ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

SSds.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ

David Graddol & Oliver Boyd Barrett.
Media texts: Authors and Readers.

 

 

Multilingual Matters LTD - The Open University
Κλήβεντον/ Φιλαδέλφεια /Αδελαϊδα, 1994

Ο τόμος είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας γλωσσολόγων και μελετητών των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και αποτελείται από 18 συμβολές. Στο πρώτο τμήμα τίθεται το γενικό πλαίσιο της συνάντησης της γλωσσολογικής θεωρίας με τη θεωρία του κειμένου μέσα από δύο συμβολές, του Graddol και του Boyd-Barrett. Ο Graddol σκιαγραφεί την ιστορία των στρουκτουραλιστικών προσεγγίσεων της γλώσσας, καθώς και τις ρίζες των κοινωνιογλωσσολογικών και των μεταμοντέρνων θεωριών. Με εισαγωγικό τρόπο συζητά επίσης τη διεύρυνση των ορισμών του κειμένου τα τελευταία χρόνια, έτσι ώστε να γίνεται πλέον λόγος για κείμενο των ΜΜΕ [media text] και να αναλύεται αυτό με τρόπο παρόμοιο του γλωσσικού κειμένου. Ο Boyd-Barrett συζητά τη συμβολή της γλωσσολογικής θεωρίας στην ανάλυση των κειμένων των ΜΜΕ, συμβολή που συμβαδίζει με τη γλωσσολογική στροφή στις ανθρωπιστικές σπουδές στα τέλη του 20ού αιώνα. Το δεύτερο τμήμα του έργου προσεγγίζει τον τρόπο δόμησης των κειμένων. Καίριας σημασίας στην προσέγγιση αυτή είναι η θεωρία του Halliday, ο οποίος στο παρόν έργο συζητά τους διαφορετικούς τρόπους δόμησης της προφορικής και της γραπτής γλώσσας. Επειδή θεωρεί ότι τα κείμενα δεν κωδικοποιούν μόνο ιδέες αλλά και κοινωνικές ταυτότητες, κοινωνικές σχέσεις και ευρύτερες ιδεολογίες, καταλήγει ότι η γραπτή και η προφορική γλώσσα αποτελούν δύο διαφορετικούς τρόπους δόμησης του κειμένου. Στο ίδιο πνεύμα με την ανάλυση του Halliday, η Hasan περιγράφει το πλήθος των τεχνικών που κάνουν ένα κείμενο να έχει υφή κειμένου [texture], δηλαδή να είναι κείμενο και όχι μια λίστα προτάσεων. Ο Fowler πραγματοποιεί μια ανάλυση των γλωσσολογικών χαρακτηριστικών του λόγου των εφημερίδων, αποδίδοντας "υστερικό ύφος στον τύπο", ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που θίγει ζητήματα μαζικής κατανάλωσης. Ο Bell εξετάζει τον τρόπο δόμησης των κειμένων των εφημερίδων και αποδεικνύει ότι σε αυτά η αφήγηση δεν δομείται χρονολογικά, αλλά με τρόπο τέτοιο που αντανακλά αξιολογικές προσεγγίσεις των ειδήσεων. Ο Turner εξηγεί τον τρόπο που λειτουργούν οι "γλώσσες του κινηματογράφου" και εισάγει τον αναγνώστη στις βασικές τεχνικές της κινηματογραφικής λήψης και στο ρόλο της ηχοληψίας και του φωτισμού κατά τη δόμηση του κινηματογραφικού κειμένου. Ο Graddol, ανακεφαλαιώνοντας τις τρεις προηγούμενες συμβολές, εξετάζει το πώς στις τηλεοπτικές ειδήσεις ενυπάρχει μια διαρκής ένταση μεταξύ της λεκτικής και της οπτικής αφηγηματολογίας και μεταξύ των αντικειμενικών και των υποκειμενικών τρόπων αναπαράστασης. Το τρίτο μέρος του έργου ασχολείται με το ζήτημα του συγγραφέα και της εγκυρότητάς του. Ο Minnis περιγράφει διεισδυτικά τη μεσαιωνική αντίληψη για το συγγραφέα, υπενθυμίζοντας την κάποτε στενή σημασιολογική σχέση ανάμεσα στην έννοια του συγγραφέα και της εξουσίας. Στη συνέχεια παρατίθεται ένα κείμενο του Barthes, που θέτει το νόμιμο ερώτημα εάν το κείμενο έχει πράγματι έναν προσδιορισμένο συγγραφέα, όταν ο ρόλος του αναγνώστη στην παραγωγή νοήματος είναι τόσο καίριος, ώστε να καθιστά το κείμενο ετερόγλωσσο. Εξίσου νόμιμο είναι και το ερώτημα που τίθεται από την επόμενη συμβολή, του Harris, σχετικά με το κατά πόσο η επιρροή που άσκησε στη σκέψη του 20ού αιώνα η σωσσυριανή σκέψη είναι αποτέλεσμα κατασκευής και ερμηνείας του σωσσυριανού έργου από τους μαθητές του Σωσσύρ ή είναι δυνατόν να ανασκευαστεί μια αρχική πρόθεση του ίδιου του διανοητή. Η Moss σχολιάζει το πώς η λαϊκή λογοτεχνία και η πρόσληψή της από τους νέους ανθρώπους δεν μπορεί να θεαθεί μόνο ως αντικείμενο φτηνής κατανάλωσης, αλλά η ίδια η λαϊκή λογοτεχνία μπορεί να προκαλέσει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ του αναγνώστη και του κειμένου. Το τέταρτο και τελευταίο μέρος του τόμου ασχολείται με τη σχέση των αναγνωστών με το κείμενο. Η συμβολή του Hill επικεντρώνεται στις ιδεολογικές επιδράσεις των τηλεοπτικών κειμένων. Υποστηρίζει ότι οι δυνατές θέσεις που οι θεατές μπορούν να λάβουν ως προς ένα τηλεοπτικό κείμενο είναι τρεις: της ιδεολογικής αποδοχής του, της εκ των προτέρων απόρριψής του ή τέλος μια θέση διαπραγμάτευσης όπου οι θεατές είναι προετοιμασμένοι/-ες να τροποποιήσουν κάποιες από τις θέσεις τους, προκειμένου να "εμπλακούν" με το κείμενο. Στην κατεύθυνση της ανάλυσης του Halliday κινείται και η επόμενη συμβολή, της Meinhof, η οποία υποστηρίζει ότι ο τρόπος που οι θεατές ερμηνεύουν τις τηλεοπτικές εικόνες είναι εν πολλοίς απρόβλεπτος, αφού τα μηνύματα που δίνονται μέσω των λεκτικών και των οπτικών διαύλων είναι διαφορετικά. Ο Fiske στη συνέχεια μελετά τα τηλεοπτικά κείμενα ως πηγή ικανοποίησης. Διερωτάται εάν η ικανοποίηση είναι χώρος αντίστασης, χώρος όπου η ανθρώπινη υποκειμενικότητα μπορεί να βιώσει τον έλεγχο πάνω στη ζωή της. Το τέταρτο μέρος, αλλά και ο τόμος, κλείνει με το άρθρο του Moores, ο οποίος προσφέρει μια χρήσιμη επισκόπηση των διαφορετικών θεωριών για τις σχέσεις μεταξύ κειμένων, αναγνωστών και συμφραστικών περιβαλλόντων. Εντάσσει τις διάφορες σχολές σκέψης -και τις πρόσφατες εθνογραφικές προσεγγίσεις των ακροατηρίων των ΜΜΕ- στα κοινωνικά τους συμφραζόμενα. Ο τόμος στο σύνολό του αποτελεί χρήσιμο βοήθημα για γλωσσολόγους, αλλά και για όσους/-ες ασχολούνται με τα κείμενα, σε μια εποχή όπου το τι είναι κείμενο είναι υπό διαρκή διαπραγμάτευση.

Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας