ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΣΤΗΛΕΣ¨Γλωσσική ποικιλία και γλώσσα του σχολείου

.

Σε μια κοινότητα η οποία επιλέγει ενιαίο τρόπο εκπαίδευσης των παιδιών της μέσω της διδασκαλίας μιας μόνο νόρμας –και αυτό συμβαίνει σε πολλές από τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες– είναι φυσικό, παρά τις πιθανές θετικές πλευρές μιας τέτοιας επιλογής (ενιαία εκπαίδευση και εκπαιδευτικό υλικό, ευκαιρίες για κοινωνική άνοδο σε όλους), να προκύπτουν πολλά και σοβαρά προβλήματα για τους πληθυσμούς εκείνους που δεν μιλούν την πρότυπη ποικιλία ως μητρική και καλούνται να τη μάθουν αποκλειστικά στο σχολείο.

Η μελέτη της γλωσσικής ποικιλίας σε σχέση με την εκπαιδευτική πράξη έδειξε ότι πολλές από τις μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών με χαμηλές σχολικές επιδόσεις οφείλονται στο γεγονός ότι τα παιδιά αυτά καλούνται να μάθουν μια μορφή γλώσσας που δεν είναι η δική τους με τρόπους που χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία μιας μητρικής ποικιλίας. Τα ψυχολογικά, παιδαγωγικά και πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν από την παραπάνω αντίφαση δεν έχει καταφέρει ακόμα να τα λύσει στο σύνολό τους η σύγχρονη εκπαίδευση, ακόμα και αν δεχθούμε –πράγμα που δεν είναι καθόλου σίγουρο– ότι υπάρχει η πολιτική βούληση να λυθούν.

Αναφέρουμε απλώς ενδεικτικά ορισμένα από τα εκπαιδευτικά προβλήματα που προκύπτουν ακριβώς από την ανταγωνιστική σχέση νόρμας και γλωσσικών ποιλικιών.

1)  Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι αυτό που αφορά την απόσταση της σχολικής νόρμας από τη γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται ως μητρική από ορισμένους/-ες μαθητές/-τριες ή ομάδες μαθητών/-τριών, είτε αυτή ανήκει δομικά στην ίδια γλώσσα με τη σχολική νόρμα (π.χ. διαλεκτικές και κοινωνικές ποικιλίες) είτε όχι (περίπτωση παιδιών μειονοτήτων ή μεταναστών) 1. Η απόσταση αυτή θα έπρεπε να υπαγορεύει έναν διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας της νόρμας για τα συγκεκριμένα παιδιά, καθώς και έναν διαφορετικό τρόπο αξιολόγησης των επιδόσεών τους, χωρίς παράλληλα να τα απομονώνει από τα υπόλοιπα στιγματίζοντάς τα 2.

2)  Ένα δεύτερο πρόβλημα, τουλάχιστον για την ελληνική πραγματικότητα (αλλά όχι μόνο), είναι αυτό της ελλιπούς ή και ανύπαρκτης πολλές φορές περιγραφής των διαφόρων γλωσσικών ποικιλιών (γεωγραφικών ή κοινωνικών) που μιλιούνται από τον μαθητικό πληθυσμό, έτσι ώστε να καθορίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια η σχέση τους με τη διδασκόμενη νόρμα και τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν.

3)  Από τα παραπάνω προκύπτει το τρίτο μεγάλο ζητούμενο της γλωσσικής εκπαίδευσης: η εξεύρεση, επεξεργασία και εφαρμογή ενός διαφοροποιημένου προτύπου γλωσσικής διδασκαλίας, όπου οι γλωσσικές ποικιλίες δεν θα αποκλείονται προς όφελος της νόρμας, αλλά θα είναι, αντιθέτως, μέρος της διδασκόμενης ύλης. Κατά συνέπεια, οι διαφοροποιημένες χρήσεις των μαθητών/-τριών δεν θα στιγματίζονται ως «λάθη», αλλά θα συζητούνται εναλλακτικά με τους αντίστοιχους τύπους της νόρμας και θα καθορίζεται η κατανομή και η λειτουργικότητά τους 3.

Πέρα από τα παραπάνω προβλήματα, που θεωρούνται κεντρικά για τη σχέση μεταξύ νόρμας, ποικιλιών και εκπαίδευσης, προκύπτουν και ορισμένα άλλα, όταν η νόρμα στο σύνολό της ταυτίζεται εσφαλμένα με ένα από τα επιμέρους επίπεδά της:

4)  Η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη που θέλει τον «σωστό» προφορικό λόγο να μιμείται στη δομή και την οργάνωση τον γραπτό θέτει ζήτημα σαφέστερου διαχωρισμού προφορικής και γραπτής νόρμας, αλλιώς επιβάλλονται στην προφορική έκφραση κανόνες που είναι ξένοι στη φύση και τους στόχους της.

5)  Παρόμοιου τύπου πρόβλημα προκύπτει όταν η έμφαση στη διδασκαλία της επίσημης νόρμας δίνεται κυρίως στην εκμάθηση των κανόνων ορθογραφίας, οι οποίοι, κατά την αντίληψη πολλών, θεωρούνται ότι αποτελούν τη σημαντικότερη παράμετρο που χαρακτηρίζει την ορθή γνώση της γλώσσας.

6)  Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το πρόβλημα που προκύπτει από τη σχέση ανάμεσα στη διδασκόμενη νόρμα και τη γλώσσα των λογοτεχνικών κειμένων που διδάσκονται στο σχολείο. Τα λογοτεχνικά κείμενα, όταν προβάλλονται –συνειδητά ή ασυνείδητα– ως γλωσσικά πρότυπα, δημιουργούν ή, καλύτερα, επιτείνουν την υπάρχουσα σύγχυση μεταξύ συμβατικής γλωσσικής μορφής και ενός άλλου επιπέδου οργάνωσης μορφής και νοήματος, με προσωπικό, ιδιόρρυθμο και τελικά αντισυμβατικό χαρακτήρα.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από την παραπάνω συζήτηση είναι ότι τόσο ο καθορισμός όσο και η διδασκαλία και η διάδοση μιας ενιαίας νόρμας μπορεί να φαίνεται ότι λύνουν ορισμένα πολιτικά και εκπαιδευτικά προβλήματα ενός πληθυσμού, τις περισσότερες φορές όμως δημιουργούν άλλα σοβαρότερα (τουλάχιστον για ορισμένες ομάδες μαθητών), τα οποία το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσει να αντιμετωπίσει. Η ένταξη της διδασκαλίας των γλωσσικών ποικιλιών στις επιμέρους βαθμίδες της εκπαίδευσης φαίνεται ότι είναι ένα από τα ζητούμενα για μια τέτοια αντιμετώπιση, οι προσπάθειες όμως προς αυτή την κατεύθυνση είναι ακόμη αποσπασματικές 4,5 .

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας