ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΣΤΗΛΕΣ¨Γλωσσική ποικιλία και γλώσσα του σχολείου

.

της Μαρίας Κακριδή


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΝΟΡΜΑΣ KAI H ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται από την εκπαίδευση οι διάφορες γεωγραφικές και κοινωνικές ποικιλίες μιας γλώσσας έχει άμεση σχέση και εξάρτηση από το πώς αντιλαμβάνεται η συγκεκριμένη κοινότητα τη νόρμα, την πρότυπη δηλαδή ποικιλία που θεωρείται επιθυμητό να χρησιμοποιoύν τα μέλη της, τουλάχιστον στις δημόσιες και επίσημες περιστάσεις. Όσο πιο ισχυρή και διαδεδομένη είναι η πρότυπη αυτή ποικιλία, τόσο περισσότερο αντιστρατεύεται τη χρήση των άλλων γλωσσικών ποικιλιών, καθορίζοντας έτσι και την εκπαιδευτική και γενικότερη τύχη τους.

Ορισμός

Ονομάζουμε νόρμα τη μορφή της γλώσσας που μια ομάδα θεωρεί υπόδειγμα χρήσης, την πρότυπη δηλαδή μορφή γλώσσας που προκρίνει. Δεν ασχολούμαστε εδώ με μιαν άλλη σημασία του όρου, κατά την οποία η νόρμα αφορά τις επικρατέστερες γλωσσικές συνήθειες μιας κοινότητας, τους τύπους δηλαδή που πράγματι επικρατούν, άσχετα με το ποιους η ίδια η κοινότητα θεωρεί πρότυπους. Η εκπαίδευση εξ ορισμού ενδιαφέρεται για την πρώτη σημασία, του υποδείγματος. Πρόκειται ουσιαστικά για ρυθμιστική αντιμετώπιση της γλώσσας, προφορικής και γραπτής. Ανάλογα με τα επίπεδα που αφορά η ρύθμιση, μπορούμε να διαχωρίσουμε εθνική νόρμα (σε εθνικό επίπεδο, π.χ. η νόρμα της κοινής νέας ελληνικής), τοπική νόρμα (σε τοπικό επίπεδο, π.χ. η νόρμα της κρητικής διαλέκτου), περιστασιακή νόρμα (το είδος δηλ. της γλώσσας που θεωρείται το καταλληλότερο για μια περίσταση), σχολική νόρμα  (η ακριβής μορφή που διδάσκεται στα σχολεία) κ.λπ.

Σε επίπεδο οργανωμένου συνόλου (π.χ. κράτους) η νόρμα συμπίπτει συνήθως με την επίσημη εθνική γλώσσα και καθορίζει την εκπαιδευτική γλωσσική πολιτική: υπάρχει ένα «πρότυπο» ή «υπόδειγμα» γλώσσας, το οποίο πρέπει να μάθουν να χειρίζονται οι μαθητές/-τριες, για να είναι κοινωνικά αποδεκτές ορισμένες χρήσεις της γλώσσας τους, κυρίως η σχολική και γενικότερα η επίσημη γραπτή.

Αν και οι όροι «πρότυπο» και «υπόδειγμα» έχουν αξιολογική χροιά, από γλωσσολογική άποψη η νόρμα δεν υπερέχει από τις μη πρότυπες ποικιλίες. Οι λόγοι της επιλογής της μιας μορφής γλώσσας αντί της άλλης είναι καθαρά εξωγλωσσικοί: ιστορικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί. Ιστορικά, ως πρότυπη γλώσσα επιλέγεται συνήθως η μορφή της γλώσσας που χρησιμοποιεί η εθνική, κοινωνική, ή γεωγραφική ομάδα που καταλαμβάνει και κατέχει την εξουσία και τους θεσμούς που της αντιστοιχούν.

Η επιλογή όμως μιας ποικιλίας ως πρότυπης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην περαιτέρω (γλωσσική) εξέλιξή της. Πιο συγκεκριμένα, η μορφή που επιλέγεται και χρησιμοποιείται ως νόρμα καλλιεργείται γενικά περισσότερο από τις μη πρότυπες ποικιλίες, καταγράφεται και κωδικοποιείται σε λεξικά και γραμματικές και εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις και εκφραστικούς τρόπους. Η ευρύτερη αυτή καλλιέργεια οφείλεται στο γεγονός ότι η νόρμα χρησιμεύει στην εξυπηρέτηση διαφόρων περισσότερο ή λιγότερο επίσημων λειτουργιών του δημόσιου βίου: νομοθεσία, διοίκηση, εκπαίδευση, εμπόριο, επιστήμες, μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.ά.

Χαρακτηριστικά

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει την πρότυπη ποικιλία από τις μη πρότυπες είναι το κύρος που απολαμβάνει στην κοινότητα όπου επικρατεί. Το κύρος αυτό προέρχεται από τις ιστορικές συγκυρίες που επέβαλαν μια συγκεκριμένη νόρμα, ενισχύεται δε από τις επίσημες περιστάσεις που υπαγορεύουν τη χρήση της. Κατά συνέπεια, η σχέση της πρότυπης ποικιλίας με τις υπόλοιπες ποικιλίες που μιλιούνται στην κοινότητα είναι σχέση ανισοτιμίας.

Το δεύτερο σημαντικό γνώρισμά της είναι ο ενοποιητικός της χαρακτήρας για τις διάφορες ομάδες της ευρύτερης κοινότητας, γεωγραφικές και κοινωνικές, οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους γλωσσικά και χρησιμοποιούν συνήθως τη νόρμα ως γλώσσα κοινής συνεννόησης. Η νόρμα λειτουργεί έτσι συνεκτικά για τις επιμέρους ομάδες ενός συνόλου, οι οποίες προβάλλουν σ’ αυτήν το αίσθημα ότι ανήκουν κάπου από κοινού. Αυτό, αν και δεν εμποδίζει απαραίτητα τη συνέχιση της ύπαρξης γλωσσικών ποικιλιών στην κοινότητα, καθορίζει ένα φάσμα σχέσεων ανάμεσα σ’ αυτές και τη νόρμα που μπορεί να εκτείνεται από τη συμπληρωματική μέχρι και την ανταγωνιστική τους χρήση.

Τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν ως επακόλουθο οι πρότυπες ποικιλίες να χαρακτηρίζονται συνήθως από τάση για σταθερότητα και μονιμότητα, να αντιστέκονται δηλ. στις αλλαγές και τις εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την κοινή ανεπίσημη χρήση. Οπωσδήποτε, οι επιμέρους μεταβολές της γλώσσας στο πέρασμα του χρόνου χρειάζεται κάποια στιγμή να ενσωματώνονται οργανικά στη νόρμα, αλλιώς αυτή παύει να αντιπροσωπεύει τη γλωσσική πραγματικότητα . Η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός της νόρμας σύμφωνα με τις εξελισσόμενες ανάγκες της κοινωνίας οδηγούν σε γλωσσικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, ανάλογα με τη στάση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων του πληθυσμού απέναντι στην ίδια τη νόρμα, προξενούν θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις.

Τέλος, η νόρμα μπορεί να είναι ρητά διατυπωμένη ή όχι. Σε τοπικό π.χ. επίπεδο, όπου οι νόρμες των επιμέρους τοπικών ομάδων βασίζονται κυρίως στην προφορική παράδοση, οι πρότυπες χρήσεις μεταδίδονται προφορικά, χωρίς να χρειάζεται η ρητή έκφρασή τους. Η έννοια της νόρμας, ωστόσο, έχει σχεδόν κατεξοχήν συνδεθεί με τον (επίσημο) γραπτό λόγο και τις χρήσεις του, γι’ αυτό και σε εθνικό επίπεδο τυποποιείται συνήθως με ρητό τρόπο σε λεξικά και γραμματικές.

Τυποποίηση της νόρμας

Η τυποποίηση της νόρμας συνίσταται στην ρητή κωδικοποίηση και περιγραφή των κανόνων που θεωρείται ότι πρέπει να διέπουν τη χρήση της . Η τυποποίηση αυτή αφορά κυρίως τη μορφολογία, τη σύνταξη, τη διαμόρφωση του λεξιλογίου και την ορθογραφία της, χωρίς να αποκλείεται και η ρύθμιση της προφορικής μορφής της (βλ. π.χ. οδηγίες εκφοράς του λόγου σε ραδιοφωνικούς σταθμούς). Γραμματικές, λεξικά και ορθογραφικοί κανόνες εξυπηρετούν συνήθως αυτή τη λειτουργία της τυποποίησης, καθορίζοντας ρυθμιστικά τα όρια της ισχύουσας νόρμας.

Οι διαδικασίες τυποποίησης που ακολουθούνται συνήθως κατά την επιλογή μιας νόρμας είναι κατά σειρά οι εξής:

1)  επιλογή της πρότυπης ποικιλίας συνολικά (σε σχέση δηλαδή με άλλες συνυπάρχουσες)×

2)  επιλογή των πρότυπων τύπων μέσα στα πλαίσια της ίδιας της ποικιλίας×

3)  εκσυγχρονισμός και εμπλουτισμός των πρότυπων τύπων λόγω εξέλιξης.

Οι διαδικασίες εφαρμογής και εξάπλωσης της νόρμας περνούν κυρίως μέσα από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, ενώ άλλοι θεσμοί που την ενισχύουν είναι οι διάφορες ακαδημίες, οργανισμοί και ιδρύματα (εκπαιδευτικά-πανεπιστημιακά), εκδοτικοί οίκοι, τα ΜΜΕ κ.ά.

Στάσεις απέναντι στη νόρμα

Δεδομένου ότι η πρότυπη ποικιλία μιας κοινότητας συνδέεται εξ ορισμού με ομάδες και θεσμούς εξουσίας και περιβάλλεται από το κύρος τους, θετική στάση απέναντι σ’ αυτήν έχουν συνήθως οι ίδιες οι ομάδες που κατέχουν την εξουσία, καθώς και εκείνες που θεωρούν ότι μπορούν να επιτύχουν κοινωνική άνοδο μέσω (μεταξύ άλλων) μιας κοινωνικά καταξιωμένης γλωσσικής χρήσης. Σ’ αυτές προστίθενται και οι εκπαιδευτικοί, λόγω της στενής τους εμπλοκής με τη διδασκαλία και τη διάδοση της νόρμας. Αντίθετα, αρνητική στάση απέναντί της μπορεί να έχουν ενδεχομένως μαθητές/-τριες ή ομιλητές/-τριες μη πρότυπων ποικιλιών ή ομάδες αμφισβήτησης κατεστημένων καταστάσεων (π.χ. οι νέοι/-ες). Αν και πρόκειται για ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα, που δεν επιδέχεται απλουστευτικές απαντήσεις, οπωσδήποτε η στάση της κοινότητας και των επιμέρους ομάδων της απέναντι στην υπάρχουσα νόρμα καθορίζει και την περαιτέρω τύχη της: διατήρηση, ανανέωση, μερικός εκσυγχρονισμός, ανατροπή της κτλ.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας