2. Το προοίμιο των Γενεηλογιών του Εκαταίου 2.1. Τυπολογική μήτρα των ιστοριογραφικών προοιμίων Για λόγους οικονομίας παραλείπονται και στοιχειώδη ακόμη βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία για τον Μιλήσιο γενάρχη της ιωνικής λογογραφίας. Σημειώνεται μόνον ότι οι πρωϊμότερες Γενεηλογίαι (όπου εξορθολογίζονται πανελλήνιες μυθολογικές παραδόσεις, καθώς μοιράζονται σε θεματικούς κύκλους και σε διαδοχικές γενιές, για να ερμηνευθούν τελικώς ως "αλληγορίες") συμπληρώνονται από την οψιμότερη και σημαντικότερη Περίοδον Γης (εξαιρετικά φιλόδοξο γεωγραφικό και εθνολογικό άλμα, που περιγράφει και χαρτογραφεί τη γνωστή τότε οικουμένη). Το προοίμιο πάντως δεν παρουσιάζει προφανείς γλωσσικές δυσκολίες, και θα μπορούσε ως εκ τούτου να παραμείνει μέσα στην τάξη ασχολίαστο, για να κακοποιηθεί μόνο μεταφραστικώς. Παρά ταύτα η προσεκτική του και υποψιασμένη ανάγνωση αποκαλύπτει ότι στο ολιγόσειρο αυτό μικροκείμενο βρίσκεται η τυπολογική μήτρα όλων των επόμενων ιστοριογραφικών προοιμίων, τουλάχιστον του Ηροδότου και του Θουκυδίδη. Η μήτρα του Εκαταίου προσφέρει τελικώς δύο υποδοχές, που διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους: στη μία εγγράφονται τα ίχνη που αφορούν στο όνομα και στην καταγωγή του συγγραφέα· στη δεύτερη προσχηματίζεται η επιγραφή της συγγραφής και επιχειρείται μια πρώτη της αξιολόγηση. Δεν γνωρίζουμε αν ευρετής αυτής της τυπολογικής μήτρας είναι ο ίδιος ο Εκαταίος. Γεγονός όμως παραμένει ότι η μήτρα αυτή εφεξής καθιερώνεται περίπου ως εντολή —ευλύγιστη ωστόσο και ανοιχτή σε εντυπωσιακές παραλλαγές. 2.2. Δήλωση του συγγραφικού υποκειμένου H πρόθεση, ως πρώτης μάλιστα λέξης του κειμένου, του συγγραφικού ονόματος δεν είναι, όσο φαίνεται, αυτονόητη, όπως δείχνουν τα προοίμια άλλων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, της Ρητορικής λ.χ. ή της Φιλοσοφίας. Πρόκειται μάλλον για διακριτικό χαρακτηριστικό της προσωποκεντρικής και ορθολογικής ιωνικής επιστήμης, το οποίο, μετά τον Εκαταίο, γίνεται κανόνας για τους επόμενους ιστορικούς. Ο κανόνας ωστόσο επιδέχεται κάποιου είδους τροποποιήσεις, με τις οποίες μετριάζεται κάπως η αξιωματική προβολή του συγγραφικού υποκειμένου. Στον Ηρόδοτο λ.χ. η ονομαστική του Εκαταίου τρέπεται σε γενική, εξαρτημένη από τον περιληπτικό τίτλο της συγγραφής: Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε. Στον Θουκυδίδη η ονομαστική παραμένει, αλλά το πρωτοπρόσωπο ρήμα γράφω πλαγιάζεται στο τριτοπρόσωπο ξυνέγραψε. 2.3. Το αντικείμενο της συγγραφής και η συγγραφική πράξη Το πράγμα παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, μόλις προχωρήσουμε από τη δήλωση του συγγραφικού υποκειμένου στον τίτλο και στον τρόπο της συγγραφής. Στον Εκαταίο το αντικείμενο της συγγραφής προδηλώνεται μόνον με δεικτικά μόρια (ὧδε, τάδε), ενώ η συγγραφική πράξη ταλαντεύεται ακόμη μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου (μυθεῖται - γράφω). Ο Ηρόδοτος εξελίσσει προς την ίδια περίπου κατεύθυνση το πρότυπο του Εκαταίου σε ό,τι αφορά τούτο το δίδυμο: Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε. Η δεικτική αντωνυμία του Εκαταίου επιβιώνει, συμπληρώνεται όμως με το σύμπλεγμα ἱστορίης ἀπόδεξις· το οποίο αφενός εισάγει για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα τον όρο ἱστορίη(γνώση βασισμένη σε έρευνα), αφετέρου επιμένει σε ένα ρηματικό ουσιαστικό, το οποίο εξυπακούει ότι η συγγραφή προσφέρεται και για προφορική επίδειξη (ἀπόδεξις). Στον Θουκυδίδη εξάλλου το ρήμα που δηλώνει τη συγγραφική πράξη διακρίνει οριστικώς τον προφορικό από τον γραπτό λόγο, ενώ ο περιληπτικός τίτλος της συγγραφής επιγράφει με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο το αντικείμενό της: Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους. Μίλησα για ευλύγιστη τυπολογική μήτρα που επιτρέπει δραστικές παραλλαγές, και ελπίζω τούτο να φανεί τώρα καθαρότερα στο μέρος της εκείνο που αφιερώνεται στην προκαταβολική αξιολόγηση του έργου. 2.4. Προκαταβολική αξιολόγηση του έργου Στον Εκαταίο η αξιολόγηση του έργου επιχειρείται με διπλό τρόπο, θετικό και αρνητικό: το μέτρο της δικής του γραφής είναι η αλήθεια (θετική αξιολόγηση), που αντιπαρατίθεται στην φλύαρη πολλαπλότητα και στη γελοιότητα, χαρακτηριστικά της προηγούμενης λογογραφικής παράδοσης (αρνητική αξιολόγηση). Ο επηρμένος τόνος αυτής της διπλής κριτικής μετριάζεται πάντως με τις παρένθετες φράσεις ὥς μοι δοκεῖ και ὡς ἐμοὶ φαίνονται. Στον Ηρόδοτο η αξιολογική αυτή εντολή της τυπολογικής μήτρας μεταμορφώνεται σε σημείο που καθίσταται σχεδόν δυσανάγνωστη. Αντί της συντακτικής αιτιολογίας του Εκαταίου (γὰρ), εδώ προκρίνεται η τελική σύνταξη (ὡς μήτε - μήτε). Σύμφωνα λοιπόν με το "τελικό" πρόγραμμα της ηροδότειας συγγραφής, η ἱστορίη του σκοπεύει σε τρεις, διαδοχικούς και κλιμακωτούς, αξιολογικούς στόχους: να περισώσει τα γενόμενα εξ ανθρώπων από τη φθορά του χρόνου (γενικός ανθρωπολογικός στόχος)· να συντηρήσει το κλέος αξιοθαύμαστων έργων, τα οποία ισομερώς ανήκουν στους Έλληνες και τους βαρβάρους (μήτε ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά, τὰ μὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλεᾶ γένηται)· να εντοπίσει, τέλος, την αιτία της ελληνοβαρβαρικής σύγκρουσης (δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι). Το πιο απροσδόκητο σ' αυτή τη σπειροειδή αξιολογική περίοδο, που κλείνει με ανακόλουθο, είναι τούτο: ενώ ως σταθερός θεματικός άξονας του ηροδοτείου έργου παραμένει απαρχής μέχρι τέλους η ελληνοβαρβαρική σύρραξη (στις διάφορες τροπές της, με αποκορύφωση τους περσικούς πολέμους), η κατηγορία "πόλεμος" εμφανίζεται στο προοίμιο πολύ καθυστερημένα. Κάτι περισσότερο: εγγράφεται ως μελανό σημείο στο κέντρο ενός πολύ ευρύτερου κύκλου, ο οποίος προκαταβάλλεται ως κοινή και αδιαίρετη ανθρωπολογική βάση, για να μοιραστεί μετά (όχι με διχαστικό αλλά συμπληρωματικό τρόπο) μεταξύ τόσο των ευκλεών Ελλήνων όσο και των ευκλεών βαρβάρων. Τούτο σημαίνει με άλλα λόγια ότι: σύμφωνα με το προοίμιο του Ηροδότου, ο πόλεμος θα πρέπει να εκτιμηθεί ως δυσεξήγητο ρήγμα, το οποίο τραυματίζει αλλά δεν αναιρεί την ανθρωπολογική και πολιτιστική ενότητα του κόσμου. Στο κρίσιμο αυτό σημείο η ιδεολογία του Ηροδότου βρίσκεται στη μέση δυνατή απόκλιση από την ιδεολογία του Θουκυδίδη, όπως αυτή αποτυπώνεται στο προοίμιο του δικού του έργου. Σε σύγκριση προς το προοίμιο του Εκαταίου, η αξιολογική περίοδος του Ηροδότου παρουσιάζει μιαν άλλη βαρύνουσα διαφορά. Στο προοίμιο του Μιλήσιου λογογράφου τόνος και σύνταξη δίνουν την αίσθηση ότι περισσότερο αξιολογείται το συγγραφικό υποκείμενο (θετικά ο ίδιος ο Εκαταίος· αρνητικά οι άλλοι λογογράφοι) και λιγότερο το αντικείμενο της συγγραφής (το οποίο εξάλλου δεν καθορίζεται, προς το παρόν τουλάχιστον, σαφώς). Αντιθέτως, στον Ηρόδοτο η προοιμιακή αξιολογική περίοδος αδιαφορεί πλήρως για το υποκείμενο της συγγραφής (ούτε υπαινιγμός δεν γίνεται αυτοεπαίνου του Ηροδότου σε σχέση προς τους ομοτέχνους του)· συγκεντρώνεται αποκλειστικώς στην προβολή του συγγραφικού αντικειμένου, στην τριπλή του μάλιστα διάσταση. Ο Θουκυδίδης, στο δικό του προοίμιο, συνθέτει, όπως θα δούμε, τις δύο αυτές επιλογές. |