Όμηρος, Ιλιάδα Κ 428-441, 469-475, 482-485

νά! Οι Θράκες νιοφερμένοι εκεί –στην άκρη, χώρια απ’ όλους–
κι ο Ρήσος, γιος του Ηονέα, στη μέση, ο βασιλιάς τους.
Σαν τ’ άλογά του εγώ όμορφα δεν είδα ή πιο μεγάλα·
χιόνι δεν είναι ασπρύτερο, ανέμοι πιο δεν τρέχουν.
Τ’ αμάξι του είναι τεχνικά μ’ ασήμια δουλεμένο
και με χρυσάφια. Αρματωσά χρυσή ήρθε αρματωμένος,
θεόρατη αριστούργημα· τέτια άρματα δεν πρέπει
άντρες ναν τα φορούν θνητοί, μόνε οι θεοί οι αιώνιοι.
[…]

Έπειτα μέσα απ’ το πηχτό το αίμα ροβολώντας
και τα κουφάρια, παν γοργά ως στων Θρακών τους λόχους.
Αφτοί απ’ τον κόπο αχόρταγα κοιμόντουσαν μ’ ομπρός τους
όλα γυρμένα κατά γης τα χάλκινα άρματά τους,
σωστά, με τάξη, τρεις σειρές· κι είχε ο καθένας δίπλα
τα γλήγορά του τ’ άλογα· κι ο Ρήσος μες στη μέση
κοιμούνταν, κι είχε πρόχειρο τ’ άσπρο εκειπά ζεβγάρι,
δεμένο πίσω με λουριά απ’ τ’ αμαξιού το γύρο.
[…] κι η άγγιχτη θεά φυσάει μες στο Διομήδη
καρδιά, και κάθιζε λαζιές δεξά ζερβά, κι οι Θράκες
ρήξανε απελιπισιάς στριγγιές καθώς με το μαχαίρι
τους σκότωνε, και κάτου η γης κοκκίνιζε απ’ το αίμα.

Χρειάζεται Flash player