ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

 

ΝΟΡΜΑ, ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

της Μαρίας Κακριδή

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΝΟΡΜΑΣ KAI H ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται από την εκπαίδευση οι διάφορες γεωγραφικές και κοινωνικές ποικιλίες μιας γλώσσας έχει άμεση σχέση και εξάρτηση από το πώς αντιλαμβάνεται η συγκεκριμένη κοινότητα τη νόρμα, την πρότυπη δηλαδή ποικιλία που θεωρείται επιθυμητό να χρησιμοποιoύν τα μέλη της, τουλάχιστον στις δημόσιες και επίσημες περιστάσεις. Όσο πιο ισχυρή και διαδεδομένη είναι η πρότυπη αυτή ποικιλία, τόσο περισσότερο αντιστρατεύεται τη χρήση των άλλων γλωσσικών ποικιλιών, καθορίζοντας έτσι και την εκπαιδευτική και γενικότερη τύχη τους.

Ορισμός

Ονομάζουμε νόρμα τη μορφή της γλώσσας που μια ομάδα θεωρεί υπόδειγμα χρήσης, την πρότυπη δηλαδή μορφή γλώσσας που προκρίνει. Δεν ασχολούμαστε εδώ με μιαν άλλη σημασία του όρου, κατά την οποία η νόρμα αφορά τις επικρατέστερες γλωσσικές συνήθειες μιας κοινότητας, τους τύπους δηλαδή που πράγματι επικρατούν, άσχετα με το ποιους η ίδια η κοινότητα θεωρεί πρότυπους. Η εκπαίδευση εξ ορισμού ενδιαφέρεται για την πρώτη σημασία, του υποδείγματος. Πρόκειται ουσιαστικά για ρυθμιστική αντιμετώπιση της γλώσσας, προφορικής και γραπτής. Ανάλογα με τα επίπεδα που αφορά η ρύθμιση, μπορούμε να διαχωρίσουμε εθνική νόρμα (σε εθνικό επίπεδο, π.χ. η νόρμα της κοινής νέας ελληνικής), τοπική νόρμα (σε τοπικό επίπεδο, π.χ. η νόρμα της κρητικής διαλέκτου), περιστασιακή νόρμα (το είδος δηλ. της γλώσσας που θεωρείται το καταλληλότερο για μια περίσταση), σχολική νόρμα  (η ακριβής μορφή που διδάσκεται στα σχολεία) κ.λπ.

Σε επίπεδο οργανωμένου συνόλου (π.χ. κράτους) η νόρμα συμπίπτει συνήθως με την επίσημη εθνική γλώσσα και καθορίζει την εκπαιδευτική γλωσσική πολιτική: υπάρχει ένα «πρότυπο» ή «υπόδειγμα» γλώσσας, το οποίο πρέπει να μάθουν να χειρίζονται οι μαθητές/-τριες, για να είναι κοινωνικά αποδεκτές ορισμένες χρήσεις της γλώσσας τους, κυρίως η σχολική και γενικότερα η επίσημη γραπτή.

Αν και οι όροι «πρότυπο» και «υπόδειγμα» έχουν αξιολογική χροιά, από γλωσσολογική άποψη η νόρμα δεν υπερέχει από τις μη πρότυπες ποικιλίες. Οι λόγοι της επιλογής της μιας μορφής γλώσσας αντί της άλλης είναι καθαρά εξωγλωσσικοί: ιστορικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί. Ιστορικά, ως πρότυπη γλώσσα επιλέγεται συνήθως η μορφή της γλώσσας που χρησιμοποιεί η εθνική, κοινωνική, ή γεωγραφική ομάδα που καταλαμβάνει και κατέχει την εξουσία και τους θεσμούς που της αντιστοιχούν.

Η επιλογή όμως μιας ποικιλίας ως πρότυπης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην περαιτέρω (γλωσσική) εξέλιξή της. Πιο συγκεκριμένα, η μορφή που επιλέγεται και χρησιμοποιείται ως νόρμα καλλιεργείται γενικά περισσότερο από τις μη πρότυπες ποικιλίες, καταγράφεται και κωδικοποιείται σε λεξικά και γραμματικές και εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις και εκφραστικούς τρόπους. Η ευρύτερη αυτή καλλιέργεια οφείλεται στο γεγονός ότι η νόρμα χρησιμεύει στην εξυπηρέτηση διαφόρων περισσότερο ή λιγότερο επίσημων λειτουργιών του δημόσιου βίου: νομοθεσία, διοίκηση, εκπαίδευση, εμπόριο, επιστήμες, μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.ά.

