1. ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ

1.1. Τυπολογικά χαρακτηριστικά

Πριν εντοπίσουμε τη λειτουργία του μύθου και του λόγου στο πλαίσιο της σοφιστικής διδασκαλίας και της πλατωνικής φιλοσοφίας, θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε τα τυπολογικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τις δύο αυτές μορφές ερμηνείας του κόσμου. Συνήθως θεωρείται πως ανάμεσα τους υφίσταται ριζική αντίθεση, καθώς πιστεύεται πως συνιστούν δύο εντελώς αντίθετους τρόπους σκέψης. Η γνωστότερη και συστηματικότερη προσπάθεια να διακριθεί ο μύθος[1] από τον λόγο ανήκει στον ανθρωπολόγο L. Lévy-Bruhl, ο οποίος πίστεψε πως εντόπισε στους πρωτόγονους πολιτισμούς μια προλογική-μυθική σκέψη, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η εγκαθίδρυση σχέσεων ομοιότητας και ταυτότητας ανάμεσα στα όντα· νόμο της συμμετοχής[2] (loideparticipation) ονόμασε την αρχή που διέπει την προλογική σκέψη και τη θεώρησε εντελώς αντίθετη στην αρχή της αντίφασης, που συνεπάγεται τη διαφοροποίηση και κατηγοριοποίηση των όντων και αποτελεί το θεμέλιο της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Παρόμοια, ο Ernst Cassirer, στο τρίτομο έργο του Philosophie der symbolischen Formen, θεωρεί τον μύθο ως μια συμβολική, εικονιστική γλώσσα, εντελώς αντίθετη προς την αναλυτική γλώσσα της επιστήμης. Η παραπάνω αντίληψη επηρέασε και την ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία συχνά θεωρήθηκε ως η πρώτη και αιφνίδια αποκάλυψη του λόγου, που εισάγει μια ριζική ασυνέχεια στην ανθρώπινη ιστορία. Αντιπροσωπευτικό μιας τέτοιας στάσης απέναντι στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό είναι το έργο του Bruno Snell Η ανακάλυψη του πνεύματος.

Κριτική στην παραπάνω ριζική αντίθεση μύθου και λόγου έχει ασκηθεί από ποικίλες πλευρές, κυρίως όμως ο C. Lévy-Strauss κατάφερε κατά τη δεκαετία του 1960, με τη στρουκτουραλιστική ανάλυση που εφάρμοσε στους πρωτόγονους μύθους, να αποκαταστήσει τη συνέχεια ανάμεσα στον μύθο και την επιστημονική σκέψη. Συγκεκριμένα, απέδειξε ότι αυτό που ονομάζουμε μυθική σκέψη δεν διαφοροποιείται απόλυτα από τη σύγχρονη επιστήμη ως προς τα λογικά εργαλεία που χρησιμοποιεί, γιατί κι αυτή προσπαθεί να ανακαλύψει μια τάξη στον κόσμο, εντοπίζοντας ριζικές αντιθέσεις, όπως η αντίθεση φύσης-πολιτισμού, τις οποίες επιχειρεί να υπερβεί. Η στρουκτουραλιστική μέθοδος ανάλυσης εφαρμόστηκε συστηματικά και στον χώρο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας κυρίως από τους J.-P. Vernant, P. Vidal-Naquet και M. Detienne. Ήδη όμως από τις αρχές του αιώνα, ο F.M. Cornford[3] προσπάθησε να αποκαταστήσει τη συγγένεια μύθου και λόγου, εφιστώντας την προσοχή στη συνέχεια που υπάρχει ανάμεσα στις μυθικές κοσμογονίες και τη φυσική φιλοσοφία των προσωκρατικών.

Κατά συνέπεια, τις διαφορές που διακρίνουν τη μυθική αφήγηση από τη φιλοσοφική επιχειρηματολογία δεν θα τις αναζητήσουμε στα διαφορετικά λογικά εργαλεία που χρησιμοποιούν για να ερμηνεύσουν τον κόσμο, αφού στο επίπεδο αυτό ουσιώδεις διαφορές δεν υφίστανται, αλλά στα τυπικά εκείνα χαρακτηριστικά τους για τα οποία υπεύθυνες είναι οι κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν. Ο μύθος ορίζεται από τον W. Burkert[4] ως «ένα παραδοσιακό παραμύθι με δευτερεύουσα, μερική αναφορά σε κάτι που έχει συλλογική σπουδαιότητα». Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, ο μύθος είναι ένα παραδοσιακό είδος, γι’ αυτό η μετάδοσή του (στην περίπτωση των μύθων μόνο για μετάδοση μπορούμε να μιλάμε και όχι για γένεση) είναι πάντοτε προφορική και ρευστή, και προϋποθέτει μια κοινότητα με ανεπτυγμένη συλλογική μνήμη, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ολότητα. Ο φιλοσοφικός λόγος αντιθέτως είναι δημιούργημα συγκεκριμένων ατόμων (ή και ομάδων), γι’ αυτό η παραγωγή και η μετάδοσή του απαιτεί πολιτισμό γραφής και προϋποθέτει την ύπαρξη εξατομικευμένης κοινωνίας. Επειδή εκφράζει τη συλλογική μνήμη, ο μύθος οργανώνεται ως αφήγηση που επιχειρεί να ερμηνεύσει μια υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων με αναγωγή της στο παρελθόν, στις απαρχές της, και περιβάλλεται το κύρος της αυθεντίας, γι’ αυτό και εκφέρεται ως μονόλογος. Ο φιλοσοφικός λόγος αντιθέτως αναπτύσσεται σε περιβάλλον ανταγωνιστικού διαλόγου, γι’ αυτό και παίρνει τη μορφή επιχειρηματολογίας, προσπάθειας δηλαδή στήριξης μιας θέσης. Αυτό συνεπάγεται τον έντονα διαλογικό-πολεμικό[5] χαρακτήρα του φιλοσοφικού λόγου, αφού σε κάθε φράση ενός φιλοσόφου διακρίνεται η λανθάνουσα ηχώ του αντίπαλου λόγου, και την αυξημένη μεθοδολογική αυστηρότητα και αυτοαναφορικότητά του.

Ωστόσο, παρά τα διακριτικά τυπολογικά χαρακτηριστικά τους, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως μύθος και λόγος επιτελούν την ίδια λειτουργία: συνθέτουν ερμηνείες του κόσμου, κοσμοεικόνες, και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια εργαλεία, με βασικότερο τη διάκριση δύο επιπέδων πραγματικότητας: θεϊκός-ανθρώπινος κόσμος, ουσία-φαινόμενο, δέον-είναι· διάκριση πάνω στην οποία βασίζουν την οντολογία και την ηθική τους.

1.2. Μύθος και Λόγος στους Σοφιστές

Ο φιλοσοφικός και επιστημονικός λόγος εμφανίστηκε σε μια πρώτη εκδοχή του στην Ιωνία, κατά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., και έκτοτε το κύρος του αυξάνει συνεχώς έναντι του μύθου. Η εμφάνισή του όμως δεν σήμανε την ολοκληρωτική εξαφάνιση της μυθικής αφήγησης, που η παρουσία της είναι εντυπωσιακή ακόμη και κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα. Αρκεί να αναφέρουμε τις επιφανέστερες των περιπτώσεων.

Στον χώρο της ιστοριογραφίας,[6] η κρίση του Εκαταίου στο προοίμιο των Γενεηλογιών του για τη γελοιότητα των παλιότερων μυθικών αφηγήσεων, δεν θα σημάνει τον ολοκληρωτικό παραμερισμό του μύθου, αλλά την έναρξη μιας διαδικασίας εξορθολογισμού του, που θα καταλήξει στην εντυπωσιακή προσπάθεια του Θουκυδίδη να χρησιμοποιήσει κριτικά τον μύθο στην «Αρχαιολογία» του ως ιστορική μαρτυρία για το απώτατο παρελθόν. Παράλληλα με την ιστορική κριτική στον μύθο θα εμφανιστεί κατά τις αρχές του 5ου αιώνα και η αλληγορική ερμηνεία του,[7] την οποία θα εγκαινιάσει ο Θεαγένης από το εήγιο και θα συνεχίσουν συγγραφείς όπως ο Στησίμβροτος ο Θάσιος, ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός και ο Γλαύκωνας.

Ο χώρος όμως στον οποίο κατεξοχήν επιβίωσε ο μύθος είναι η τραγωδία, η οποία εξαρτήθηκε θεματικά απ’ αυτόν, με εξαίρεση τις σπάνιες περιπτώσεις ιστορικών δραμάτων. Ο μύθος, ως έκφραση της παλιότερης συλλογικής συνείδησης, θα μεθερμηνευτεί από την τραγωδία και θα χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει τους προβληματισμούς και τις αξίες μιας νέας μορφής συλλογικότητας, της αθηναϊκής δημοκρατίας. Αλλά και η χορική ποίηση, που ακμάζει ακόμη κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα (Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης), εξαρτάται θεματικά σε μεγάλο βαθμό από τη μυθική αφήγηση.

