Σημαινόμενο (νόημα, σημασία, σημασιολογία)

 

Η μία από τις δύο όψεις που συνιστούν το γλωσσικό σημείο (η άλλη είναι το σημαίνον), και συγκεκριμένα, η έννοια, το νόημα. Π.χ. στο γλωσσικό σημείο μήλο η έννοια "μήλο" αποτελεί το σημαινόμενο. Το σημαινόμενο -το νόημα, η σημασία- είναι μια γενικευτική/αφαιρετική ανάκλαση της εμπειρίας. Όταν λέμε σε κάποιον Δώσε μου το μήλο, του λέμε κατ' ουσίαν "Δώσε μου αυτό τον συγκεκριμένο εκπρόσωπο της κατηγορίας αντικειμένων που ονομάζονται μήλα". Αυτή ακριβώς η παράφραση αποκαλύπτει ότι το νόημα έχει πάντα (στην ανθρώπινη γλώσσα) ένα γενικευτικό χαρακτήρα, που προκύπτει από τη νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων (αφαίρεση). Η αφαίρεση και η γενίκευση απουσιάζουν από πρωτογενέστερα συστήματα σήμανσης (π.χ. από τον χώρο των επιφωνημάτων, όσον αφορά την ανθρώπινη γλώσσα, ή από τα ζωικά συστήματα επικοινωνίας). Θεμελιώδη είδη (ή τύποι) νοήματος/σημασίας είναι η αναφορική ή περιγραφική (δηλ. οι νοητικές εικόνες πραγμάτων, φαινομένων κ.ά. που ανακαλούνται στο μυαλό του ομιλητή ταυτόχρονα με την εκφώνηση λέξεων)· η κοινωνική και η συναισθηματική, δηλαδή παράπλευρες σημασίες, που συνδέονται με τους κοινωνικούς ρόλους των ομιλητών και την έκφραση της προσωπικής τους οπτικής πάνω στα λεγόμενα. Μια άλλη βασική διάκριση σημασιών, σε επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης, είναι: η λεξική, η προτασιακή και η εκφωνηματική σημασία. Η λεξική σημασία είναι συνδεδεμένη με τη γραμματική κατηγορία των λέξεων. Διακρίνονται λέξεις-περιεχόμενα (τέτοιες είναι τα ονόματα, τα επίθετα, τα ρήματα και τα επιρρήματα), που δηλώνουν οντότητες, ιδιότητες και φυσικές ή λογικές σχέσεις, και λέξεις-λειτουργίες (τέτοιες είναι τα άρθρα, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι, τα μόρια), που δηλώνουν γραμματικές και κειμενικές λειτουργίες. Με τις λέξεις-περιεχόμενα ασχολείται η λεξική σημασιολογία, που είναι η μελέτη της οργάνωσης του λεξιλογίου μιας γλώσσας. Η υπωνυμία (θηλαστικό>φάλαινα>γαλάζια φάλαινα) και το αντίθετό της, η υπερωνυμία, η συνωνυμία (γρήγορος, ταχύς, γοργός), η αντωνυμική σχέση (νέος/γέρος, αρσενικό/θηλυκό, έρχομαι/φεύγω) είναι μερικές από τις κυριότερες σχέσεις λεξικών σημασιών, που περιγράφουν το λεξιλόγιο μιας γλώσσας ως οργανωμένη δομή.

Παραπομπές: γλωσσικό σημείο, νόημα, συνδήλωση, λέξη, εκφώνημα, κείμενο, αντωνυμική σχέση, σημαίνον, συνωνυμία, πρόταση

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα του Σ