Χαρακτηριστικά

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει την πρότυπη ποικιλία από τις μη πρότυπες είναι το κύρος που απολαμβάνει στην κοινότητα όπου επικρατεί. Το κύρος αυτό προέρχεται από τις ιστορικές συγκυρίες που επέβαλαν μια συγκεκριμένη νόρμα, ενισχύεται δε από τις επίσημες περιστάσεις που υπαγορεύουν τη χρήση της. Κατά συνέπεια, η σχέση της πρότυπης ποικιλίας με τις υπόλοιπες ποικιλίες που μιλιούνται στην κοινότητα είναι σχέση ανισοτιμίας.

Το δεύτερο σημαντικό γνώρισμά της είναι ο ενοποιητικός της χαρακτήρας για τις διάφορες ομάδες της ευρύτερης κοινότητας, γεωγραφικές και κοινωνικές, οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους γλωσσικά και χρησιμοποιούν συνήθως τη νόρμα ως γλώσσα κοινής συνεννόησης. Η νόρμα λειτουργεί έτσι συνεκτικά για τις επιμέρους ομάδες ενός συνόλου, οι οποίες προβάλλουν σ’ αυτήν το αίσθημα ότι ανήκουν κάπου από κοινού. Αυτό, αν και δεν εμποδίζει απαραίτητα τη συνέχιση της ύπαρξης γλωσσικών ποικιλιών στην κοινότητα, καθορίζει ένα φάσμα σχέσεων ανάμεσα σ’ αυτές και τη νόρμα που μπορεί να εκτείνεται από τη συμπληρωματική μέχρι και την ανταγωνιστική τους χρήση.

Τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν ως επακόλουθο οι πρότυπες ποικιλίες να χαρακτηρίζονται συνήθως από τάση για σταθερότητα και μονιμότητα, να αντιστέκονται δηλ. στις αλλαγές και τις εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την κοινή ανεπίσημη χρήση. Οπωσδήποτε, οι επιμέρους μεταβολές της γλώσσας στο πέρασμα του χρόνου χρειάζεται κάποια στιγμή να ενσωματώνονται οργανικά στη νόρμα, αλλιώς αυτή παύει να αντιπροσωπεύει τη γλωσσική πραγματικότητα1.1. Η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός της νόρμας σύμφωνα με τις εξελισσόμενες ανάγκες της κοινωνίας οδηγούν σε γλωσσικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, ανάλογα με τη στάση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων του πληθυσμού απέναντι στην ίδια τη νόρμα, προξενούν θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις.

Τέλος, η νόρμα μπορεί να είναι ρητά διατυπωμένη ή όχι. Σε τοπικό π.χ. επίπεδο, όπου οι νόρμες των επιμέρους τοπικών ομάδων βασίζονται κυρίως στην προφορική παράδοση, οι πρότυπες χρήσεις μεταδίδονται προφορικά, χωρίς να χρειάζεται η ρητή έκφρασή τους. Η έννοια της νόρμας, ωστόσο, έχει σχεδόν κατεξοχήν συνδεθεί με τον (επίσημο) γραπτό λόγο και τις χρήσεις του, γι’ αυτό και σε εθνικό επίπεδο τυποποιείται συνήθως με ρητό τρόπο σε λεξικά και γραμματικές.

Τυποποίηση της νόρμας

Η τυποποίηση της νόρμας συνίσταται στην ρητή κωδικοποίηση και περιγραφή των κανόνων που θεωρείται ότι πρέπει να διέπουν τη χρήση της1.2. Η τυποποίηση αυτή αφορά κυρίως τη μορφολογία, τη σύνταξη, τη διαμόρφωση του λεξιλογίου και την ορθογραφία της, χωρίς να αποκλείεται και η ρύθμιση της προφορικής μορφής της (βλ. π.χ. οδηγίες εκφοράς του λόγου σε ραδιοφωνικούς σταθμούς). Γραμματικές, λεξικά και ορθογραφικοί κανόνες εξυπηρετούν συνήθως αυτή τη λειτουργία της τυποποίησης, καθορίζοντας ρυθμιστικά τα όρια της ισχύουσας νόρμας.

Οι διαδικασίες τυποποίησης που ακολουθούνται συνήθως κατά την επιλογή μιας νόρμας είναι κατά σειρά οι εξής:

1) επιλογή της πρότυπης ποικιλίας συνολικά (σε σχέση δηλαδή με άλλες συνυπάρχουσες)×
2) επιλογή των πρότυπων τύπων μέσα στα πλαίσια της ίδιας της ποικιλίας×
3) εκσυγχρονισμός και εμπλουτισμός των πρότυπων τύπων λόγω εξέλιξης.

Οι διαδικασίες εφαρμογής και εξάπλωσης της νόρμας περνούν κυρίως μέσα από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, ενώ άλλοι θεσμοί που την ενισχύουν είναι οι διάφορες ακαδημίες, οργανισμοί και ιδρύματα (εκπαιδευτικά-πανεπιστημιακά), εκδοτικοί οίκοι, τα ΜΜΕ κ.ά.

Στάσεις απέναντι στη νόρμα

Δεδομένου ότι η πρότυπη ποικιλία μιας κοινότητας συνδέεται εξ ορισμού με ομάδες και θεσμούς εξουσίας και περιβάλλεται από το κύρος τους, θετική στάση απέναντι σ’ αυτήν έχουν συνήθως οι ίδιες οι ομάδες που κατέχουν την εξουσία, καθώς και εκείνες που θεωρούν ότι μπορούν να επιτύχουν κοινωνική άνοδο μέσω (μεταξύ άλλων) μιας κοινωνικά καταξιωμένης γλωσσικής χρήσης. Σ’ αυτές προστίθενται και οι εκπαιδευτικοί, λόγω της στενής τους εμπλοκής με τη διδασκαλία και τη διάδοση της νόρμας. Αντίθετα, αρνητική στάση απέναντί της μπορεί να έχουν ενδεχομένως μαθητές/-τριες ή ομιλητές/-τριες μη πρότυπων ποικιλιών ή ομάδες αμφισβήτησης κατεστημένων καταστάσεων (π.χ. οι νέοι/-ες). Αν και πρόκειται για ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα, που δεν επιδέχεται απλουστευτικές απαντήσεις, οπωσδήποτε η στάση της κοινότητας και των επιμέρους ομάδων της απέναντι στην υπάρχουσα νόρμα καθορίζει και την περαιτέρω τύχη της: διατήρηση, ανανέωση, μερικός εκσυγχρονισμός, ανατροπή της κτλ.

ΝΟΡΜΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Σε μια κοινότητα η οποία επιλέγει ενιαίο τρόπο εκπαίδευσης των παιδιών της μέσω της διδασκαλίας μιας μόνο νόρμας –και αυτό συμβαίνει σε πολλές από τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες– είναι φυσικό, παρά τις πιθανές θετικές πλευρές μιας τέτοιας επιλογής (ενιαία εκπαίδευση και εκπαιδευτικό υλικό, ευκαιρίες για κοινωνική άνοδο σε όλους), να προκύπτουν πολλά και σοβαρά προβλήματα για τους πληθυσμούς εκείνους που δεν μιλούν την πρότυπη ποικιλία ως μητρική και καλούνται να τη μάθουν αποκλειστικά στο σχολείο.

Η μελέτη της γλωσσικής ποικιλίας σε σχέση με την εκπαιδευτική πράξη έδειξε ότι πολλές από τις μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών με χαμηλές σχολικές επιδόσεις οφείλονται στο γεγονός ότι τα παιδιά αυτά καλούνται να μάθουν μια μορφή γλώσσας που δεν είναι η δική τους με τρόπους που χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία μιας μητρικής ποικιλίας. Τα ψυχολογικά, παιδαγωγικά και πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν από την παραπάνω αντίφαση δεν έχει καταφέρει ακόμα να τα λύσει στο σύνολό τους η σύγχρονη εκπαίδευση, ακόμα και αν δεχθούμε –πράγμα που δεν είναι καθόλου σίγουρο– ότι υπάρχει η πολιτική βούληση να λυθούν.

Αναφέρουμε απλώς ενδεικτικά ορισμένα από τα εκπαιδευτικά προβλήματα που προκύπτουν ακριβώς από την ανταγωνιστική σχέση νόρμας και γλωσσικών ποιλικιών.

1) Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι αυτό που αφορά την απόσταση της σχολικής νόρμας από τη γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται ως μητρική από ορισμένους/-ες μαθητές/-τριες ή ομάδες μαθητών/-τριών, είτε αυτή ανήκει δομικά στην ίδια γλώσσα με τη σχολική νόρμα (π.χ. διαλεκτικές και κοινωνικές ποικιλίες) είτε όχι (περίπτωση παιδιών μειονοτήτων ή μεταναστών)1. Η απόσταση αυτή θα έπρεπε να υπαγορεύει έναν διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας της νόρμας για τα συγκεκριμένα παιδιά, καθώς και έναν διαφορετικό τρόπο αξιολόγησης των επιδόσεών τους, χωρίς παράλληλα να τα απομονώνει από τα υπόλοιπα στιγματίζοντάς τα2 .
2) Ένα δεύτερο πρόβλημα, τουλάχιστον για την ελληνική πραγματικότητα (αλλά όχι μόνο), είναι αυτό της ελλιπούς ή και ανύπαρκτης πολλές φορές περιγραφής των διαφόρων γλωσσικών ποικιλιών (γεωγραφικών ή κοινωνικών) που μιλιούνται από τον μαθητικό πληθυσμό, έτσι ώστε να καθορίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια η σχέση τους με τη διδασκόμενη νόρμα και τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν.
3) Από τα παραπάνω προκύπτει το τρίτο μεγάλο ζητούμενο της γλωσσικής εκπαίδευσης: η εξεύρεση, επεξεργασία και εφαρμογή ενός διαφοροποιημένου προτύπου γλωσσικής διδασκαλίας, όπου οι γλωσσικές ποικιλίες δεν θα αποκλείονται προς όφελος της νόρμας, αλλά θα είναι, αντιθέτως, μέρος της διδασκόμενης ύλης. Κατά συνέπεια, οι διαφοροποιημένες χρήσεις των μαθητών/-τριών δεν θα στιγματίζονται ως «λάθη», αλλά θα συζητούνται εναλλακτικά με τους αντίστοιχους τύπους της νόρμας και θα καθορίζεται η κατανομή και η λειτουργικότητά τους3.

Πέρα από τα παραπάνω προβλήματα, που θεωρούνται κεντρικά για τη σχέση μεταξύ νόρμας, ποικιλιών και εκπαίδευσης, προκύπτουν και ορισμένα άλλα, όταν η νόρμα στο σύνολό της ταυτίζεται εσφαλμένα με ένα από τα επιμέρους επίπεδά της:

4) Η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη που θέλει τον «σωστό» προφορικό λόγο να μιμείται στη δομή και την οργάνωση τον γραπτό θέτει ζήτημα σαφέστερου διαχωρισμού προφορικής και γραπτής νόρμας, αλλιώς επιβάλλονται στην προφορική έκφραση κανόνες που είναι ξένοι στη φύση και τους στόχους της.
5) Παρόμοιου τύπου πρόβλημα προκύπτει όταν η έμφαση στη διδασκαλία της επίσημης νόρμας δίνεται κυρίως στην εκμάθηση των κανόνων ορθογραφίας, οι οποίοι, κατά την αντίληψη πολλών, θεωρούνται ότι αποτελούν τη σημαντικότερη παράμετρο που χαρακτηρίζει την ορθή γνώση της γλώσσας.
6) Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το πρόβλημα που προκύπτει από τη σχέση ανάμεσα στη διδασκόμενη νόρμα και τη γλώσσα των λογοτεχνικών κειμένων που διδάσκονται στο σχολείο. Τα λογοτεχνικά κείμενα, όταν προβάλλονται –συνειδητά ή ασυνείδητα– ως γλωσσικά πρότυπα, δημιουργούν ή, καλύτερα, επιτείνουν την υπάρχουσα σύγχυση μεταξύ συμβατικής γλωσσικής μορφής και ενός άλλου επιπέδου οργάνωσης μορφής και νοήματος, με προσωπικό, ιδιόρρυθμο και τελικά αντισυμβατικό χαρακτήρα.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από την παραπάνω συζήτηση είναι ότι τόσο ο καθορισμός όσο και η διδασκαλία και η διάδοση μιας ενιαίας νόρμας μπορεί να φαίνεται ότι λύνουν ορισμένα πολιτικά και εκπαιδευτικά προβλήματα ενός πληθυσμού, τις περισσότερες φορές όμως δημιουργούν άλλα σοβαρότερα (τουλάχιστον για ορισμένες ομάδες μαθητών), τα οποία το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσει να αντιμετωπίσει. Η ένταξη της διδασκαλίας των γλωσσικών ποικιλιών στις επιμέρους βαθμίδες της εκπαίδευσης φαίνεται ότι είναι ένα από τα ζητούμενα για μια τέτοια αντιμετώπιση, οι προσπάθειες όμως προς αυτή την κατεύθυνση είναι ακόμη αποσπασματικές4,5.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.1. Το ρεύμα του αττικισμού και στη συνέχεια η δημιουργία της καθαρεύουσας αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα απομάκρυνσης μιας νόρμας από την επικρατούσα γλωσσική πραγματικότητα.

1.2. Η τυποποίηση/κωδικοποίηση αποτελεί καθοριστική παράμετρο της μορφής γλώσσας που στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται στάνταρντ [standard]. Κατά συνέπεια, ως προς το σημείο αυτό οι δύο έτσι κι αλλιώς συγκλίνουσες έννοιες, νόρμα και στάνταρ, μπορεί να θεωρηθεί ότι ταυτίζονται στην πράξη. Η διαφορά τους παραμένει μόνο στον μεγαλύτερο βαθμό ρύθμισης που συνεπάγεται η νόρμα.

1.        Τρέσσου-Μυλωνά, Ευ. 1992. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε παιδιά Ρομ. Στο Proceedings-6th International Symposium on the description and/or comparison of English and Greek (15-17 Απριλίου), σ. 393. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ., Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας.

Ας υπενθυμίσουμε: Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση βασίζεται στην "αναμφισβήτητη παραδοχή" ότι όλα τα παιδιά ξεκινούν τη σχολική τους εκπαίδευση γνωρίζοντας ήδη τους μηχανισμούς της μητρικής τους γλώσσας. Δηλαδή, ολόκληρο το σχολικό σύστημα προϋποθέτει ότι τα παιδιά μιλούν χωρίς κανένα πρόβλημα, τη μητρική τους γλώσσα, η οποία, όμως, επίσης κατά αυτονόητο τρόπο, ταυτίζεται με τη μητρική γλώσσα της πλειοψηφίας των κατοίκων μιας χώρας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα παιδιά μειονοτήτων με την είσοδό τους στο σχολείο της πλειοψηφίας να εκπαιδεύονται με βάση "αυτονόητα", τα οποία όμως δεν ισχύουν γι' αυτά, και συνεπώς από την πρώτη στιγμή να αντιμετωπίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και την σχολική αποτυχία. "Αν λοιπόν ένα παιδί φαίνεται στο σχολείο "πολιτισμικά αποκλεισμένο" δεν είναι γιατί του λείπουν οι εμπειρίες και η κουλτούρα αλλά γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα δε θέλει να του αναγνωρίσει την αποξένωσή του από τη δική του κουλτούρα και την πραματικότητα της δικής του κοινωνικής ζωής".

2.        Φραγκουδάκη, Α. 1987. Γλώσσα και Ιδεολογία. Κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας, σσ. 125-126. Αθήνα: Οδυσσέας.

Όλοι οι μαθητές που είναι ομιλητές άλλης παραλλαγής της εθνικής γλώσσας από τη σχολική υφίστανται σαν πρώτο γλωσσικό μάθημα μόλις βρεθούν μέσα στην τάξη τη βιαιότατη καταδίκη της μητρικής τους γλώσσας. Oλόκληρο το σημασιολογικό δυναμικό, που διαθέτουν και χάρη στο οποίο επικοινωνούν θαυμάσια μέχρι εκείνη τη στιγμή με το περιβάλλον, υποβιβάζεται από το δάσκαλο στην κατηγορία του λάθους ("δεν είναι σωστό αυτό"), της κακής ποιότητας ("πες το καλύτερα") και της μη γλώσσας ("αυτό δε λέγεται"). H καταδίκη αυτή της μητρικής του γλώσσας είναι για το μαθητή ξαφνική και άδικη αμφισβήτηση της ικανότητας που διαθέτει να χειρίζεται το λόγο και όλες τις περιπλοκές του με άνεση και δημιουργηκότητα, είναι άρνηση της αναμφισβήτητης ικανότητας του να εννοεί και να επικοινωνεί σε όλα τα επίπεδα, από την έκφραση αναγκών και επιθυμιών μέχρι τη μετάδοση πληροφρορίας και την έκφραση στο αφαιρετικό επίπεδο της φαντασίας.
Mόλις βρεθεί στο καινούριο περιβάλλον του σχολείου, ο μαθητής ομιλητής (τοπικής ή κοινωνικής) διαλέκτου μαθαίνει από το δάσκαλο ότι δεν ξέρει να μιλάει, αντί να πληροφορηθεί ότι εκτός από τη γλώσσα του υπάρχει και η άλλη παραλλαγή του σχολείου, την οποία πρέπει να μάθει, γιατί είναι καταλληλότερη για τις σχολικές και τις επίσημες συνθήκες επικοινωνίας, άρα απαραίτητη για την εκπαιδευτική επιτυχία, αλλά και για την κοινωνική άνοδο. Aντί για αυτή την πληροφορία, που ανοίγει το δρόμο στην εκμάθηση της σχολικής γλώσσας από όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, κάνει ο δάσκαλος άθελά του και εξαιτίας των γλωσσικών μύθων κάτι εξαιρετικά βίαιο και παράλογο, αμφισβητεί στους μαθητές την ικανότητα του λόγου που κατέχουν. Λογική συνέπεια είναι αυτό που καθημερινά και συστηματικά συμβαίνει σε όλα τα σχολεία, οι μαθητές αυτόλογοκρίνονται, παύουν να μιλούν μέσα στην τάξη και αντί να εκφράζονται αυθόρμητα, ψάχνουν κάθε φορά ποια θα ήταν η διατύπωση που αποδέχεται ο δάσκαλος. Έτσι, ψελλίζουν συνήθως σαν άλαλα όντα, διστάζουν και ξαναρχίζουν, και περιορίζονται μιμητικά στις έτοιμες διατυπώσεις του βιβλίου. Mέσα στην τάξη οι μαθητές βουβαίνονται, ενώ ξαναβρίσκουν όλη τη φυσική άνεση στον δημιουργικό λόγο, μόλις βρεθούν έξω από τις σχολικές συνθήκες και τη
βαριά γλωσσική λογοκρισία του σχολείου.

3.        Φραγκουδάκη, Α. 1987. Γλώσσα και Ιδεολογία. Κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας, σ. 116. Αθήνα: Οδυσσέας.

Το σχολείο διδάσκει μια από τις παραλλαγές της εθνικής γλώσσας, τη ρυθμισμένη και κωδικοποιημένη από τους γραμματικούς κοινή, που αντιστοιχεί στην ομιλούμενη από τις κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το σχολείο δε διδάσκει αυτή τη γλώσσα αναγνωρίζοντάς τη σαν μία παραλλαγή της εθνικής γλώσσας, αλλά την παρουσιάζει σαν το μόνο πρότυπο ορθής γλώσσας, σαν τη μοναδική ποιοτικά άρτια εκδοχή του λόγου. Έτσι, η γλωσσική εκπαίδευση παίρνει τη μορφή της γλωσσικής λογοκρισίας. Το σχολείο υποβιβάζει στην κατηγορία του "λάθους" ή της κακής γλωσσικής ποιότητας όλες τις άλλες ομιλούμενες παραλλαγές της εθνικής γλώσσας, όλες τις γεωγραφικές και τις λαϊκές κοινωνικές διαλέκτους, που είναι μητρικές γλώσσες των μαθητών από τις αντίστοιχες γεωγραφικές περιοχές ή κοινωνικές τάξεις.
Οι μαθητές αντιλαμβάνονται πολύ γρήγορα τη γλωσσική λογοκρισία του σχολείου. Σε οποιαδήποτε πρώτη τάξη του δημοτικού ακουστεί η λέξη "κοντοστούπης" ή "ποδάρι", η λαϊκή σύνταξη "Ήρθε, που λες, χτες βράδυ. . .", η διαλεκτική σύνταξη "ο Γιάννης με είπε κάτι" ή κάποια διαλεκτική προφορά, οι μαθητές θα ξεσπάσουν σε γέλια, δηλαδή θα αναγνωρίσουν αυτόματα ότι ειπώθηκε κάτι απαγορευμένο. Η απαγόρευση αυτή έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις, είναι το κύριο αίτιο της σχολικής αποτυχίας για τη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών.

4.        Lyons, J. 1995. Εισαγωγή στη γλωσσολογία. Μτφρ. Μ. Αραποπούλου κ.ά. Επιστημονική Επιμέλεια Γ. Καρανάσιος, σ. 316. Αθήνα: Πατάκης.

Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας θέτει προβλήματα διαφορετικής τάξης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δάσκαλοι, όπως τα περισσότερα μορφωμένα μέλη της κοινωνίας, όποια κι αν είναι η κοινωνική τους προέλευση, είναι προκατειλημμένοι, κατά διάφορους τρόπους, εναντίον των μη πρότυπων γεωγραφικών και κοινωνικών διαλέκτων. Ενδέχεται ακόμη, όχι ηθελημένα, να κρίνουν ένα παιδί ως χαμηλής ευφυϊας απλώς επειδή η διάλεκτός του (ή ακόμη το ιδίωμά του) είναι ευρύτερη από εκείνη των συνομηλίκων του. Το ίδιο το παιδί δεν μπορεί παρά να επηρεαστεί -σε βάρος βέβαια των εκπαιδευτικών του προσδοκιών- από αρνητικές κρίσεις αυτού του είδους. Γι' αυτό τουλάχιστον, μια καλύτερη κατανόηση της φύσης της σχέσης μεταξύ πρότυπων και καθομιλούμενων διαλέλτων μπορεί να μειώσει τις, έστω ακούσιες, διακρίσεις και την αδικία.

5.Lyons, J. 1995.Εισαγωγή στη γλωσσολογία. Ελλ. Μετάφρ. Από Μ. Αραποπούλου κ.ά. Επιστ. Επιμ. Γ. Καρανάσιος, σσ. 318-319. Αθήνα: Πατάκης.

Kανένας, ωστόσο, δεν αρνείται ότι, όπως έχουν τώρα τα πράγματα, τα παιδιά που έρχονται στο σχολείο, μιλώντας μια διάλεκτο που διαφέρει σημαντικά από την πρότυπη αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα που οι ομιλητές της πρότυπης δεν αντιμετωπίζουν. Mεγάλο μέρος του λεξιλογίου και της γραμματικής δομής των υλικών που χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία της ανάγνωσης μπορεί να τους είναι μη οικείο. Aυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα μπορεί να μετριαστεί σε κάποιο βαθμό με τη χρήση υλικού που σχεδιάζεται με προσοχή, ώστε να επωφελείται της επικάλυψης μεταξύ πρότυπης και συγκεκριμένων μη πρότυπων γεωγραφικών και κοινωνικών διαλέκτων. Aλλά αυτό σημαίνει παραγωγή διαφορετικού αναγνωστικού υλικού για συγκεκριμένες υπο-ομάδες? και αυτό είναι ανεφάρμοστο σε περιοχές όπου υπάρχει μετακινούμενος και μεικτός πληθυσμός. Στις περισσότερες κοινωνίες, δε θα γινόταν αποδεκτό, σε κοινωνική και πολιτική βάση, να χρησιμοποιείται μια μη πρότυπη διάλεκτος ως το μέσο της εκπαίδευσης, παρά μόνο ίσως προφορικά και σε περιορισμένη έκταση στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Aπό την άλλη πλευρά, είναι δυνατό να επωφεληθούμε από το γεγονός ότι, σε σχέση με ορισμένες γλώσσες τουλάχιστον, υπάρχει μια αποδεκτή και συχνά αδιόρατη κλίμακα διαφοροποίησης μέσα στην πρότυπη καθεαυτή. Aυτό συμβαίνει όσον αφορά την αγγλική, παρ' όλο που η αγγλική είναι τυποποιημένη σε σχετικά υψηλό βαθμό συγκριτικά με πολλές άλλες γλώσσες. Θα ήταν παράλογο, παραδείγματος χάρη, για ένα δάσκαλο να επιβαρύνει τα μαθησιακά προβλήματα ενός ομιλητή μιας μη πρότυπης διαλέκτου του Eδιμβούργου ή της Γλασκόβης, επιμένοντας ότι πρέπει να χρησιμοποιεί τα βοηθητικά ρήματα με τον τρόπο που τα χρησιμοποιεί ο ομιλητής της πρότυπης αγγλικής που προέρχεται απο τη νότια Aγγλία (πρβ. Hughes & Trudgill, 1979: 20ff).
Τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα έντονα για τα παιδιά των μεταναστών και άλλων εθνικών μειονοτήτων. Διχασμένα ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, μπορεί να είναι ατελώς δίγλωσσα σε δύο μη πρότυπες διαλέκτους. Υπάρχουν βέβαια πλεονεκτήματα, καθώς και μειονεκτήματα, σε σχέση με τη διγλωσσία και τη διαπολιτισμικότητα, υπό τον όρο ότι δε στέκονται εμπόδιο στο δρόμο της πνευματικής και κοινωνικής προόδου του παιδιού. Είναι σήμερα ευρύτερα αποδεκτό σε σχέση με το παρελθόν, σε πολλές χώρες, ότι η μητρική γλώσσα των εθνικών μειονοτήτων θα έπρεπε να υποστηριχτεί παρά να αποθαρρυνθεί η χρήση της ως εμπόδιο στην ενσωμάτωσή τους στην ευρύτερη κοινότητα. Αυτό στο οποίο συνήθως αναφερόμαστε με τον όρο γλωσσική συντήρηση είναι τώρα η επίσημη πολιτική πολλών χωρών απέναντι σε μερικές, αν όχι σε όλες, από τις μειονοτικές γλώσσες τους, τόσο ιθαγενείς όσο και ξένες.Ωστόσο, είναι πολύ ευκολότερο να διαμορφώσει κανείς αυτή την πολιτική δηλώνοντας ότι είναι πολιτικά και κοινωνικά επιθυμητή, από το να την εφαρμόσει ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη κι από το να γνωρίζει πώς να την εφαρμόσει.
H κοινωνιογλωσσολογία -θεωρητική, περιγραφική και εφαρμοσμένη- έχει ήδη συνεισφέρει σημαντικά στην κατανόηση των εκπαιδευτικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών αυτής και άλλων πλευρών του γλωσσικού σχεδιασμού, όχι μόνο σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά επίσης -ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια- με συγκεκριμένη αναφορά στις ανάγκες των εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων, στις βιομηχανικές κοινωνίες. Eίναι πιθανό να συνεισφέρει ακόμη περισσότερα στο άμεσο μέλλον. Για τα επονομαζόμενα γλωσσικά προβλήματα είναι μέρος του πολύ μεγαλυτέρου προβλήματος των κοινωνικών και πολιτισμικών διακρίσεων. Kαι η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, για πολιτικούς λόγους, επείγει πολύ περισσότερο σήμερα παρά στο παρελθόν, σε πολλές χώρες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

HOLMES, J. 1992. An Introduction to Sociolinguistics. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Longman.

ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ, Α. 1999. Ζητήματα τυποποίησης της σύγχρονης νεοελληνικής. Στο «Ισχυρές» και «ασθενείς» Γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, 26-28 Μαρτίου 1997), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 835-844. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής γλώσσας.

ΚΑΡΑΝΤΖΟΛΑ, Ε. 1996. Γλωσσική ρύθμιση και «εθνική» γραμματική. Στο «Ισχυρές» και «ασθενείς» Γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά Ημερίδας 25ης Απριλίου 1996), 129-137. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

ΚΑΡΑΝΤΖΟΛΑ, Ε. 1999. Γλώσσα και τυποποίηση. Ηλεκτρονικός κόμβος για την υποστήριξη των διδασκόντων το μάθημα της γλωσσικής αγωγής και συμπεριφοράς στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, Δράση 1.1.Α.: Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Επιστ. υπεύθ. Α.-Φ. Χριστίδης, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

LYONS, J. 1981. Language and linguistics - An introduction. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press (Ελλ. μετάφρ. από Μ. Αραποπούλου κ.ά.: Εισαγωγή στη Γλωσσολογία. Αθήνα: Εκδ. Πατάκη, 1995).

ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, Δ. Ν. 1999. Τα λογοτεχνικά κείμενα ως γλωσσικά πρότυπα. Στο Συνέδριο για την Ελληνική γλώσσα: «1976-1996 - Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας», Αθήνα, 29 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1996, 243-246. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τομέας Γλωσσολογίας) και η Εν Αθήναις Γλωσσική Εταιρεία.

ΜΗΤΣΗΣ, Ν. 1986. Η έννοια της νόρμας (κανόνα) στη σύγχρονη σχολική γραμματική. Στο Ελληνικός Γλωσσικός Όμιλος: Ελληνική γλώσσα – αναζητήσεις και συζητήσεις, 2ος τόμος, 73-96. Αθήνα: Εκδ. Καρδαμίτσα.

ΣΕΤΑΤΟΣ, Μ. 1976. Τα γλωσσολογικά κριτήρια για τον καθορισμό του κανόνα (νόρμας). Στο Προβλήματα της Δημοτικής Γλώσσας (Συμπόσιο), 59-63. Θεσσαλονίκη: Τέχνη (Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία).