Άρθρα Το ζήτημα της γλώσσας στην εκπαίδευση

Σ ε λ ί δ α  3 / 5
.


ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Αν ανατρέξουμε σε θεωρίες για την εκπαίδευση και σε καθημερινές συζητήσεις θα καταλάβουμε ότι το ζήτημα των σημαντικών διαφορών μεταξύ της ομιλίας και της γραφής δεν έχει γίνει κατανοητό. Οι πιο πολλοί άνθρωποι θα συμφωνούσαν ότι η γραφή διαφέρει από την ομιλία, αλλά στην πλειοψηφία τους θα δυσκολεύονταν να πουν με ποιους τρόπους διαφέρει ο γραπτός από τον προφορικό λόγο. Γιατί, τελικά, απαιτείται γλωσσολογική κατάρτιση για να μπορεί κανείς να συζητήσει και να εντοπίσει τα γραμματικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τη γραπτή γλώσσα από την προφορική. Υπάρχουν όμως μερικοί σπουδαιότατοι λόγοι για τους οποίους η ομιλία και γραφή διαφέρουν. Διαφέρουν μάλιστα τόσο πολύ, λένε ορισμένοι, ώστε η εκμάθηση του γραμματισμού μπορεί να παρομοιαστεί, κατά κάποιον τρόπο, με την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας. Ορισμένοι από τους λόγους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: η γραφή εμφανίστηκε στην ιστορία του ανθρώπου πολύ αργότερα από ό,τι η ομιλία· εμφανίστηκε προκειμένου να καταστούν δυνατές διαδικασίες αποθήκευσης και μεταβίβασης πληροφοριών από απόσταση τόσο στο χρόνο όσο και το χώρο· διαδικασίες που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τον προφορικό λόγο και γι’ αυτό η γραφή έγινε τελικά κάτι περισσότερο από «καταγεγραμμένος λόγος», φτάνοντας να έχει το δικό της γραμματικό χαρακτήρα. Τελικά, από τη στιγμή που η γλώσσα καταγράφηκε (μια δραστηριότητα που επιτεύχθηκε μόνο σε λίγα μέρη του κόσμου), δημιούργησε μια νέα συνείδηση για το λόγο, ωθώντας τους ανθρώπους να στοχαστούν σχετικά με τη δομή και τους σκοπούς που επιτελεί. Η συνειδητοποίηση, με τον καιρό, οδήγησε σε σημαντικές θεωρητικοποιήσεις ως προς τη φύση της γραμματικής και το ρόλο της στην οργάνωση αποσπασμάτων λόγου, τα οποία σήμερα τουλάχιστον μας είναι γνωστά ως κείμενα.

Σε τι αφορούν όλα αυτά τις εκπαιδευτικές πρακτικές; Πιστεύω ότι τις αφορούν σε μεγάλο βαθμό. Μεταξύ άλλων, εστιάζουν στο γεγονός ότι υπάρχουν σοβαροί λειτουργικοί λόγοι για τους οποίους η γραπτή γλώσσα διαφέρει από την ομιλία και υπονοούν ότι η εκμάθηση του γραμματισμού δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο που το παιδί μαθαίνει να μιλάει. H ομιλία και η γραφή υπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και τα εκπαιδευτικά προγράμματα θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να συμβάλλουν στην επίγνωση αυτών των διαφορετικών σκοπών, καλλιεργώντας την περιέργεια και το ενδιαφέρον των μαθητών/τριών για τη φύση και των δύο. Επίσης, η επίγνωση των διαφορών μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου θα πρέπει να είναι στη βάση διαφόρων παιδαγωγικών πρακτικών στην τάξη.

Τα πρώτα βήματα στη σχολική μάθηση συνεπάγονται αναγκαστικά μια σοβαρή δέσμευση για την εκμάθηση των βασικών στοιχείων τόσο του γραμματισμού όσο και του «αριθμητισμού», γιατί αυτά τα δύο είναι εξαιρετικά σημαντικά εργαλεία για κάθε είδους μάθηση. Τα πρώτα χρόνια του γραμματισμού, τα οποία, όπως εξέθεσα πιο πάνω, θα πρέπει πάντοτε να εστιάζουν στη συμμετοχή σε ουσιαστικές δραστηριότητες, βρίσκουν τα μικρά παιδιά απορροφημένα από την εκμάθηση των βασικών στοιχείων του συστήματος ορθογραφίας και χειρογραφίας. Προκειμένου να ανταποκριθούν σε αυτά και στην τεράστια πρόκληση του να μάθουν να οργανώνουν τη σκέψη τους προκειμένου να την αποτυπώσουν γραπτά, τα μικρά παιδιά καλούνται να γράφουν πολύ απλά κείμενα, όπως ακριβώς μαθαίνουν και να διαβάζουν πολύ απλά κείμενα. Τα πρώτα γραπτά κείμενα που χειρίζονται βρίσκονται πιο κοντά στα μοτίβα της ομιλίας παρά της ώριμης γραφής, ως προς τη γραμματική τους οργάνωση. Αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα που πρέπει να κατανοήσουμε, γιατί μας βοηθά να εκθέσουμε τον παραλογισμό του ισχυρισμού ότι οι «βασικές γνώσεις» του γραμματιμσού εμπεδώνονται στα πρώτα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσης. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζονται πολλά χρόνια για να τελειοποιήσει κανείς τα χαρακτηριστικά της γραπτής γλώσσας και πολλές από τις πιο σημαντικές πλευρές του γραμματισμού δεν θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητές από τα μικρά παιδιά. Επιπλέον, ένα γεγονός το οποίο έχει διαπιστωθεί από πολλές έρευνες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αγγλική γλώσσα, είναι ότι η εμφάνιση πολλών χαρακτηριστικών της γραπτής γλώσσας εκδηλώνεται στην ύστερη παιδική ηλικία και την εφηβεία το νωρίτερο. Γι’ αυτό το λόγο, η μετάβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι τόσο σημαντική. Σ’ αυτή την περίοδο, οι μαθητές/τριες πρέπει να αντιμετωπίσουν τη γραμματική οργάνωση της γραπτής γλώσσας, γιατί τα διάφορα σχολικά μαθήματα ή οι επιστημονικοί χώροι που συνιστούν το διευρυμένο πρόγραμμα σπουδών του δευτεροβάθμιου σχολείου βασίζονται όλο και περισσότερο στη γραπτή γλώσσα. Ένας προοδευτικά αυξανόμενος αριθμός πληροφοριών πρέπει να ερευνηθεί μέσω βιβλίων και άλλου έντυπου υλικού, ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις στη γραφή γίνονται προοδευτικά το μέτρο της σχολικής επιτυχίας για κάθε μαθητή/τρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Το σημαντικότερο γραμματικό χαρακτηριστικό που σηματοδοτεί τη διαφορά της φύσης της γραπτής γλώσσας από την ομιλία στην αγγλική [και σε άλλες γλώσσες] είναι η εμφάνιση της αφαίρεσης, δηλαδή του αφαιρετικού λόγου. Αυτό πραγματώνεται μέσω ορισμένων γραμματικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της τάσης της αγγλικής να μετατρέπει τα γεγονότα (του προφορικού λόγου) σε αντικείμενα (στον γραπτό λόγο), μέσω μιας διαδικασίας που ο Halliday (1994) ονομάζει «γραμματική μεταφορά». Δημιουργούνται έτσι μεγάλες ομαδικές ονοματικές δομές, που αναφέρονται συχνά ως «ονοματικές φράσεις». Αλλάζουν επίσης τα μοτίβα χρήσης των συνδέσμων, εν μέρει ως συνέπεια της μεγαλύτερης χρήσης της αφαίρεσης. Τέλος, είναι τέτοια η πίεση που ασκεί η οργάνωση της γραπτής γλώσσας που τείνουν επίσης να αλλάξουν τα χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται ή θεματοποιούνται ως σημείο εκκίνησης του μηνύματος της φράσης. Φυσικά, μπορώ να κάνω μόνο υποθέσεις όσον αφορά τη φύση της ελληνικής γλώσσας και δεν φαντάζομαι πως όλα όσα ισχύουν για τα αγγλικά ισχύουν αναγκαστικά και για τα ελληνικά. Όμως, πιστεύω ότι όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες εμφανίζουν παρόμοιες τάσεις στις γραμματικές αλλαγές που επέρχονται με το πέρασμα από το λόγο στη γραφή. Αυτές οι τάσεις εμφανίζονται λόγω της προδιάθεσης της γραφής να παίρνει τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην ομιλία και να τις μετατρέπει σε «πράγματα» ή φαινόμενα ή αφηρημένα αντικείμενα της γραφής. Μόνο μια λειτουργική γλωσσολογική θεωρία μπορεί να διαφωτίσει και να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο και να το καταστήσει αξιοποιήσιμο για την εκπαιδευτική πρακτική.

Η δική μου πρόσφατη έρευνα σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Μελβούρνη (1999β, Christie & Soosai 1999) καθιστά σαφές το πόσο σημαντική είναι η προσαρμογή που πρέπει να κάνουν πολλοί μαθητές/τριες κατά τη μετάβασή τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πόσο δύσκολο είναι για πολλούς/ές μαθητές/τριες να χειρίζονται τη γραπτή γλώσσα που απαιτείται για τη δευτεροβάθμια σχολική εκπαίδευση. Η εκμάθηση τόσο της προφορικής όσο και της γραπτής γλώσσας παραμένει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως άλλωστε και της πρωτοβάθμιας, και τα προγράμματα κατάρτισης εκπαιδευτικών πρέπει να προετοιμάζουν καλύτερα τους/τις εκπαιδευτικούς για να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της εκμάθησης της γλώσσας και γενικότερα του γραμματισμού στο σχολείο.

Στο πρώτο μέρος, αναφέρθηκα σε άλλες κοινωνικές θεωρίες που συμπληρώνουν τη γλωσσολογική θεωρία που θα έπρεπε να εμπνέει κάθε είδους εκπαιδευτική γλωσσολογία. Θα ήθελα στη συνέχεια να αναφερθώ σ’ αυτές, αν και ο χώρος θα μου επιτρέψει μόνο μια πολύ σύντομη συζήτηση.

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας