Φυσικός ομιλητής:

Ο όρος αναφέρεται σε κάθε άτομο που έχει κατακτήσει μια γλώσσα ως μητρική, έχει δηλαδή εσωτερικεύσει όλους τους κανόνες της (φωνολογικούς, γραμματικούς, σημασιολογικούς κλπ.) και τη χρησιμοποιεί χωρίς να κάνει λάθη που θα έκανε, π.χ., κάποιος που μαθαίνει τη γλώσσα ως δεύτερη ή ως ξένη, δηλαδή ένας μη φυσικός ομιλητής. Η γλωσσολογία σήμερα δέχεται ότι κάθε κοινός άνθρωπος (εφόσον δεν έχει υποστεί κάποια εγκεφαλική βλάβη) ξέρει τη μητρική του γλώσσα και άρα είναι φυσικός ομιλητής της. Έχοντας εσωτερικεύσει τους κανόνες της διαθέτει τη βασική ικανότητα της διαίσθησης, είναι δηλαδή σε θέση να κρίνει αν μια γλωσσική χρήση είναι σωστή ή λανθασμένη, χωρίς απαραίτητα να είναι σε θέση να εξηγήσει το γιατί. Βεβαίως, κρίσεις αυτού του είδους, όταν δεν αφορούν παραβιάσεις των κανόνων μιας γλώσσας, μπορεί να επηρεάζονται από παράγοντες που σχετίζονται με γλωσσικές προτιμήσεις των ομιλητών (υψηλές-χαμηλές ποικιλίες, ύφος κλπ.). Ο όρος στην πραγματικότητα περιγράφει περισσότερο την ψυχολογική σχέση του ομιλητή με τη μητρική του γλώσσα .

 

Παραπομπές: φωνολογία

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα του Φ