ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

.
εξώφυλλο Walter J. Ong
Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη

Η εκτεχνολόγηση του λόγου
[Orality and Literacy:
The Technologizing of the Word]

Μετάφραση: Κώστας Χατζηκυριάκος
Επιμέλεια: Θεόδωρος Παραδέλλης

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ηράκλειο 1997

«Η γραφή εγείρει τη συνείδηση», υποστηρίζει ο Ονγκ (σ. 257) προς το τέλος του βιβλίου του και τα όσα έχουν προηγηθεί δείχνουν σαφώς προς αυτήν την κατεύθυνση. Η κύρια θέση αυτού του βιβλίου είναι ότι οι βασικές διαφορές που έχουν ανακαλυφθεί ανάμεσα στους τρόπους διαχείρισης της γνώσης και της εκφοράς του λόγου (αλλά και της ίδιας της σκέψης) σε πολιτισμούς που επηρεάστηκαν βαθιά από τη γραφή και σε προεγγράμματους (προφορικούς) πολιτισμούς είναι τέτοιες ώστε καθιστούν αναγκαία μια εκ βάθρων αναθεώρηση του τρόπου κατανόησης της ανθρώπινης ταυτότητας (σ. xxxvii). Πιο συγκεκριμένα, «πολλά από τα γνωρίσματα που θεωρούσαμε κάποτε δεδομένα στη λογοτεχνική, φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη και έκφραση, ακόμη και στον προφορικό λόγο των εγγραμμάτων, δεν είναι εγγενή στον άνθρωπο, αλλά έχουν εμφανιστεί χάρη στα εφόδια που η τεχνολογία της γραφής παρέχει στην ανθρώπινη συνείδηση». Στο έργο αυτό, ο Ονγκ προβαίνει σ’ αυτήν ακριβώς την αναθεώρηση (σ. xxxvii). Το βιβλίο αποτελείται από μια εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, εκτός της πρωτότυπης εισαγωγής στην αγγλική έκδοση, ενώ το κύριο μέρος του διαιρείται σε επτά κεφάλαια. Υπάρχει επίσης εκτενής βιβλιογραφία και ένα συνοπτικό ευρετήριο.

Η εισαγωγή στην ελληνική έκδοση οδηγεί τον αναγνώστη//τρια στο ευρύτερο επιστημονικό και κοινωνικό πλαίσιο της δουλειάς του Ονγκ. Αναφέρεται σύντομα στους δύο πόλους, την προφορικότητα και την εγγραμματοσύνη, παρουσιάζει και επεξηγεί την ορολογία που χρησιμοποιείται και επιχειρεί να δώσει μια γενικότερη άποψη του έργου του Ονγκ στο σύνολό του. Σχολιάζει επίσης σχετικές θεωρίες για την προφορικότητα και την εγγραμματοσύνη δίνοντας έμφαση στο αποκαλούμενο «αυτόνομο» και το «ιδεολογικό» μοντέλο. Τέλος, επισυνάπτεται αρκετά εκτενής βιβλιογραφία στην ίδια την εισαγωγή (ανεξάρτητα από τη βιβλιογραφία του πρωτότυπου βιβλίου). Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης/τρια περνά σταδιακά στον κόσμο του συγγραφέα και οι όποιες ατέλειες αυτού του μέρους συγχωρούνται ευκολότερα αν αναλογιστούμε το γνωστικό πεδίο που επιχειρεί να καλύψει. Στη σ. xv π.χ., ο όρος salient αποδίδεται ως «περίοπτος/εμφανής» το οποίο, αν και ουσιαστικά σωστό, είναι παραπλανητικό, δεδομένου ότι το σημείο που θίγεται παραπέμπει στην ετυμολογία του όρου (πβ. «ανερχόμενος», «ανιών»). Επίσης υπάρχουν λάθη στις βιβλιογραφικές παραπομπές· στη σ. xi λόγου χάρη, η χρονολογία που δίνεται για το έργο του Τσιτσιπή είναι 1955 αντί του σωστού 1995.

