Κοινωνική ποικιλία/κοινωνική διάλεκτος/κοινωνιόλεκτος

 

Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, π.χ. η γλώσσα των νέων, των διαφόρων κοινωνικών τάξεων κλπ.

Παραπομπές: γεωγραφική ποικιλία/διάλεκτος

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα του Κ