Σύνθεση [construction]

Χρησιμοποιείται όταν τα συστατικά μέρη μιας διαδικασίας αντικαθίστανται από έναν υψηλότερης τάξης συνθετικό όρο, όπως τα αγοράζω τούβλα, ανοίγω θεμέλια και χτίζω τοίχους, που μπορούν να αναχθούν στο χτίζω σπίτι.