Η σύντομη εισαγωγή στην αγγλική έκδοση μας δίνει το στίγμα του συγγραφέα, ο οποίος μας λέει πως το θέμα του βιβλίου δεν αποτελεί «ερμηνευτική σχολή» (σ. xxxviii) και προτείνει όχι μόνο διαχρονική αλλά και συγχρονική προσέγγιση της προφορικότητας και της εγγραμματοσύνης. Επισημαίνει, επίσης, ότι αρχίσαμε να κατανοούμε τις διαφορές ανάμεσα στην προφορικότητα και την εγγραμματοσύνη μόλις στην ηλεκτρονική εποχή (σ. xl)· δηλαδή, οι διαφορές ανάμεσα στα ηλεκτρονικά μέσα και την τυπογραφία μας έκαναν να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο τις προγενέστερες αντιθέσεις μεταξύ χειρογράφου και τυπογραφίας αλλά και προφορικότητας και εγγραμματοσύνης.

Το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται, εύλογα, στην προφορικότητα της γλώσσας. Ο συγγραφέας αναφέρεται στις γενικά γνωστές απόψεις της σύγχρονης γλωσσολογίας για την πρωταρχικότητα του προφορικού λόγου και τη δευτερεύουσα σημασία της γραφής (τουλάχιστον θεωρητικά). Επισημαίνεται πως μόνον ένας μικρός αριθμός ανθρώπινων γλωσσών γνώρισαν ποτέ τη γραφή. Όμως διευκρινίζεται ότι στόχος του βιβλίου δεν είναι να συγκρίνει την ομιλούμενη και τη γραπτή γλώσσα ανθρώπων που, ούτως ή άλλως, γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή, αλλά αυτό που πρωτίστως εξετάζεται είναι μάλλον «η πρωταρχική προφορικότητα των ανθρώπων που αγνούν πλήρως τη γραφή» (σ. 2). Αναφέρεται επίσης ότι ο προφορικός λόγος υπήρξε και υπάρχει τις περισσότερες φορές χωρίς τη γραφή ενώ, αντίθετα, η γραφή ποτέ χωρίς τον προφορικό λόγο. Επιπλέον, ο Ονγκ υποστηρίζει πειστικά ότι «η μελέτη της γλώσσας, με εξαίρεση τις πρόσφατες δεκαετίες, επικεντρώθηκε στα γραπτά κείμενα και όχι στην προφορικότητα για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: εξαιτίας της σχέσης της ίδιας της μελέτης με τη γραφή» (σ. 6). Στο υπόλοιπο του κεφαλαίου πραγματεύεται την έννοια της «προφορικής γραμματείας». Με τόνο αρκετά πολεμικό, παρουσιάζει εμπεριστατωμένα τους λόγους για τους οποίους ο όρος «προφορική γραμματεία» αποτελεί σχήμα πρωθύστερο αλλά και επικίνδυνη έννοια, μιας και επιχειρεί να αναλύσει τον προφορικό λόγο με όρους που του είναι εγγενώς ξένοι, βασιζόμενος σε μια χειρογραφική και τυπογραφική προκατάληψη.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Η σύγχρονη ανακάλυψη των πρωταρχικά προφορικών πολιτισμών», ο συγγραφέας αναφέρεται με αρκετές λεπτομέρειες στην ενασχόληση του εγγράμματου πολιτισμού με την προφορική παράδοση. Γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο ομηρικό ζήτημα και στο γεγονός ότι οι καθαρά προφορικοί πολιτισμοί δύνανται να παράγουν σύνθετες λογοτεχνικές μορφές. Επιπλέον, εξετάζεται το έργο του Milman Parry, ο οποίος στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα διατύπωσε μια θεωρία, βασικό αξίωμα της οποίας είναι «η εξάρτηση της επιλογής των λέξεων και των μορφών τους από το σχήμα του [προφορικά συντεθειμένου] εξάμετρου στίχου» στα ομηρικά έπη (σ. 23). Αυτό εξηγεί τον λογοτυπικό τρόπο σκέψης και τη μεγάλη επαναληπτικότητα που απαντά στα ομηρικά έπη. Λέει λοιπόν ο Ονγκ: «οι Έλληνες της ομηρικής εποχής απέδιδαν αξία στα στερεότυπα, επειδή όχι μόνο οι ποιητές αλλά και όλος ο προφορικός νοητικός κόσμος ή ο κόσμος της σκέψης στηρίζονταν πάνω στη λογοτυπική συγκρότηση της σκέψης. Σε έναν προφορικό πολιτισμό, μόλις αποκτιόταν η γνώση, έπρεπε να επαναλαμβάνεται συνεχώς για να μη χαθεί: τα σταθερά, λογοτυπικά πρότυπα σκέψης ήταν απαραίτητα για τη συνετή και αποτελεσματική διαχείριση» (σ. 28). Ένα άλλο σημείο που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζεται να σηματοδοτεί το σημείο αυτό της ανθρώπινης ιστορίας όπου η βαθιά εσωτερικευμένη, πλέον, αλφαβητική εγγραμματοσύνη συγκρούστηκε για πρώτη φορά κατά μέτωπο με την προφορικότητα.

Στο τρίτο, και ίσως σημαντικότερο, κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Ονγκ εξετάζει και αναλύει την ψυχοδυναμική της προφορικότητας. Αρχίζοντας από τη φωνούμενη λέξη ως δύναμη και δράση (σε αντίθεση με τη γραπτή λέξη που είναι εξω-λεκτική, εξω-σωματική και, ως εκ τούτου, λεκτικό αντικείμενο), περνάει στη μνημοτεχνική στους προφορικούς πολιτισμούς, την οποία συνδέει στενά με τη λογοτυπική δομή. Παρατηρεί ότι στους προφορικούς πολιτισμούς γνωρίζεις ό,τι μπορείς να ανακαλέσεις (σσ. 42-47) και εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους κατέστη δυνατό να υπάρξει, και να συνεχίζει να υπάρχει, προφορική ποίηση. Στη συνέχεια καταγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψης και της έκφρασης που βασίζονται στην προφορικότητα (σσ. 47-78). Η έκφραση και η σκέψη χαρακτηρίζονται ως

  1. παρατακτικές μάλλον παρά υποτακτικές
  2. συσσωρευτικές μάλλον παρά αναλυτικές
  3. πλεονάζουσες ή «πληθωρικές»
  4. συντηρητικές ή παραδοσιακές
  5. κοντά στον κόσμο της ανθρώπινης ζωής
  6. αγωνιστικού τόνου
  7. μεθεκτικές και συμμετοχικές μάλλον παρά αποστασιοποιημένες
  8. ομοιοστατικές (=άμεσα συσχετισμένες με το παρόν)
  9. περιστασιακές μάλλον παρά αφηρημένες.

Σ’ αυτό το σημείο επανέρχεται στην προφορική απομνημόνευση και υποστηρίζει πως οι επικές σταθερές όπως «πολυμήχανος Οδυσσέας» καθιστούν δυνατή την επανάληψη μέσω των κλισέ (μια πρακτική που κατακρίνεται, για διαφορετικούς όμως λόγους, στην γραπτή γλώσσα). Επικεντρωμένος ο συγγραφέας σ’ αυτόν το «λογοκίνητο τρόπο ζωής», μας κάνει όλο και πιο κατανοητή την παρατήρηση του Malinowski που θεωρεί ότι στους «πρωτόγονους» (προφορικούς) λαούς, η γλώσσα είναι ένας τρόπος δράσης και όχι μόνο μια επικύρωση της σκέψης (σ. 43). Αναλύεται ακόμα η χρήση των «διογκωμένων» και υπερβολικών χαρακτήρων αλλά και του παράδοξου που διέπουν τις προφορικές αφηγήσεις τόσο στην προκλασική Ελλάδα όσο και σε άλλες προφορικές κοινωνίες στην Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Ωκεανία.

Η θέση του Ονγκ ότι «σε έναν προφορικό πολιτισμό, η εμπειρία διανοητικοποιείται μνημοτεχνικά» (σ. 46), γίνεται σαφέστερη με την αναφορά του στην εσωτερικότητα του ήχου (το γεγονός ότι δεν είναι εξωσωματικός). Ο ήχος, λέει ο Ονγκ (σ. 99), ενσωματώνει ενώ η όραση απομονώνει: «ενώ η όραση τοποθετεί τον παρατηρητή έξω από αυτό που βλέπει, σε απόσταση, ο ήχος ξεχύνεται μέσα στον ακροατή». Τέλος, μιλάει για την προφορικότητα και το είδος της κοινωνικότητας που δημιουργεί καθώς και την ιερή διάσταση του ανθρώπινου λόγου όπως εμφανίζεται στις διάφορες θρησκείες (και ειδικά στο χριστιανισμό), για να καταλήξει ότι οι λέξεις δεν αποτελούν σημεία· δηλαδή, η οπτική αναπαράσταση μιας λέξης δεν είναι πραγματική λέξη αλλά ένα «δευτερεύον μορφοποιητικό σύστημα» (σ. 104).

Δεδομένου ότι κατά το συγγραφέα «αρκεί ένας μέτριος βαθμός εγγραμματοσύνης για να εμφανιστεί μια τεράστια διαφορά στις διεργασίες της σκέψης» (σ. 68), δεν εκπλησσόμεθα που το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Η γραφή αναδιαρθρώνει τη συνείδηση». Ο Ονγκ διατυπώνει τη θέση πως η γραφή θεμελιώνει μια γλώσσα «ανεξάρτητη συμφραζομένων» [context-free language] ή «αυτόνομο λόγο», λόγο που έχει αποχωρισθεί από τον/τη δημιουργό του (σ. 109). Αναφέρεται διεξοδικά στη γραφή ως τεχνολογικό επίτευγμα, αρχίζοντας από τη χρήση του αλφαβήτου και τη χειρογραφία και περνώντας στην τυπογραφία αλλά και τα ηλεκτρονικά μέσα. Η γραφή ορίζεται ως «η τεχνολογία που έδωσε μορφή και δύναμη στη νοητική δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου» και σημειώνεται πως «αποτελεί πολύ πρόσφατη εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία» (σ. 117). Ο συγγραφέας εξετάζει τη γραφή μέσα από τη δημιουργία του αλφαβήτου, διευκρινίζοντας πως ενώ οι γραφές βρίθουν, το αλφάβητο, ως σύλληψη, παραμένει μοναδικό.

Στη συνέχεια σκιαγραφεί τις απαρχές της εγγραμματοσύνης, το πέρασμα από τη μνήμη στη γραπτή μαρτυρία. Επικεντρώνοντας την προσοχή του στη δυναμική της γραφής, αναπτύσσει δύο υποκεφάλαια για τη δυναμική της κειμενικότητας και τα κύρια χαρακτηριστικά της γραφής· αυτά είναι η απόσταση του δημιουργού από το δημιούργημα, η ακρίβεια της έκφρασης, αλλά και η δημιουργία γραφολέκτων («κειμενοπαγών» κωδίκων· διαλέκτων που επένδυσαν μαζικά στη γραφή) και η σύνταξη λεξικών (σσ. 251-225). Σε αυτό το σημείο γίνεται αισθητότερη η αβυσσαλέα απόσταση που χωρίζει τους προφορικούς από τους εγγράμματους πολιτισμούς και ο Ονγκ επισημαίνει τις πολλές επιπτώσεις αυτού του φαινομένου. Στη συνέχεια, εξετάζει την ακαδημαϊκή ρητορική και τη λόγια λατινική γλώσσα σε σχέση με την αλληλεπίδρασή τους με τη γραφή και την προφορικότητα. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που βγαίνει από τη δουλειά του Ονγκ είναι ότι η γραφή, σε αντίθεση με τη ρητορική, έδωσε την ευκαιρία παραγωγής λόγου στις γυναίκες αρκετά νωρίς στην ιστορία και ότι η γυναικεία γραφή σχετίζεται σημαντικά με τη γένεση του μυθιστορήματος (σ. 159). Τέλος, μας θυμίζει πως η μετάβαση από την προφορικότητα στην εγγραμματοσύνη υπήρξε αργή (σ. 164) καθώς επίσης ότι η προφορικότητα αποδείχτηκε ανθεκτικότατη και όχι μόνον επειδή ο ανθρώπινος λόγος είναι κατά βάση προφορικός και μαθαίνεται ως τέτοιος.

Το πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου πραγματεύεται την τυπογραφία και τη θέση του κειμένου στο χώρο. Κατά πρώτο λόγο, εξετάζονται οι τροπικότητες της όρασης και της ακοής και επισημαίνονται οι διαφορές που προκύπτουν από την κυριαρχία της ακοής στον προφορικό λόγο και της αντικατάστασής της από την όραση στο γραπτό. Το πέρασμα από τη χειρογραφία στην τυπογραφία συνεπάγεται την αμείλικτη τοποθέτηση της λέξης στο χώρο (σ. 173) και ανοίγει το δρόμο για ένα μαζικό αναγνωστικό κοινό. Η τυπογραφία, κατά τον Ονγκ, «παγίωσε τη λέξη στο χώρο» (σ. 175). Αυτό γίνεται πολύ σαφές στα αλφαβητικά ευρετήρια, τους τίτλους περιεχομένων αλλά και τους επιγραφικούς τίτλους των βιβλίων. Η δόμηση του τυπογραφικού χώρου εξετάζεται από την αρχή χωρίς να θεωρείται τίποτε δεδομένο. Έτσι ο αναγνώστης/τρια αποκτά μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα μικρά βήματα που οδήγησαν στα σημερικά κοινά δεδομένα της τυπογραφίας στον σύγχρονο εγγράμματο κόσμο. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ονγκ, «μετατοπίζοντας τις λέξεις από τον κόσμο του ήχου, όπου είχαν την αρχή τους στην ενεργητική συναλλαγή των ανθρώπων, και τοποθετώντας τες οριστικά στην ορατή επιφάνεια, αλλά και με άλλους τρόπους εκμεταλλευόμενη τον οπτικό χώρο για τη διαχείριση της γνώσης, η τυπογραφία ενθάρρυνε τους ανθρώπους να σκεφθούν όλο και περισσότερο τους δικούς τους εσωτερικούς συνειδητούς και μη πόρους ως αντικείμενα απρόσωπα και θρησκευτικώς ουδέτερα. Η τυπογραφία ενθάρρυνε την αίσθηση πως ό,τι ‘κατείχε’ ο νους υπήρχε σε ένα είδος αδρανούς νοητικού χώρου» (σ. 188). Επιπλέον, η τυπογραφία ενθαρρύνει μια αίσθηση περάτωσης ή «κλεισίματος» του κειμένου· το κείμενο μοιάζει τελειωμένο και σε οριστική κατάσταση, σε αντίθεση με τα χειρόγραφα. Η τυπογραφία συμβάλλει σε πιο «κλειστές» μορφές λόγου και ευνοεί την γραμμικότητα της αφήγησης. Η κυριαρχία της τυπογραφίας καθιστά επίσης αναπόφευκτη τη διακειμενικότητα, αν και οι επιδράσεις από τα κείμενα του παρελθόντος ήταν γεγονός πολύ πριν ασχοληθεί με το θέμα η φιλολογία και η λογοτεχνική κριτική. Με την έλευση της ηλεκτρονικής εποχής, έχουμε ήδη περάσει στη μετά-τυπογραφία· όμως, σε αντίθεση με τα όσα ακούγονται συχνά, τα ηλεκτονικά μέσα όχι μόνον δεν καταργούν τα βιβλία, αλλά παράγουν περισσότερα (σ. 194).

Στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Ονγκ εξετάζει την αφήγηση και την κατασκευή χαρακτήρων μέσα από την προφορική και την εγγράμματη παράδοση. Επισημαίνει την πλεονεκτική θέση της αφηγηματικής γραμμής στον εγγράμματο πολιτισμό και ασχολείται περισσότερο με την αφηγηματική γραμμή στους προφορικούς πολιτισμούς. Διευκρινίζει ότι «στους προφορικούς πολιτισμούς, όπου δεν υπάρχει κείμενο, η αφήγηση χρησιμεύει στο να συνδέει τη σκέψη με τρόπο μαζικότερο και μονιμότερο απ’ ό,τι τα άλλα είδη λόγου» (σ. 202). Σε αυτό το κομμάτι, ο Ονγκ καταπιάνεται με το δύσκολο έργο της παρουσίασης, σ’ ένα φύσει δύσπιστο κοινό, των τρόπων της προφορικής αφήγησης ως προς την διατήρηση της αφηγηματικής γραμμής αλλά και της δημιουργίας χαρακτήρων. Υποστηρίζει ότι ο γνωστός μας «σφαιρικός χαρακτήρας», ο χαρακτήρας «που αποπνέει το απρόβλεπτο της ζωής» (σ. 217), είναι χαρακτηριστικό της γραφής, ενώ, αντίθετα, στην προφορική αφήγηση ο χαρακτήρας είναι μεν «διογκωμένος» αλλά επίπεδος. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι το σλόγκαν του McLuhan, «το μέσο είναι το μήνυμα», βρίσκει εφαρμογές ακόμη και σε λιγότερο επιφανειακά επίπεδα, όπως το είδος του χαρακτήρα που δημιουργείται μέσω της αφήγησης.

Στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει σύντομα ορισμένες απόψεις και προοπτικές σχετικά με την θεωρητική αντιπαράθεση προφορικότητας κα εγγραμματοσύνης. Αναφέρεται στις απόψεις που διαμορφώθηκαν στην ιστορία της λογοτεχνίας, τη νέα κριτική και το φορμαλισμό, το δομισμό, τον κειμενισμό και τον αποδομισμό, τις θεωρίες του ομιλιακού ενεργήματος [speech act theory] και της αναγνωστικής πρόσληψης, τις κοινωνικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και, τέλος, τις βιβλικές σπουδές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των βιβλικών κειμένων ως γραπτού λόγου που βασίζεται σε προφορικά πρότυπα δομής και αφήγησης, πράγμα το οποίο γίνεται εμφανέστερο μέσω της κυρίαρχης παρατακτικής δομής αυτών των κειμένων (σσ. 248-252). Τέλος, ο συγγραφέας αναφέρεται στην πιο σοβαρή, ίσως, επίπτωση της εγγραμματοσύνης για τον άνθρωπο: τη στροφή του προς τα μέσα· την ενδοσκόπηση και την αυτοψυχολόγηση τις οποίες προάγει η σιωπηλή ανάγνωση και η ενασχόληση με το κείμενο, πράγμα που απουσιάζει στους προφορικούς πολιτισμούς. Η εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης έχει σημαδευτεί από την όλο και μεγαλύτερη προσοχή που δίνεται στο εσωτερικό του αποστασιοποιημένου ανθρώπου από τις κοινωνικές δομές (σ. 258). Η ανάπτυξη του αυτοστοχασμού και της ικανότητας έκφρασης πάνω στον εαυτό παρουσιάζονται ως, έμμεσα ίσως, αποτελέσματα της μετάβασης στην εγγραμματοσύνη.

Αν και συχνά κουράζει με την επαναληπτικότητά του, το βιβλίο ανοίγει μια νέα προοπτική στη θεώρηση μιας από τις κοινότερες δεξιότητες του σύγχρονου ανθρώπου. Εφιστά την προσοχή μας στο πόσο συχνά τείνουμε να παραβλέπουμε ουσιώδεις εξελίξεις που βασίζονται στη γραφή, απλά και μόνον επειδή είναι, πλέον, λίγο-πολύ γενικευμένες. Η παρουσίαση είναι εναργής και ο ελαφρά αγωνιστικός τόνος του δεν υπερβαίνει τα γενικώς αποδεκτά όρια. Άλλωστε, αυτό είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό των πρωτοποριακών έργων και το συγκεκριμένο είναι αναμφίβολα τέτοιο. Η μετάφραση είναι προσεγμένη και έχουν γενικά αποφευχθεί οι υπερβολές στην απόδοση των ξένων όρων. Καλό θα ήταν, σε μια μελλοντική έκδοση, να προσεχθεί το θέμα της συνέπειας στην ορθογραφία των ξένων ονομάτων αλλά και της ακρίβειας των βιβλιογραφικών παραπομπών. Τέλος, θα ήταν χρήσιμο να αναγράφονται στα περιεχόμενα όχι μόνον οι τίτλοι των κεφαλαίων, αλλά και των πολλών υποκεφαλαίων του βιβλίου· έτσι ο/η αναγνώστης/τρια θα έπαιρνε μια γενική εικόνα του τι πραγματεύεται ο συγγραφέας ευθύς εξαρχής.

Κώστας Κανάκης

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας