Δομισμός
O όρος δομισμός στη γλωσσολογία καταγράφει την αναγνώριση (επίτευγμα του 20ού αιώνα που συνδέεται με το όνομα του μεγάλου ελβετού γλωσσολόγου Saussure) ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα στοιχείων και όχι μια απλή συμπαράθεση στοιχείων· συγκροτείται, δηλαδή, από μονάδες σε διάφορα επίπεδα (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, σημασία), οι οποίες βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. H αναγνώριση του συστηματικού χαρακτήρα της γλώσσας:
α. αντικαθιστά την ατομιστική προσέγγιση της γλώσσας του 19ου αιώνα (μελέτη των μεμονωμένων στοιχείων χωρίς την αναγνώριση των αλληλεξαρτήσεών τους)
β. αναδεικνύει τη συγχρονική αυτάρκεια της γλώσσας: ακριβώς επειδή η γλώσσα σε κάθε δεδομένη στιγμή αποτελεί ένα σύστημα που τίθεται στην υπηρεσία της επικοινωνίας, η περιγραφή της και η μελέτη της δεν προϋποθέτει το ιστορικό της παρελθόν. Tο ιστορικό παρελθόν μιας γλώσσας απλά προσφέρει την ερμηνεία για την ανάδυση ενός γλωσσικού συστήματος μέσα από προγενέστερα γλωσσικά συστήματα.
H θέση αυτή ουσιαστικά αντανακλά την εμπειρία του ίδιου του ομιλητή μιας γλώσσας, ο οποίος λειτουργεί ως ομιλητής και χρήστης με βάση τη γνώση που έχει της δομής της μητρικής του γλώσσας και βέβαια όχι με βάση τη γνώση της ιστορίας της γλώσσας.
Παραπομπές:φωνολογία, μορφολογία, σημαινόμενο, σύνταξη, στρουκτουραλισμός