Λουκιανός, Περί του μή ραδίως πιστεύειν διαβολή 17-18

17 Παρὰ δὲ Ἀλεξάνδρῳ μεγίστη ποτὲ πασῶν ἦν διαβολή͵ εἰ λέγοιτο τις μὴ σέβειν μηδὲ προσκυνεῖν τὸν Ἡφαιστίωνα· ἐπεὶ γὰρ ἀπέθανεν Ἡφαιστίων͵ ὑπὸ τοῦ ἔρωτος Ἀλέξανδρος ἐβουλήθη προσθεῖναι καὶ τοῦτο τῇ λοιπῇ μεγαλουργίᾳ καὶ θεὸν χειροτονῆσαι τὸν τετελευτηκότα. εὐθὺς οὖν νεώς τε ἀνέστησαν αἱ πόλεις καὶ τεμένη καθιδρύετο καὶ βωμοὶ καὶ θυσίαι καὶ ἑορταὶ τῷ καινῷ τούτῳ θεῷ ἐπετελοῦντο͵ καὶ ὁ μέγιστος ὅρκος ἦν ἅπασιν Ἡφαιστίων. εἰ δέ τις ἢ μειδιάσειε πρὸς τὰ γινόμενα ἢ μὴ φαίνοιτο πάνυ εὐσεβῶν͵ θάνατος ἐπέκειτο ἡ ζημία. ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ κόλακες τὴν μειρακιώδη ταύτην τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐπιθυμίαν προσεξέκαιον εὐθὺς καὶ ἀνεζωπύρουν ὀνείρατα διηγούμενοι τοῦ Ἡφαιστίωνος͵ ἐπιφανείας τινὰς καὶ ἰάματα προσάπτοντες αὐτῷ καὶ μαντείας ἐπιφημίζοντες· καὶ τέλος ἔθυον παρέδρῳ καὶ ἀλεξικάκῳ θεῷ. ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἥδε τότε ἀκούων καὶ τᾶ τελευταῖα ἐπίστευε καὶ μέγα ἐφρόνει ὡσανεὶ οὐ θεοῦ παῖς ὢν μόνον͵ ἀλλὰ καὶ θεοὺς ποιεῖν δυνάμενος. πόσους τοίνυν οἰώμεθα τῶν Ἀλεξάνδρου φίλων παρὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἀπολαῦσαι τῆς Ἡφαιστίωνος θειότητος͵ διαβληθέντας ὡς οὐ τιμῶσι τὸν κοινὸν ἁπάντων θεόν͵ καὶ διὰ τοῦτο ἐξελαθέντας καὶ τῆς τοῦ βασιλέως εὐνοίας ἐκπεσόντας; 18 τότε καὶ Ἀγαθοκλῆς ὁ Σάμιος ταξιαρχῶν παρ΄ Ἀλεξάνδρῳ καὶ τιμώμενος παρ΄ αὐτοῦ μικροῦ δεῖν συγκαθείρχθη λέοντι διαβληθεὶς ὅτι δακρύσει επαριὼν τὸν Ἡφαιστίωνος τάφον. ἀλλ΄ ἐκείνῳ μὲν βοηθῆσαι λέγεται Περδίκκας ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν καὶ κατὰ Ἡφαιστίωνος͵ ὅτι δὴ κυνηγετοῦντί οἱ φανέντα ἐναργῆ τὸν θεὸν ἐπισκῆψαι εἰπεῖν Ἀλεξάνδρῳ φείσασθαι Ἀγαθοκλέους· οὐ γὰρ ὡς ἀπιστοῦντα οὐδὲ ὡς ἐπὶ νεκρῷ δακρῦσαι͵ ἀλλὰ τῆς πάλαι συνηθείας μνημονεύσαντα.

[Μετάφραση]

Στην αυλή του Αλέξανδρου συνέβη η μεγαλύτερη από όλες διαβολή, για την περίπτωση που λεγόταν ότι κάποιος δεν σεβόταν ούτε προσκυνούσε τον Ηφαιστίωνα. Όταν, δηλαδή, πέθανε ο Ηφαιστίωνας, από την αγάπη του γι’ αυτόν ο Αλέξανδρος θέλησε να προσθέσει και τούτο στα υπόλοιπα μεγαλουργήματά του και να θεοποιήσει τον νεκρό. Αμέσως λοιπόν οι πόλεις ανήγειραν ναούς, ιδρύονταν τεμένη και βωμοί και τελούνταν θυσίες και γιορτές προς τιμή του νέου αυτού θεού· και ο μεγαλύτερος όρκος για όλους ήταν «μα τον Ηφαιστίωνα». Κι αν κάποιος χαμογελούσε για όσα γίνονταν ή δεν φαινόταν να είναι πολύ ευσεβής, κρεμόταν από πάνω του η τιμωρία του θανάτου. Παίρνοντας αφορμή οι κόλακες από την παιδαριώδη αυτή επιθυμία του Αλέξανδρου, χωρίς να χάσουν καιρό έριχναν λάδι στη φωτιά και την αναζωπύρωναν αφηγούμενοι όνειρα του Ηφαιστίωνα και προσάπτοντάς του κάποιες εμφανίσεις και θεραπευτικές ιδιότητες και αποδίδοντάς του μαντείες. Και τελικά θυσίαζαν προς τιμή του ως θεού συμπαραστάτη που έδιωχνε το κακό. Ο Αλέξανδρος ευχαριστιόταν να τα ακούει και τελικά τα πίστευε, και είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του σαν να μην ήταν μόνο παιδί θεού, αλλά και να μπορεί να κάνει θεούς. Για πόσους, λοιπόν, από τους φίλους του Αλέξανδρου να φανταστούμε ότι υπέστησαν εκείνον τον καιρό τις συνέπειες της θεοποίησης του Ηφαιστίωνα, αφού συκοφαντήθηκαν πως δεν τιμούν τον κοινό θεό όλων και για τον λόγον αυτόν εξορίστηκαν και έχασαν την εύνοια του βασιλιά; Τότε και ο Αγαθοκλής ο Σάμιος, που ήταν ταξίαρχος στην υπηρεσία του Αλέξανδρου και είχε την εκτίμησή του, λίγο έλειψε να ριχτεί σ’ ένα λιοντάρι, επειδή συκοφαντήθηκε ότι δάκρυσε περνώντας από τον τάφο του Ηφαιστίωνα. Αλλά εκείνον λένε ότι τον βοήθησε ο Περδίκκας, αφού ορκίστηκε στο όνομα όλων των θεών και του Ηφαιστίωνα ότι τάχα, ενώ βρισκόταν στο κυνήγι, εμφανίστηκε ολοφάνερα σ’ αυτόν ο θεός και του παρήγγειλε να πει στον Αλέξανδρο να λυπηθεί τη ζωή του Αγαθοκλή· γιατί δεν δάκρυσε επειδή δεν πίστευε ούτε επειδή τον θεωρούσε νεκρό, αλλά επειδή θυμήθηκε την παλιά τους φιλία. (Μετ. Α. Σαχπεκίδης)