ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

SSds.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Barry Stierer & Janet Maybin (επιμ.).
Language, Literacy and Learning in Educational Practice

 

Multilingual Matters LTD - The Open University
Κλήβεντον/ Φιλαδέλφεια /Αδελαϊδα, 1994

Βασικός στόχος του τόμου είναι να βοηθήσει τους αναγνώστες να κατανοήσουν πώς η ανάπτυξη της θεωρίας για τη γλώσσα και το γραμματισμό μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη για την καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική. Ο τόμος αποτελείται από 20 συμβολές που προέρχονται από όλο το φάσμα των προσεγγίσεων, από την ανθρωπολογία και τις πολιτισμικές σπουδές έως την ψυχολογία και το πεδίο του κριτικού γραμματισμού. Στο πρώτο μέρος επισημαίνεται η εννοιολογική βαρύτητα των νέων προσεγγίσεων στην παιδαγωγική και τα αναλυτικά προγράμματα. Ο Willinsky σκιαγραφεί τις καινοτομίες στο χώρο του γραμματισμού και συμπεραίνει ότι οι πρακτικές του "Νέου Γραμματισμού" συνιστούν πραγματική πρόκληση όχι μόνο για τα παραδοσιακά μοντέλα γλώσσας και γραμματισμού, αλλά και για τις ίδιες τις έννοιες της διδασκαλίας και της μάθησης. Ο Hall περιγράφει την έρευνα για τον "αναδυόμενο γραμματισμό", σύμφωνα με την οποία το παιδί ήδη από πολύ μικρή ηλικία παρατηρεί και συμμετέχει σε πρακτικές γραμματισμού. Η άποψη αυτή θέτει σε αμφισβήτηση τη συμβατική άποψη που αποδέχεται μια ηλικία-κατώφλι, μετά την οποία αρχίζει η διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης. Η συμβολή του Buckingham αναλύει κριτικά τις διαφορετικές παραδόσεις και μοντέλα που υπάρχουν στη σχετική με τα ΜΜΕ εκπαίδευση. Το δεύτερο μέρος του τόμου είναι αφιερωμένο στις κοινωνικά προσανατολισμένες θεωρήσεις για τη γλώσσα και τη μάθηση. Από αυτές τις θεωρήσεις δεν θα μπορούσε να λείπει η άποψη του ρώσου διανοητή Vygotsky, που αναπτύχθηκε στη Σοβιετική Ένωση των δεκαετιών του '20 και του '30. Στα αποσπάσματα του έργου του που περιλαμβάνονται στον τόμο εξηγείται το πώς η γνωστική ανάπτυξη αλληλεπιδρά με τη μάθηση. Στη συνέχεια, στη συμβολή του Bruner -ερμηνευτή του βυγκοτσκιανού έργου- υποστηρίζεται ότι το μικρό παιδί έχει μεν κληρονομημένες επικοινωνιακές ικανότητες, αλλά η ανάπτυξη της γλώσσας του μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα σε πλαίσια κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όπου οι ενήλικες μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη με κρίσιμο τρόπο. Η πολυπλοκότητα της σχέσης μεταξύ της γλωσσικής ανάπτυξης και του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στα πολυγλωσσικά περιβάλλοντα, όπως αποδεικνύει η Mayor στο άρθρο της. Συζητά τη γλωσσική ανάπτυξη του δίγλωσσου παιδιού και περιγράφει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της διγλωσσίας στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα. Ο Mercer προτείνει τρόπους με τους οποίους πλευρές της βυγκοτσκιανής θεωρίας μπορούν να βοηθήσουν τους/τις εκπαιδευτικούς να αναπτύξουν διδακτικές και μαθησιακές πρακτικές. Στο τρίτο μέρος οι παιδαγωγικές της ανάγνωσης εξετάζονται ως "ανταγωνιστικοί λόγοι" [competing discourses] με την έννοια που δίνει στον όρο ο Fairclough. Το άρθρο του Turner, που όταν εκδόθηκε ως μονογραφία στη Βρετανία το 1990 προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, αναλύει τη σημαντική πτώση των επιδόσεων των εφτάχρονων μαθητών/-τριών στην ανάγνωση κατά τη δεκαετία του '80. Το γεγονός κατά το συγγραφέα οφείλεται στο ότι οι εκπαιδευτικοί υιοθέτησαν μια αντίληψη για τη διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης που αντιμετώπιζε τα διδακτικά εγχειρίδια ως "πραγματικά βιβλία". Κριτική σε αυτή την άποψη ασκεί η επόμενη συμβολή, του Stierer, που προσπαθεί να μειώσει την ένταση στην εκπαιδευτική διαμάχη για την πρώτη ανάγνωση και τη διδασκαλία της. Το τέταρτο μέρος του τόμου προσεγγίζει το θέμα της χρήσης, της διδασκαλίας και της αξιολόγησης του προφορικού λόγου στη σχολική τάξη. Η Maclure παρουσιάζει το πώς η διδασκαλία του προφορικού λόγου ("προφορισμός" [oracy]) μπορεί να υπακούει σε διαφορετικές αλλά και αλληλοσυμπληρούμενες λογικές: "προφορισμός" για προσωπική ανάπτυξη, για γνώση, για πολιτισμικό μετασχηματισμό. Η Fischer ερευνά τη συμβολή των διαφόρων ειδών ομιλίας στη γνωστική ανάπτυξη μιας μικρής ομάδας παιδιών που δουλεύει στον υπολογιστή. Η συμβολή της Swann μελετά την ομιλία στην τάξη ως θέμα ισότητας ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα. Στο θέμα διακρίνει τρεις προσεγγίσεις: την αντισεξιστική, τη φιλελεύθερη, και την υποστηρικτική προς τα κορίτσια. Η συμβολή του Torrance ασχολείται με το κρίσιμο θέμα της αξιολόγησης της προφορικής γλώσσας στο σχολείο. Διακρίνει μεταξύ της "προφορικής αξιολόγησης" και της "αξιολόγησης της προφορικής επικοινωνίας". Η πρώτη αντιμετωπίζει το διάλογο ως μαθησιακό εργαλείο, ενώ η δεύτερη βλέπει την ομιλία ως μέρος της "επικοινωνιακής επάρκειας". Οι Edwards & Mercer αναπτύσσουν τη βυγκοτσκιανή αντίληψη ότι τα παιδιά εσωτερικεύουν το διάλογο και στη συνέχεια θέτουν το ερώτημα κατά πόσο μαθητές/-τριες και δάσκαλοι/-ες μοιράζονται την κοινή κατανόηση ενός διαλόγου κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας στην τάξη. Το τέταρτο μέρος κλείνει με τη συμβολή της Dyson, η οποία μετά από μελέτη περιπτώσεων για το ρόλο που παίζει η ανεπίσημη συνομιλία στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των παιδιών στη γραφή, υποστηρίζει ότι οι γνωστικές λειτουργίες των παιδιών πρώτα αναπτύσσονται σε κοινωνικά, διαπροσωπικά συμφραζόμενα και μετά εσωτερικεύονται σε ατομικό επίπεδο. Το πέμπτο και τελευταίο μέρος ασχολείται με την πρακτική της γραφής στις σχολικές τάξεις. Οι Martin, Christie & Rothery παρουσιάζουν τη θεωρία των κειμενικών ειδών στη διδασκαλία της γραφής, θεωρία που αναπτύσσεται στα πλαίσια της λειτουργικής γλωσσολογίας του Halliday. Υποστηρίζουν ότι τα παιδιά, προκειμένου να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στα γραπτά "κειμενικά είδη", πρέπει να αποκτήσουν συνείδηση των λειτουργιών, των ειδικών χαρακτηριστικών, αλλά και της ποικιλότητας των διαφόρων "κειμενικών ειδών". Κριτική στην παραπάνω προσέγγιση ασκείται στην επόμενη συμβολή, της Barrs, η οποία υποστηρίζει ότι η θεωρία των "κειμενικών ειδών" δεν λαμβάνει υπόψη της τις σημαντικές ομοιότητες που παρατηρούνται στην εκμάθηση της γραπτής και της προφορικής γλώσσας από τα παιδιά, καθώς και το γενονός ότι τα παιδιά αυξάνουν την ευαισθησία τους στα διάφορα επίπεδα ύφους της γραπτής γλώσσας μέσω της ανάγνωσης. Η Gilbert στην επόμενη συμβολή επιχειρεί να αποκαλύψει πώς η μεταφορά της "δημιουργικότητας" που χαρακτηρίζει τον "προοδευτικό" λόγο της διδασκαλίας της γραφής στο σχολείο είναι κατασκεύασμα της ρομαντικής και ατομικιστικής ιδεολογίας. Κατά τη συγγραφέα, η προσπάθεια να γίνουν όλα τα παιδιά "συγγραφείς" ενεργοποιώντας τις γλωσσικές και πολιτιστικές δυνατότητές τους, αποκρύπτει το γεγονός ότι στην κοινωνία αυτές οι πηγές δυνατοτήτων είναι άνισα κατανεμημένες. Ο Richmond προσφέρει μια επισκόπηση της συζήτησης για τη γλωσσική επίγνωση και τη γνώση επί της γλώσσας, επικεντρώνοντας στο πώς τα παιδιά κατανοούν τα συντακτικά και σημασιολογικά χαρακτηριστικά της γλώσσας κατά τη διαδικασία της γραφής. Το πέμπτο μέρος, αλλά και ο τόμος, κλείνει με τη συμβολή δύο γνωστικών ψυχολόγων, των Scardamalia & Bereiter, οι οποίοι επικεντρώνονται στο αν η γραφή μπορεί να αναπτύξει τη σκέψη. Υποστηρίζουν ότι κατά τη διαδικασία της γραφής γεννάται μια σύγκρουση ανάμεσα στο περιεχόμενο που ο συγγραφέας θέλει να εκφράσει και στις κειμενικές δομές μέσω των οποίων πρέπει να εκφραστεί το περιεχόμενο. Αυτή η διαλεκτική διαδικασία αφενός αναπτύσσει τη γνώση και την κατανόηση, αφετέρου βελτιώνει τις συγγραφικές ικανότητες του γράφοντος. Η ευρύτητα των προσεγγίσεων που περιέχει ο τόμος, η μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων, καθώς και η θεωρητική εμβάθυνση που διακρίνει τις συμβολές, καθιστούν τον τόμο ιδιαίτερα χρήσιμο για όσους/-ες ασχολούνται με την εκπαίδευση, στη θεωρία ή στην πράξη.

Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας