απλούστερη (ή και απλοϊκότερη) και γι' αυτό περιορισμένου ενδιαφέροντος μορφή συνοχής, επιλέξαμε να δώσουμε και μια πιο συνθετική (μη γραμμική) εκδοχή περίληψης της τηλεοπτικής συζήτησης που μας απασχόλησε. 'Ενα απαιτητικό κοινό θα προτιμούσε ασφαλώς τη δεύτερη εκδοχή. Τέλος, η σταθερή χρήση του γ΄ προσώπου, του ενεστώτα, των δεικτών συνοχής (αντωνυμιών, συνδέσμων και συνδετών), η υιοθέτηση μη υποκειμενικής οπτικής (που συνεπάγεται η χρήση αξιολογικών όρων) και η γλώσσα των γεγονότων, δηλαδή η αναπαραστατική της πραγματικότητας γλώσσα, μαζί με τους γνωστούς θεματολογικούς ενδείκτες αποτελούν βασικά εργαλεία της μορφικής και της θεματικής συνοχής αντίστοιχα και στην περίληψη του προφορικού λόγου.