4. Έρευνα

Το ιδεολογικό πλαίσιο της έρευνας αυτής βασίζεται στον συνδυασμό των απόψεων του σχετικισμού και του ρεαλισμού (Cameron et al, 1992). Σύμφωνα με τον ρεαλισμό, υπάρχει μία πραγματικότητα εκτός του πεδίου επιρροής ενός συγκεκριμένου ατόμου, η οποία καθορίζει την κοινωνική του συμπεριφορά. Ταυτόχρονα, όμως, ο σχετικισμός προτείνει κάθε ερευνητική διαδικασία να ανακλά τις προτεραιότητες και αξίες αυτών που συμμετέχουν σε αυτήν, σε μία δεδομένη χρονική στιγμή και σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Η απόλυτη αποδοχή του σχετικιστικού μοντέλου θα συνεπαγόταν την πλήρη σύγχυση προσωπικής κρίσης και γεγονότος, και τα πορίσματα της έρευνας θα είχαν ελάχιστη δυνατότητα γενίκευσης. Θέση αυτής της έρευνας είναι ότι ενώ, για την καλύτερη κατανόηση των πορισμάτων μας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προσωπικοί παράγοντες που επηρεάζουν συμμετέχοντες και ερευνήτρια, ταυτόχρονα η περιγραφή της εξωτερικής παραγματικότητας είναι απαραίτητη.

 

4.1 Υπόθεση

Όπως σε κάθε ερευνητική διαδικασία, έτσι και στην περίπτωση των ελληνόφωνων εστιών στον Λίβανο και στη Συρία, ξεκινήσαμε με μία υπόθεση. Στην περίπτωσή μας, η υπόθεση αυτή ήταν μηδενική ("null hypothesis"), μια και δεν είχε διευκρινιστεί ο τρόπος σύνδεσης των παραγόντων προς διερεύνηση. Η ερευνήτρια, δηλαδή, ξεκίνησε την έρευνα χωρίς διατυπωμένη άποψη για τον βαθμό διατήρησης της ελληνοφωνίας στην περιοχή, ή για τους παράγοντες που την καθορίζουν. Για την ανάλυση του θέματος και την πραγματοποίηση της έρευνας αρχικά καθορίστηκε η πλέον κατάλληλη ερευνητική μέθοδος, καθώς και το απαραίτητο δείγμα.

 

4.2 Μέθοδοι

Ως καταλληλότερες ερευνητικές μέθοδοι αποφασίστηκαν αυτές της "συμμετοχικής παρατήρησης" και της συνέντευξης. Η συμμετοχική παρατήρηση (Τsokalidou, 1994) συνιστάται ως αξιόπιστη ερευνητική μέθοδος κυρίως στις περιπτώσεις της ποιοτικής έρευνας σε βάθος, όπου το δείγμα είναι περιορισμένο αλλά ο στόχος της έρευνας είναι να προχωρήσει κυρίως σε βάθος και λιγότερο σε εύρος στην κοινωνιογλωσσολογική συμπεριφορά της ομάδας. Στη μέθοδο αυτή, η ερευνήτρια πρέπει να αντιμετωπίσει το «παράδοξο της παρατήρησης» (Jorgensen, 1989). Το παράδοξο αυτό ορίζει ότι, ενώ η παρατήρηση είναι ο καλύτερος κι αμεσότερος τρόπος συλλογής πληροφοριών για τη συμπεριφορά μίας γλωσσικής κοινότητας, η ίδια αποτελεί ταυτόχρονα και αιτία για την αλλοίωση της συμπεριφοράς αυτής. Τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού, όπως έχουν προταθεί από τη βιβλιογραφία (Milroy, 1987), είναι η καλύτερη εξοικείωση με την εν λόγω ομάδα μέσα από μακροσκοπική μελέτη, και η γνωριμία με τα μέλη της με τρόπο που να εξασφαλίζει αμοιβαίο σεβασμό και εμπιστοσύνη. Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει η εισαγωγή του ερευνητή/της ερευνήτριας στην ομάδα και το άτομο που μεσολαβεί για να γίνει αυτή όσο το δυνατόν πιο ομαλή και φυσική γίνεται. «Η φίλη ενός φίλου» της ομάδας αποτελεί συνήθως μια καλή αρχή, ειδικά όταν «ο φίλος» είναι άτομο της εμπιστοσύνης της ομάδας.

 

4.3. Δείγμα

Ο καθορισμός του δείγματος έγινε μέσα από τις επαφές μας με τους επίσημους φορείς (ελληνικές πρεσβείες, οργανωμένες ελληνικές κοινότητες, εκκλησία, Πανεπιστήμια, οργανώσεις και συνδέσμους) αλλά και μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα (Milroy, 1980· Gal, 1979) των ελληνόφωνων συμμετεχόντων. Η περιγραφή που ακολουθεί ανακλά, αναμφισβήτητα, και τις προσωπικές εμπειρίες και διαπιστώσεις της ερευνήτριας που διεξήγαγε την επιτόπια έρευνα στις δύο χώρες.