Πρόταση

Είναι η βασική μονάδα του λόγου με την έννοια ότι έχει σημασιακή και συντακτική αυτονομία· σημασιακή αυτονομία, στον βαθμό που εκφράζει μια ''πλήρη σκέψη'', αφού η πρόταση είναι συνδυασμός ενός ειδικού και ενός γενικού όρου, ενός ονόματος και ενός κατηγορήματος. Η συντακτική της αυτονομία, το γεγονός δηλαδή ότι η πρόταση -αντίθετα από άλλες μικρότερες μονάδες (ή ''μέρη του λόγου'') όπως η φράση, το ουσιαστικό, το επίρρημα κλπ.- μπορεί να ''σταθεί μόνη της'' στον λόγο, είναι απόρροια της σημασιακής της αυτονομίας. Αν όμως η πρόταση είναι αυτόνομη από σημασιακή και συντακτική άποψη, από επικοινωνιακή άποψη δεν είναι αυτόνομη. Ο προφορικός λόγος δεν συγκροτείται από αυτόνομες προτάσεις, αλλά από προτάσεις που διαπλέκονται για να δομήσουν διαλόγους, δηλαδή κείμενα. Η ίδια η συντακτική συγκρότηση της πρότασης αντανακλά αυτή τη διαπλοκή. 'Ετσι, η επιλογή του οριστικού ή του αόριστου άρθρου, π.χ. το παιδί ήρθε/ένα παιδί ήρθε καθορίζεται από τις παραδοχές που κάνει ο ομιλητής για το κοινό απόθεμα πληροφοριών που μοιράζεται με τον συνομιλητή του. Η επιλογή του οριστικού άρθρου, για παράδειγμα, υπονοεί ότι ο ομιλητής θεωρεί δεδομένη τη γνώση του συνομιλητή του γι' αυτό το οποίο γίνεται λόγος (ποιο παιδί, στο παραπάνω παράδειγμα). Η επιλογή του αόριστου άρθρου από την άλλη, υπονοεί την αντίθετη παραδοχή (βλ. θέμα/σχόλιο). Η έμφαση, η αντιδιαστολή, η σειρά των λέξεων (π.χ. τον συνάντησα τον Γιάννη/τον Γιάννη συνάντησα ) και οι επιτονικοί χρωματισμοί κινητοποιούνται, επίσης, από τη διαπλοκή των προτάσεων στη συγκρότηση του κειμένου -της επικοινωνίας.

 

Παραπομπές: φράση, κείμενο, θέμα/σχόλιο

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα του Π