Κλήμης Αλεξανδρείας, Προτρεπτικός ΙΙ,19, 1.3.4

Εἰ θέλεις δ΄ ἐποπτεῦσαι καὶ Κορυβάντων ὄργια͵ τὸν τρίτον ἀδελφὸν ἀποκτείναντες οὗτοι τὴν κεφαλὴν τοῦ νεκροῦ φοινικίδι ἐπεκαλυψάτην καὶ καταστέψαντε ἐθαψάτην͵ φέροντες ἐπὶ χαλκῆς ἀσπίδος ὑπὸ τὰς ὑπωρείας τοῦ Ὀλύμπου καὶ ταῦτ΄ ἔστι τὰ μυστήρια͵ συνελόντι φάναι͵ φόνοι καὶ τάφοι. Οἱ δὲ ἱερεῖς οἱ τῶνδε͵ οὓς Ἀνακτοτελεστὰς οἷς μέλον καλεῖν καλοῦσι͵ προσεπιτερατεύονται τῇ συμφορᾷ͵ ὁλόριζον ἀπαγορεύοντες σέλινον ἐπὶ τραπέζης τιθέναι· οἴονται γὰρ δὴ ἐκ τοῦ αἵματος τοῦ ἀπορρυέντος τοῦ Κορυβαντικοῦ τὸ σέλινον ἐκπεφυκέναι· ὥσπερ ἀμέλει καὶ αἱ θεσμοφοριάζουσαι τῆς ῥοιᾶς τοὺς κόκκους παραφυλάττουσιν ἐσθίειν· τοὺς γὰρ ἀποπεπτωκότας χαμαὶ ἐκ τῶν τοῦ Διο νύσου αἵματος σταγόνων βεβλαστηκέναι νομίζουσι τὰς ῥοιάς. Καβείρους δὲ τοὺς Κορύβαντας καλοῦντες καὶ τελετὴν Καβειρικὴν καταγγέλλουσιν· αὐτὼ γὰρ δὴ τούτω τὼ ἀδελφοκτόνω τὴν κίστην ἀνελομένω͵ ἐν ᾗ τὸ τοῦ Διονύσου αἰδοῖον ἀπέκειτο͵ εἰς Τυρρηνίαν κατήγαγον͵ εὐκλεοῦς ἔμποροι φορτίου· κἀνταῦθα διετριβέτην͵ φυγάδε ὄντε͵ τὴν πολυτίμητον εὐσεβείας διδασκαλίαν αἰδοῖα καὶ κίστην θρῃσκεύειν παραθεμένω Τυρρηνοῖς. Δι΄ ἣν αἰτίαν οὐκἀπεικότως τὸν Διόνυσόν τινες Ἄττιν προσαγορεύεσθαι θέλουσιν͵ αἰδοίων ἐστερημένον.

[Mετάφραση]

Αν θέλεις να μυηθείς και στον ανώτερο βαθμό μύησης [εννοείται η εποπτεία.] στα μυστήρια των Κορυβάντων, [άκου]: Αφού σκότωσαν τον τρίτο αδελφό, κάλυψαν το κεφάλι του νεκρού με κόκκινο πανί και τον έθαψαν, αφού τον μετέφεραν πάνω σε χάλκινη ασπίδα στις παρυφές του Ολύμπου. Αυτά είναι τα μυστήρια: με μια λέξη φόνοι και ταφές·  οι ιερείς αυτών των μυστηρίων, που για όσους ενδιαφέρονται ονομάζονται πρόεδροι των μυστηρίων των Κορυβάντων[1], προσέθεταν τούτο σαν θαύμα στο γεγονός: Απαγόρευαν να σερβίρεται πάνω στο τραπέζι σέλινο ολόκληρο, με τη ρίζα και τα φύλλα του·  γιατί πιστεύουν ότι το σέλινο φύτρωσε από το αίμα που έτρεξε από τον Κορύβαντα. Είναι βέβαια παρόμοιο το έθιμο που παρατηρείται στις γυναίκες που γιορτάζουν τα Θεσμοφόρια. Προσέχουν να μην φάνε σπόρους ροδιού που πέφτουν στη γη, επειδή θεωρούν ότι τα ρόδια βλάστησαν από τις σταγόνες του αίματος του Διόνυσου. Ονομάζοντας Κάβειρους τους Κορύβαντες μαρτυρούν και γιορτή Καβειρική·  οι δύο αδελφοκτόνοι δηλαδή πήραν την κίστη, στην οποία είχαν τοποθετηθεί τα γεννητικά όργανα του Διόνυσου, και τη μετέφεραν στην Τυρρηνία, έμποροι ενός τιμημένου φορτίου·  εκεί παρέμειναν, ως εξόριστοι, και μύησαν στην πολυτιμότατη διδασκαλία ευσέβειας, δηλαδή τα απόκρυφα όργανα και την κίστη, στους Τυρρηνούς. Γι’ αυτόν τον λόγο δικαιολογημένα κάποιοι θέλουν να προσαγορεύουν τον Άττι Διόνυσο, γιατί και αυτός είχε ευνουχισθεί.

Χρειάζεται Flash player

[1] Άνακτες ονομάζονται οι Κορύβαντες ή οι Κάβειροι σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ 38.7)