Τέλος και στην περιοχή της φιλοσοφίας η παρουσία του μύθου είναι αισθητή. Πέρα από τις περιπτώσεις φιλοσόφων με μυστικιστικές τάσεις, όπως οι Πυθαγόρειοι ή ο Εμπεδοκλής, που αποδέχονται τη εγκυρότητα του περιεχομένου κάποιων μυθικών αφηγήσεων, ακόμη και οι Σοφιστές,[8] οι κατεξοχήν αισθησιοκράτες, θα χρησιμοποιήσουν τον μύθο ως μέσο διδασκαλίας κατά τις δημόσιες επιδείξεις τους. Είναι πασίγνωστος ο μύθος του Πρωταγόρα για την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού, τον οποίο διασώζει ο Πλάτωνας στον ομώνυμο διάλογό του, καθώς και η πρακτική του Γοργία να χρησιμοποιεί στις επιδείξεις του ρητορικούς λόγους με μυθολογικά θέματα (Ελένης εγκώμιον, Παλαμήδους απολογία)· πρακτική την οποία θα συνεχίσουν και οι μαθητές του Αλκιδάμαντας (Οδυσσεύς κατά Παλαμήδους προδοσίας), Αντισθένης (Αίας, Οδυσσεύς) και Ισοκράτης (Ελένη, Βούσιρις). Ο Πρόδικος θα καταφύγει στη χρήση αλληγορικών μύθων, όπως η ιστορία για τον Ηρακλή μπροστά στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας, ενώ ο Κριτίας θα εκφράσει συχνά τις ιδέες του μέσα από τις τραγωδίες του (Τέννης, εαδάμανθυς, Πειρίθοος, Σίσυφος σατυρικός). Όπως γίνεται φανερό από τον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας, οι Σοφιστές είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν παράλληλα τον μύθο και τον λόγο ως εναλλακτικές μεθόδους για την ανάπτυξη του ίδιου θέματος. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί στα πλαίσια των στόχων της σοφιστικής διδασκαλίας: οι Σοφιστές σχετικοποιώντας κάθε κριτήριο αλήθειας κατέστησαν ως στόχο της διδασκαλίας τους την πειθώ· στην προσπάθειά τους λοιπόν να πείσουν θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν σε κάθε περίπτωση το καταλληλότερο μέσο, λαμβάνοντας υπόψη τους την ωριμότητα του ακροατηρίου και τη συναισθηματική αποτελεσματικότητα του λόγου τους (είναι γνωστή η σημασία της παθοποιίας στη ρητορική θεωρία). Γι’ αυτό άλλωστε θα καταφύγουν και στη χρήση των μέσων του ποιητικού λόγου, τον οποίο για πρώτη φορά θα καταστήσουν αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Οι Σοφιστές επομένως χρησιμοποιούν τον μύθο είτε για να εκλαϊκεύσουν τις απόψεις τους, είτε ως θέμα για να επιδείξουν τις ρητορικές τους ικανότητες σ’ ένα ευρύτερο κοινό.

1.3. Μύθος και Λόγος στον Πλάτωνα

Ο μύθος κατέχει σημαντική θέση και στην πλατωνική φιλοσοφία, η λειτουργία του όμως είναι τελείως διαφορετική από ό,τι στους Σοφιστές. Για να κατανοήσουμε την πλατωνική λειτουργία του μύθου, θα πρέπει να προσφύγουμε στην πλατωνική γνωσιολογία. Ο Πλάτωνας, όπως διακρίνει επίπεδα πραγματικότητας, έτσι διαβαθμίζει σε επίπεδα και τη γνώση. Στον αιώνιο και αναλλοίωτο κόσμο των ιδεών αντιστοιχεί μια γνώση που οι προτάσεις της έχουν αναγκαστική εγκυρότητα (διαλεκτική, ἐπιστήμη, ἀληθὴς λόγος)· αντιθέτως, ο ρευστός και μεταβαλλόμενος κόσμος των φαινομένων μπορεί να περιγραφεί με προτάσεις που μόνο πιθανότητα μπορούν να διεκδικήσουν (δόξα, εἰκὸς λόγος, εἰκὸς μῦθος). Ανάμεσα στις δύο μορφές λόγου υπάρχει μια σαφής ιεράρχηση: όπως ο κόσμος των φαινομένων είναι απλή εικόνα, οντολογικά κατώτερη, του αληθούς κόσμου των ιδεών, έτσι και ο εἰκὸς λόγος ή μῦθος αποτελεί εικόνα, κατώτερη ως προς την εγκυρότητα και βεβαιότητα, του αληθούς λόγου της διαλεκτικής. Ο μύθος επομένως, όπως και η δόξα, η πιθανή γνώση, μπορεί να έχει ως αντικείμενό του μόνο τον κόσμο των φαινομένων και ποτέ δεν μπορεί να διεκδικήσει την εγκυρότητα της αλήθειας. Έτσι, ενώ στους Σοφιστές είχαμε μια οριζόντια εναλλαξιμότητα μύθου και λόγου ανάλογα με της ανάγκες της πειθούς, ο Πλάτωνας υιοθετεί μια κάθετη ιεράρχηση της γνώσης, που συνεπάγεται τον υποβιβασμό του μύθου και της δόξης έναντι της διαλεκτικής.

Στους πλατωνικούς διαλόγους όμως, πέρα από τους μύθους που διαμόρφωσε ο ίδιος ο Πλάτωνας, υπό την επίδραση κυρίως των Πυθαγορείων (π.χ. ο μύθος του Ηρός στο τέλος της Πολιτείας, ο μύθος της ψυχής στον Φαίδρο ή ο μύθος της δημιουργίας στον Τίμαιο), διασώζονται και κάποιοι σοφιστικοί μύθοι, όπως ο μύθος του Πρωταγόρα στον ομώνυμο διάλογο ή ο μύθος του Γύγη στην Πολιτεία, με τους οποίους θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]           Για την ερμηνεία του μύθου, βλ. W. Burkert, Ελληνική Μυθολογία και Τελετουργία. Δομή και Ιστορία, μτφ. Η. Ανδρεάδη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993, σ.17-68· G.S. Kirk, The Nature of Greek Myths, Harmondsworth 1974· ¶. Κυριακίδου-Νέστορος, «Η ερμηνεία των μύθων από την αρχαιότητα ώς σήμερα», στο Ι.Θ. Κακριδής (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986, τ.1, σ.241-303· K.K. Ruthven, Ο Μύθος, Η Γλώσσα της Κριτικής 18, μτφ. Ι. εάλλη - Κ. Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1977.

[2]           L. Lévy-Bruhl, Les fonctions mentales dans les sociétés inférieures, Paris 1910 & La mentalité primitive, Paris 1922. Η τάση όμως για εντοπισμό μυστικών ομοιοτήτων ανάμεσα στα όντα δεν περιορίζεται μόνο στους πρωτόγονους μύθους· ο νεοπλατωνικός μυστικισμός της Αναγέννησης, που αξίωνε για τον εαυτό του το κύρος επιστήμης, στηριζόταν επίσης σε παρόμοιες σχέσεις ομοιότητας ανάμεσα στο σύμπαν και τον άνθρωπο, τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο, βλ. M. Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα, μτφ. Κ. Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 21993, σ.27-123.
[3]           F.M. Cornford, From Religion to Philosophy. A Study in the Origins of Western Speculation, Καίμπριτζ, 1912 & Principium Sapientiae. The Origins of Greek Philosophical Thought, Καίμπριτζ, 1952. Βλ. επίσης G.S. Kirk-J.E. Raven-M. Schofield, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21990, σ.24-86.
[4]           W. Burkert, Ελληνική Μυθολογία και Τελετουργία. Δομή και Ιστορία, μτφ. Η. Ανδρεάδη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993, σ.50.
[5]           Για τον έντονα πολεμικό χαρακτήρα του φιλοσοφικού λόγου, βλ. Π. Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση. Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, Στιγμή, Αθήνα 1991, κυρίως σ. 142-208 & Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 21993, τ.Α΄, σ.28-47.
[6]           Βλ. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφ. Α.Γ. Τσοπανάκης, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 51988, σ.325.
[7]           Βλ. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφ. Α.Γ. Τσοπανάκης, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 51988, σ.465-6.
[8]           W.K.C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφ. Δ. Τσεκουράκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21991, σ.318-386· A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφ. Α.Γ. Τσοπανάκης, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 51988, σ.481-506.