ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ INTERNET
 
 


ΕΧΕΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ;

Την υλοποίηση στη διδακτική πράξη της κοινά παραδεκτής αυτής αρχής δεν φαίνεται να την αντιλαμβάνονται όλοι/-ες με τον ίδιο τρόπο.

Αν περιοριστούμε στον ελληνικό εκπαιδευτικό χώρο, η βαθμίδα στην οποία προγραμματικά και ρητά υιοθετείται η παραπάνω αρχή είναι αυτή του Λυκείου. Έτσι, στο «Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο» (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο 1999:84) διαβάζουμε: «Κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί ότι σκοπός της συγγραφικής ομάδας [ενν. των βιβλίων του Λυκείου] δεν είναι να επιβάλει ένα περιοριστικό και άκαμπτο εγχειρίδιο, αλλά να προσφέρει ένα πλούσιο και εύπλαστο υλικό και να προτείνει μια σύγχρονη μέθοδο γλωσσικής διδασκαλίας, τη μέθοδο της επικοινωνιακής προσέγγισης» (η έμφαση είναι του συγγραφέα).

Πράγματι, στα εγχειρίδια για τη γλωσσική διδασκαλία και των τριών τάξεων του Λυκείου με τίτλο «Έκφραση–Έκθεση» αυτό που επιχειρείται είναι η εξοικείωση των μαθητών/-τριών με την ποικιλομορφία της γλώσσας, προφορική και γραπτή. Και από αυτή την άποψη λαμβάνεται υπόψη η επικοινωνιακή διάσταση της γλώσσας, αφού η γλωσσική ποικιλομορφία είναι αποτέλεσμα και της επικοινωνιακής λειτουργίας της γλώσσας. Ο τρόπος όμως με τον οποίο επιχειρείται στην πράξη αυτή η εξοικείωση φαίνεται πως είναι δέσμιος μιας βαθιά ριζωμένης στους φορείς του εκπαιδευτικού συστήματος αντίληψης, σύμφωνα με την οποία το σχολείο και η εκπαιδευτική διαδικασία που συντελείται σ’ αυτό έχει γνωστικό προσανατολισμό. Καθορίζονται δηλαδή τα γνωστικά αντικείμενα και οι γνώσεις που κρίνεται ότι πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές/-τριες γι’ αυτά τα αντικείμενα και από κει και πέρα η διδακτική μεθοδολογία διαμορφώνεται με κριτήριο την αποτελεσματικότερη μετάδοση αυτής της γνώσης.

Στην περίπτωση της γλώσσας, που μας ενδιαφέρει εδώ, η γλωσσική ποικιλομορφία αντιμετωπίζεται ως ένα γνωστικό αντικείμενο και τόσο το διδακτικό υλικό όσο και η διδακτική διαδικασία, όπως έχουν σχεδιαστεί και διαμορφωθεί, μεταδίδουν στους/στις μαθητές/-τριες γνώσεις για τη γλωσσική ποικιλομορφία. Συγκεκριμένα, στο μεγαλύτερο μέρος της κάθε ενότητας οι μαθητές/-τριες μαθαίνουν για τα χαρακτηριστικά της κάθε γλωσσικής μορφής και κάνουν ασκήσεις για να εντοπίζουν και να αναγνωρίζουν αυτά τα χαρακτηριστικά.  Στο υπόλοιπο καλούνται να παραγάγουν και οι ίδιοι ένα προφορικό ή γραπτό κείμενο της μορφής/είδους που διδάχτηκαν, για να δείξουν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν στην πράξη τις γνώσεις που απέκτησαν σχετικά.

Έτσι π.χ. στην ενότητα με τίτλο «Οι ποικιλίες της γλώσσας (αποτελεσματικότερη γλώσσα)» (σ. 41-94 του Α΄ τεύχους) αφιερώνονται 39 σελίδες όπου γίνεται λόγος για τη γεωγραφική και κοινωνική ποικιλία της γλώσσας με ασκήσεις εμπέδωσης των σχετικών γνώσεων και 15 σελίδες για παραγωγή κειμένων.

Και στην περίπτωση παραγωγής κειμένων όμως, η διδακτική διαδικασία παίρνει τη μορφή ασκήσεων. Στη συγκεκριμένη ενότητα σύμφωνα με τους ίδιους τους συγγραφείς (ό.π.:90) «Τα κείμενα και οι ασκήσεις της ενότητας αποσκοπούν στο να ασκηθούν οι μαθητές/-τριες: α) στη μελέτη διαφόρων τύπων κειμένων, ώστε να παράγουν στη συνέχεια και οι ίδιοι διάφορα είδη λόγου και β) στο μετασχηματισμό ενός κειμένου σε άλλο με το ίδιο περιεχόμενο αλλά προσαρμοσμένο σε διαφορετική περίσταση και επομένως με διαφορετικό ύφος». Και ακόμη:

  •«Οι ασκήσεις αφορμώνται από την προετοιμασία και την οργάνωση μιας καλλιτεχνικής εκδήλωσης (σ. 89), η οποία πρόκειται να γίνει ή υποτίθεται ότι θα γίνει στο σχολείο. Σχετικά με το θέμα αυτό δίνονται στην ενότητα διάφορα είδη κειμένων για την εξοικείωση των μαθητών/-τριών, όπως π.χ. πρακτικό συνεδρίασης, πρόσκληση, ανακοίνωση, πρόγραμμα, αίτηση προς κάποιο φορέα για οικονομική ενίσχυση, απολογισμός.

  •Χρήσιμο είναι το λεξιλόγιο των σ. 80 και 82, όπως και τα σχόλια που συνοδεύουν τις ασκήσεις (π.χ. άσκ. σ. 81, 82-94). Οι μαθητές/-τριες συζητούν τα κείμενα και χωρίζονται σε ομάδες, η καθεμιά από τις οποίες αναλαμβάνει να γράψει κάποιο από τα είδη των κειμένων, π.χ. την πρόσκληση, το πρόγραμμα, τις ανακοινώσεις, το διαφημιστικό φυλλάδιο».

Η οργάνωση καλλιτεχνικής εκδήλωσης είναι μόνο ένα πρόσχημα. Οι μαθητές/  -τριες γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν θα οργανώσουν τέτοια εκδήλωση. Αυτό αφαιρεί από την όλη διαδικασία το στοιχείο της προσωπικής εμπλοκής των μαθητών/-τριών σ’ αυτό που κάνουν. Από τη στιγμή που ξέρουν ότι τα κείμενα που παράγουν δεν θα λειτουργήσουν επικοινωνιακά, αλλά ότι απλώς θα διαβαστούν στην τάξη για να κριθεί αν έμαθαν να τα συντάσσουν τηρώντας τις προδιαγραφές που ισχύουν για το καθένα, χάνεται το ενδιαφέρον και το γράψιμο των κειμένων καταντά μια σχολική άσκηση ρουτίνας.

Η δημιουργία επικοινωνιακού πλαισίου είναι σημαντική προϋπόθεση για την παραγωγή λόγου, προφορικού ή γραπτού, από τους/τις μαθητές/-τριες. Το να λέγεται απλώς στους/στις μαθητές/-τριες, όπως στη συγκεκριμένη ενότητα, ότι θα οργανώσουμε μια καλλιτεχνική εκδήλωση και να ξέρουμε όλοι/-ες ότι η εκδήλωση δεν θα γίνει ποτέ, αλλά ότι αποτελεί το πρόσχημα για να μάθουμε να γράφουμε προσκλήσεις, ανακοινώσεις, διαφημιστικά φυλλάδια κτλ., δεν μπορεί να θεωρείται δημιουργία επικοινωνιακού πλαισίου.

Αν, αντίθετα, οι μαθητές/-τριες αναλάμβαναν πραγματικά την οργάνωση μιας καλλιτεχνικής εκδήλωσης, οι ενέργειες που θα έκαναν θα είχαν άλλο χαρακτήρα. Σ’ αυτή την περίπτωση το ποια κείμενα θα έγραφαν θα αποφασιζόταν με κριτήριο την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιδιώξεων που θα έθεταν. Τότε τα κείμενα θα είχαν πραγματική επικοινωνιακή λειτουργία και οι μαθητές/-τριες, για να τα παραγάγουν, θα αξιοποιούσαν την όποια διαισθητική γνώση διέθεταν σχετικά με τα χαρακτηριστικά αυτών των κειμένων και από μόνοι/-ες τους (ή/και με υπόδειξη του/της εκπαιδευτικού) θα αναζητούσαν και θα συμβουλεύονταν παρεμφερή αυθεντικά κείμενα.

Στα πλαίσια μιας τέτοιας διαδικασίας οι μαθητές/-τριες χρησιμοποιούν επικοινωνιακά τη γλώσσα και οδηγούνται ταυτόχρονα στη συνειδητή κατανόηση της λειτουργίας και των χαρακτηριστικών των διαφόρων ειδών αυθεντικών κειμένων που συμβουλεύονται και στην παραγωγή κειμένων με πραγματική επικοινωνιακή λειτουργία.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

αρχή σελίδας