Θέμα: "Εισαγωγή στο δοκίμιο"
Έκφραση- Έκθεση" Γ΄ Λυκείου
Ενότητα "Το δοκίμιο"

Διδακτική δοκιμή

 

Α.Αυδή

α. Παρουσίαση

Με το συγκεκριμένο μάθημα επιχειρείται η εισαγωγή των μαθητών στο δοκίμιο

β.Διδακτική πρόταση

Στόχοι:

-Να έρθουν οι μαθητές σε μια πρώτη επαφή με το δοκίμιο και να επισημάνουν ορισμένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά.

-Να αντιληφτούν στην πράξη ότι ένας από τους κύριους στόχους του δοκιμίου είναι να βαθαίνει τη δυνατότητα του προβληματισμού μας : με αφόρμηση ένα συγκεκριμένο δοκίμιο να εκφράσουν σε ένα δικό τους κείμενο τις σκέψεις που γεννήθηκαν από την ανάγνωση του δοκιμίου.

Περιεχόμενο-Διδακτική μεθοδολογία

Προτείνουμε την εξής διδακτική πορεία: 1) συζητούμε με τους μαθητές τις απόψεις διαφόρων συγγραφέων για το δοκίμιο και επισημαίνουμε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του, 2) με βάση τα χαρακτηριστικά αυτά αρχίζουμε να προσδιορίζουμε την επικοινωνιακή ταυτότητα του δοκιμίου, 3) προσεγγίζουμε ένα από τα δείγματα δοκιμιακού λόγου που δίνονται στο βιβλίο Έκφραση-Έκθεση σ.82-83.

1. Λόγος για το δοκίμιο

Με βάση τα παρακάτω αποσπάσματα συζητήστε τις απόψεις διαφόρων συγγραφέων για το δοκίμιο.

Προσπαθήστε : α) να εντοπίσετε τα κοινά σημεία των απόψεων αυτών, β) να συνοψίσετε τα χαρακτηριστικά του δοκιμίου στα οποία αναφέρονται οι συγγραφείς.

Πολύ συχνά συναντούμε τον όρο "δοκίμιο" στους τίτλους συγγραφέων ποικίλου περιεχομένου, φοβούμαι όμως ότι ούτε αυτοί που τον γράφουν ούτε εμείς που τον διαβάζουμε έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας τη φύση και τα όρια αυτού του λογοτεχνικού είδους. Τι είναι το δοκίμιο; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά και οι επιδιώξεις του; Πώς διακρίνεται από άλλους συγγενείς τύπους, φιλολογικής ή επιστημονικής συγγραφής; Γράφονται κριτικά, ιστορικά, φιλοσοφικά δοκίμια, τι κοινό έχουν στη μορφή (αφού κατά το περιεχόμενο διαφέρουν) τα έργα αυτά, ώστε να χαρακτηρίζονται με το ίδιο όνομα "δοκίμια";
Ε. Π. Παπανούτσος

Το να πεις τι είναι ένα δοκίμιο δεν είναι τόσο εύκολο. Ευκολότερο θα ήταν να πεις τι δεν είναι: συγκεκριμένα, δεν είναι οπωσδήποτε μια έκθεση και προπαντός δεν είναι μια πραγματεία.
J. Hofmiller

Ποιος άραγε έκανε την ελληνική μετάφραση: "δοκίμιο"; Η λέξη είναι επιτυχημένη, όπως και η πρωτογενής γαλλική: essai. Στη σκέψη των δόκιμων συγγραφέων που τη χρησιμοποίησαν, σημαίνει ένα σύντομο, γρήγορα γραμμένο, ευπρόσιτο στο πλατύ κοινό κείμενο, που αποτελεί μιαν απόπειρα να προσεγγίσει κανείς σε αρκετό βαθμό, ένα θέμα κριτικής, επιστήμης, τέχνης, ηθών κτλ. με γνώση και καλλιέπεια, χωρίς όμως να το εξαντλεί - γιατί τούτο θα απαιτούσε συστηματική και διεξοδική διερεύνηση, επομένως μια πολυσέλιδη "πραγματεία" (tractatus, traite, treatise).

Στην "πραγματεία" περιμένεις και ανέχεσαι πολλά πράγματα: όγκο σελίδων, βάρος εννοιών, περίπλοκη, κουραστική γραφή. Στο δοκίμιο όχι όμως. Αυτό πρέπει να είναι σύντομο, ευσύνοπτο. ('Ισως γι'αυτό ο Σεφέρης ονόμασε τις φιλολογικοκριτικές μελέτες του "δοκιμές", όχι δοκίμια). Εύληπτο και καλογραμμένο. Eξού και η μεγάλη κοινωνική του χρησιμότητα. Διδάσκει και ταυτόχρονα τέρπει πολυάριθμους αναγνώστες διαφόρων μορφωτικών επιπέδων. Ιδιαίτερα το χαίρονται οι "απλούστεροι". Πλουτίζει τις γνώσεις, οξύνει τις κρίσεις, καλλιεργεί την ευαισθησία τους.
Ε. Π. Παπανούτσος

Το δοκίμιο και η πραγματεία διαφέρουν, βέβαια, εκτός από την έκταση (το δοκίμιο είναι ένα είδος με μικρή, κατά κανόνα, έως μέση έκταση) και ως προς το κοινό στο οποίο απευθύνονται (της πραγματείας είναι πιο ειδικό, κι αυτός είναι ο λόγος που συστηματικοί φιλόσοφοι ή και επιστήμονες καταφεύγουν συχνά στο δοκίμιο όταν θέλουν να εκλαϊκεύσουν ή να δώσουν μεγάλη δημοσιότητα στις ιδέες τους ή στα πορίσματά τους). Το δοκίμιο προϋποθέτει μεγαλύτερη συμμετοχή του αναγνώστη, θέτει σε κίνηση τόσο τη σκέψη όσο και τη φαντασία του, απευθύνεται τόσο στη νόηση όσο και στο συναισθηματικό του κόσμο, επιζητεί όχι μόνο να τον πληροφορήσει αλλά και να τον συγκινήσει και να τον τέρψει. Το δοκίμιο απευθύνεται όχι μόνον στις γνώσεις (τη μόρφωση) αλλά και στην καλαισθησία και το γούστο του αναγνώστη. Αν η πραγματεία ή η μελέτη τον μορφώνει, το δοκίμιο τον καλλιεργεί.
Θ. Νάκας

 

Το δοκίμιο, στην ακαδημαϊκή του τουλάχιστον εκδοχή, βρίσκεται στο διάμεσο της λογοτεχνίας και της πληροφορίας. Η σύνταξή του είναι λιγότερο ελεύθερη από εκείνην του λογοτεχνήματος, αλλά πιο προσωπική από εκείνην της πληροφοριακής ανακοίνωσης.

Τέλος, το δοκίμιο είναι κατά βάση λόγος διδακτικός, καθώς δεν επικαλείται την ανιδιοτέλεια της τέχνης, αλλά ούτε και την ουδετερότητα της επιστήμης. Αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ, θα έλεγα ότι η δοκιμιακή έκφραση είναι κατεξοχήν παράδειγμα ιδεολογικής ομολογίας για θέματα και προβλήματα επίμαχα και ριψοκίνδυνα.

Δ. Ν. Μαρωνίτης

Το δοκίμιο πρέπει να εκφράζει ένα ύφος, μια εσωτερική ζωή, μια ευαισθησία, μια προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα, μια ατομικότητα.
Γ. Θεοτοκάς

Στο δοκίμιο αποφασιστικό ρόλο παίζει η προσωπικότητα του συγγραφέα, αυτή είναι που δίνει το κύρος σε ό,τι λέγεται, που προσφέρει συνήθως το παράδειγμα, αλλά και τη ζωντάνια στην έκφραση και το ανεπανάληπτο ύφος. Η πραγματικότητα παρουσιάζεται φιλτραρισμένη μέσα από τις εμπειρίες και τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα. "Εδώ είναι οι ιδέες μου με τις οποίες δεν προσπαθώ καθόλου να σας δώσω να γνωρίσετε τα πράγματα αλλά τον εαυτό μου" έλεγε ο Montaigne. Η παράσταση του κόσμου την οποία μας προσφέρει το δοκίμιο είναι ίσως λιγότερο επιστημονική και περισσότερο καλλιτεχνική. [...] Η αλήθεια είναι ότι το δοκίμιο είναι ένα είδος νόθο από τη γέννησή του ένα "υβρίδιο", κάτι μεταξύ επιστήμης ή φιλοσοφίας και λογοτεχνίας.

Θ. Νάκας

 

2. Η επικοινωνιακή ταυτότητα του δοκιμίου

Με βάση τα συμπεράσματα που πρέκυψαν από τη συζήτηση που προηγήθηκε μπορούμε να αρχίσουμε να προσδιορίζουμε με τους μαθητές μας την επικοινωνιακή ταυτότητα του δοκιμίου, καθορίζοντας τον πομπό, το δέκτη, τα βασικά χαρακτηριστικά του, τη θεματική και το σκοπό του δοκιμίου. Παραθέτω ενδεικτικά μια πρόταση για την επικοινωνιακή ταυτότητα του δοκιμίου. Η πρόταση αυτή μπορεί να συμπληρωθεί και με άλλα στοιχεία, πχ, την οργάνωση του δοκιμίου, τη γλώσσα/ ύφος κτλ. , που θα προκύψουν από τη διδασκαλία των οικείων κεφαλαίων στα επόμενα μαθήματα.

Πομπός: δοκιμιογράφος (επιστήμονας, λογοτέχνης, δημοσιογράφος κ.α.)

Δέκτης :ευρύ κοινό που έχει κάποιο μορφωτικό επίπεδο, αλλά δε διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και πληροφόρηση για το θέμα.

Είδος λόγου :το δοκίμιο είναι ένα είδος πεζού λόγου, με μέση συνήθως έκταση, που είναι δύσκολο να οριοθετηθεί, γιατί συνδυάζει στοιχεία επιστημονικού και του λογοτεχνικού λόγου και παίρνει ποικίλες μορφές. Μπορούμε να πούμε ότι κινείται στο χώρο ενός συνεχούς που ορίζεται από τη μία πλευρά από τον επιστημονικό λόγο και από την άλλη πλευρά από τη λογοτεχνία. .

Θεματική : το δοκίμιο καλύπτει μια ευρεία θεματική. Μπορεί να αναφέρεται σε ζητήματα φιλοσοφίας, ηθικής, ιστορίας, πολιτικής, λογοτεχνίας, γλώσσας, εκπαίδευσης, καθώς επίσης και σε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος από το χώρο των θετικών επιστημών π.χ. της φυσικής, της ιατρικής, της βιολογίας κτλ.

Σκοπός: το δοκίμιο αποτελεί μια απόπειρα για την προσέγγιση ενός θέματος. Ο δοκιμιογράφος θέτει κάποια ερωτήματα και, επιστρατεύοντας τις γνώσεις, τις σκέψεις και την εμπειρία του, προσπαθεί να δώσει στα ερωτήματα αυτά μια επαρκή, έστω και προσωρινή, απάντηση. Απώτερος στόχος του είναι να εκθέσει τις ιδέες του, να μοιραστεί τον προβληματισμό του με τον αναγνώστη, Επιδιώκει, λοιπόν, με το κείμενό του να πληροφορήσει τον αναγνώστη, να τον προβληματίσει, να τον πείσει, να τον διδάξει δηλαδή με την ευρύτερη έννοια. Ο δοκιμιογράφος, ωστόσο, δεν απευθύνεται μόνο στη νόηση αλλά και στο συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη, επιζητεί να τον συγκινήσει και να τον τέρψει.

3. Μια πρώτη προσέγγιση του δοκιμιακού λόγου

Μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε σε μια πρώτη προσέγγιση του δοκιμιακού λόγου εξετάζοντας το απόσπασμα από το δοκίμιο του Μονταίνι, του πατέρα του δοκιμίου, που δίνεται στο βιβλίο "Έκφραση-Έκθεση"σ.82-83. Για την κατανόηση του αποσπάσματος μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις ερωτήσεις που προτείνονται στη σ,85. Μέσα από τη συζήτηση που θα προκύψει οι μαθητές θα προσδιορίσουν το πρόβλημα που απασχολεί το δοκιμιογράφο και τη θέση που παίρνει απέναντι σε αυτό. Σκόπιμο είναι, ωστόσο, να παρατηρήσουν επίσης οι μαθητές τον τρόπο με τον οποίο δοκιμιογράφος ξετυλίγει τις σκέψεις του. Ξεκινάει από τον εαυτό του και τα βιώματά του, από την αυτοπαρατήρηση (το πνεύμα μου είναι δύστροπο..) και την εξομολόγηση (υποχρέωσα τον εαυτό μου ...), και προχωράει σε μια γενική διαπίστωση που μας αφορά όλους (η δυσκολία για τον καθένα μας ..). Από κει και πέρα συνεχίζει να αναπτύσσει τις σκέψεις του για τη σχέση της πράξης με την εξομολόγηση και την αυτογνωσία χρησιμοποιώντας, κυρίως, το β΄ ενικό πρόσωπο στο οποίο συμπεριλαμβάνει τόσο τον εαυτό του όσο και τον αναγνώστη. Με τον τρόπο αυτό ο δοκιμιογράφος καταφέρνει να πλησιάσει τον αναγνώστη, να μοιραστεί μαζί του τον προβληματισμό του, να τον διδάξει με την ευρύτερη έννοια. Η εξομολογητική διάθεση του δοκιμιογράφου και το οικείο ύφος του διευκολύνουν τον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί του και να αποδεχτεί τα "πρέπει" του κειμένου (πρέπει να βλέπεις το κουσούρι σου και να το σπουδάζεις ...πρέπει να τα φέρνεις στο φώς...να τα ξερριζώνεις από τα σωθικά σου).

Με τις παρατηρήσεις αυτές οι μαθητές διαπιστώνουν, με βάση το συγκεκριμένο κείμενο, ορισμένα από τα βασικά γνωρίσματα του δοκιμίου που αναφέρθηκαν στη θεωρία που προηγήθηκε. Επισημαίνουν επιπλέον ότι το δοκίμιο συχνά διατηρεί το ύφος της συνομιλίας με ένα φίλο, της καθημερινής κουβέντας πάνω σε διάφορα θέματα ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη-όπως περίπου ανάμεσα στο συντάκτη και τον αποδέκτη μιας επιστολής.

Στο επόμενο μάθημα θα μπορούσαμε να εξετάσουμε ένα απόσπασμα από δοκίμιο του Ο.Ελύτη "Πρώτα- πρώτα η ποίηση" (Ανοιχτά Χαρτιά), το οποίο έχει ανάλογο εξομολογητικό τόνο με το δοκίμιο του Μοντένι. Με αφόρμηση το κείμενο αυτό μπορούμε, εξάλλου, να διερευνήσουμε τη σχέση του δοκιμίου με τη λογοτεχνία, που αποτελεί το θέμα του επόμενου κεφαλαίου στο βιβλίο "Έκφραση-Έκθεση". Ο Ελύτης στο συγκεκριμένο κείμενο "βλέπει" το δοκίμιο σαν ένα χώρο "γαιωδαιτημένο από τα όργανα ακρίβειας που διαθέτει η σκέψη". Θεωρεί, ωστόσο, χρέος του να παραμείνει ποιητής, παρόλο που μετατοπίζεται από το χώρο της ποίησης στο χώρο του δοκιμίου. Το προτεινόμενο απόσπασμα παρατίθεται μετά από "την εργασία για το σπίτι".

Εργασία για το σπίτι

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι "πρέπει να βλέπεις το κουσούρι σου και να το σπουδάζεις, για να μπορείς να το εκφράσεις". Έχεις ποτέ σκεφτεί ποιο είναι το δικό σου κουσούρι ; Με ποιους τρόπους το αντιμετωπίζεις; Το εξομολογείσαι σε άλλους ή όχι ; Για ποιους λόγους διστάζεις να το εξομολογηθείς ; Πιστεύεις ότι η εξομολόγηση μπορεί να σε ανακουφίσει και να σε βοηθήσει να απαλλαγείς από τα ελαττώματά σου;

Με βάση τα βιώματά σας πάνω στο θέμα να εκφράσετε ελεύθερα τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας σε ένα κείμενο με εξομολογητικό τόνο.

 

ΠΡΩΤΑ-ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ

. . . ΘΑ ΗΘΕΛΑ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ τα κείμενα αυτά, να το εξομολογηθώ αμέσως: δεν είμαι κριτικός ούτε πεζογράφος. Η ψυχολογική ανάλυση δε με τραβάει καθόλου· η παρατηρητικότητα μου λείπει σε μεγάλο βαθμό και κάθε απόπειρα περιγραφής με κάνει να πλήττω θανάσιμα. Ένα θέμα, για να το εξαντλήσω, δεν έχω άλλον τρόπο παρά να το ζήσω γράφοντας. Που σημαίνει ότι βουτώ μέσα του πολύ προτού ξεκαθαρίσω τι θέλω να πω, και αφήνομαι να πλανηθώ εδώ κι εκεί, κατά προτίμηση στις γωνιές τις πιο σκοτεινές, προσπαθώντας να βλέπω ή, αν όχι, τουλάχιστον να ψαύω και ν' αναγνωρίζω.

Όσο μπορώ. Γιατί, δυστυχώς, πολλές φορές τα ρεύματα με παρασύρουν, ξεχνιέμαι μπροστά σε κάτι που μ' αρέσει και, καθώς το τρέξιμο της πένας, με τις δικές του γοητείες, ξυπνά μέσα μου άλλα ένστικτα, βρίσκομαι, τη στιγμή που βγαίνω από το παράξενο αυτό κολύμπημα, πολύ μακριά, κάποτε χωρίς να ΄χω καν αγγίξει εκείνο που ζητούσα. Για να είμαι πιο ακριβής, τότε μόνο ξέρω τι θα έπρεπε να πω· αλλά είναι κιόλας αργά. Δεν μπαίνει κανένας δυο φορές μέσα στην ίδια ροή του ποταμού - για να θυμηθώ κι εγώ με τη σειρά μου τον μεγάλο Εφέσιο.

Βέβαια, υπάρχουν ποιητές προικισμένοι με αξιοθαύμαστο κριτικό ταλέντο. Υπάρχουν και άλλοι, που δε βγαίνουν ποτέ από τα όρια που τους έχει θέσει η Ποίηση. Το δικό μου αμάρτημα - και πείσμα - είναι ότι, χωρίς ν' ανήκω στους πρώτους, αρνήθηκα να συμμορφωθώ με τους δεύτερους πιστεύοντας ότι αυτά που κατά κανόνα είναι απαγορευμένα σ΄ένα νόμιμο δοκιμιογράφο, επειδή αποτελούν τεκμήρια κακού ύφους, σ΄έναν ποιητή που θέλει, οπουδήποτε και αν μετατοπίζεται, να μένει εκείνος που πραγματικά είναι, μπορεί όχι μόνο να του συγχωρεθούν, αλλά ίσως-ίσως και να προσγραφούν στο ενεργητικό του. Κάτι περισσότερο:θα έλεγα ότι είναι χρέος του ποιητή, ακόμη και στον χώρο αυτόν, το γεωδαιτημένο από τα όργανα ακριβείας που διαθέτει η σκέψη, ν' αποτολμά κινήματα της ψυχής αιφνιδιαστικά και ανεξέλεγκτα· να προκαλεί επεμβαίνοντας μες στη σύνταξη, πρωτοδοκίμαστους κλυδωνισμούς · το ύφος του, η γλώσσα του, ν' αποκτούν κάτι από το σκίρτημα του νεανικού οργανισμού, τη φορά του πουλιού προς τα ύψη.

Φυσικά, ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι χωρίς κινδύνους. Μπορεί το ιδανικό μου να ήταν ανέκαθεν η διαφάνεια και, στην Ποίηση, να μου έφτανε η καθαρότητα του ψυχισμού, που μπορούσε μια έκφραση να περικλείνει, για να πιστέψω πως την επέτυχα. Όμως η διαφάνεια των νοημάτων ήταν κάτι διαφορετικό· κι ώσπου να βρω κάποιον τρόπο ν' ανταποκριθώ σ' αυτήν γνώρισα περιπλανήσεις κι έφτασα σε υπερβολές που άφησαν βαθιά τα σημάδια τους πάνω στα πρώτα μου κείμενα. Καθώς τα ξαναδιαβάζω σήμερα, μαζί με τη γοητεία, που είναι φυσικό να φέρνει το ξαναζωντάνεμα μιας "ηρωικής εποχής", αισθάνομαι, την ίδια στιγμή, και μιά έντονη απώθηση. Ενθουσιασμοί αδικαιολόγητοι, κάποτε, μπορώ να πω, και αντιπαθητικοί, φράσεις με απίθανο αλλά όχι, δυστυχώς, πάντοτε και αβίαστο μήκος, λυρικές εξάρσεις χωρίς αντίκρυσμα, γλωσσικοί ακροβατισμοί και φραστικά πυροτεχνήματα, γενικά μια περίσσεια λόγου που, κοντά στ' άλλα, δε μ' άφησε ποτέ να μιλήσω με τρόπο ευθύγραμμο γι' αυτά που αποτελέσανε, πιστεύω τα κίνητρα και τη δικαίωση της ζωής μου.

Δεν πειράζει· μήτε τ' απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που, για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε να ΄ναι παρά μια συνειδητή, αδιάλλαχτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Και αυτό έχει σημασία. Όταν έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ' όλα ελεύθερος. Έτσι σα να 'βγαινα στα βουνά και να μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ' αγριοκλώναρα, να ζουπάω πού και πού κανένα μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χουφτιές το καθαρό νερό. ΄Ηθελα, στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ' ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι- κι ας ήτανε και φάλτσα. Θέλω να πω ότι το βάρος της γοητείας έπεφτε στην παράβαση· που σιγά-σιγά, με τα χρόνια, είδα ότι ήταν πολύ περισσότερο μια πρόγευση της βαθύτερης αλήθειας, που κουβαλά μέσα της η νεότητα χωρίς να το γνωρίζει, παρά μια σκέτη αυθαιρεσία, ώστε να την κρίνεις με συγκατάβαση και να την προσπεράσεις. Και πως, το κάτω-κάτω, αν με είχε οδηγήσει στ' αμαρτήματα που απαρίθμησα, έφταιγε η απειρία μου η προσωπική και όχι, καθόλου, η ίδια η αρχή, που μ' έβαζε να δυσπιστώ σε καθετί το παραδεγμένο και συστηματικά να το αντιστρατεύομαι.

(Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος 1996, σ.3-5)

 

γ. Υποστηρικτικό υλικό

Σχετικά με την εισαγωγή στο δοκίμιο χρήσιμα είναι τα εξής βοήθηματα:

Το δοκίμιο, αφιέρωμα στο περιοδικό Διαβάζω τ. 117 (24/4/1985)

Ε. Π..Παπανούτσος, Το δοκίμιο, Τα μέτρα της εποχής μας, Φιλιππότης

Δ. Ν.Μαρωνίτης, Το σχολικό δοκίμιο, Εκπαίδευση και παιδεία

Γ. Θεοτοκάς, Για το δοκίμιο, Πνευματική πορεία .