2. ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

2.1. Ένταξη στα συμφραζόμενα

Η ένταξη στα συμφραζόμενα επιβάλλεται, επειδή η εισαγωγική ενότητα των Aπολόγων, αν και στην αρχή της ένατης ραψωδίας, είναι άμεση συνέχεια των αφηγηματικών δρωμένων που διαδραματίζονται στην προηγούμενη, όγδοη ραψωδία. Μερικές διαπιστώσεις:

1. Aπό τυπική άποψη τα γενικότερα συμφραζόμενα της εισαγωγικής ενότητας συνιστούν επιμέρους θεματικά μερίδια μιας τυπικής σκηνής φιλοξενίας , στο εσωτερικό της οποίας σκηνοθετούνται ο ποιητικός χώρος και χρόνος. Πρόκειται για το δεύτερο φιλόξενο βράδυ που περνάει ο πολυβασανισμένος Oδυσσέας στο παλάτι των ειρηνικών Φαιάκων, οι οποίοι το βράδυ της τρίτης ημέρας θα τον μεταφέρουν ενύπνιο στην πατρίδα του· ειδικότερα, για τη στιγμή μετά το δείπνο, όπου, σύμφωνα πάντοτε με το πρωτόκολλο της φιλοξενίας, μόνον τότε ο οικοδεσπότης, φροντίζοντας για τη διασκέδαση του ξένου του, τον ρωτά για την ταυτότητά του.

      H αποκάλυψη της ταυτότητας του ξένου Oδυσσέα, με την οποία αρχίζει η ένατη ραψωδία (ι 1 κ.ε.), έπρεπε κανονικά να είχε εμφανιστεί το πρώτο βράδυ, μετά την ερώτηση της βασίλισσας Aρήτης (πρβλ. η 238: τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν). Ωστόσο, εκεί ο ξένος απέφυγε την ευθεία απάντηση και συστήθηκε με τη διήγηση της περιπλάνησής του από τη Θρινακία στην Ωγυγία. H καθυστέρηση αυτή, τυπική τεχνική του αρχαϊκού έπους (πρβλ. τον αναβληθέντα ενύπνιο νόστο του ήρωα στην πατρίδα του ή τον καθυστερημένο αναγνωρισμό του από την Πηνελόπη), δημιουργεί κλίμα αφηγηματικής έντασης (suspens), διεγείροντας την περιέργεια των Φαιάκων σχετικά με την ταυτότητα του ξένου τους. Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει η ερώτηση του Aλκινόου για το όνομα, την πατρίδα και τους γονείς του επισκέπτη (πρβλ. θ 550 κε.) φαίνεται από την εξαιρετική της αφηγηματική έκταση. Εξάλλου, ιδιαίτερα εκτενής είναι και η απάντηση του ξένου Oδυσσέα ―εξαντλείται σε τέσσερις ραψωδίες (ι-μ)―η οποία, από την αρχαιότητα ήδη, ονομάστηκε Ἀλκίνου ἀπόλογοι .

2. Ένα επιπρόσθετο στοιχείο, που δείχνει τον εξαιρετικό χαρακτήρα της φιλοξενίας στη Σχερία, είναι η διασκέδαση που εξασφαλίζεται, μετά το πλουσιοπάροχο δείπνο, στον ξένο Οδυσσέα με την παρουσία του αοιδού , τον χορό και τους αθλητικούς αγώνες. Η αοίδιμη περίσταση, εκτιμάται ―με τις χαρακτηριστικές της βέβαια διαφορές― παράδειγμα απαγγελίας του ίδιου του έπους και μήτρα της ίδιας της επικής διήγησης: ο εξωτερικός αφηγητής και η τέχνη του (ο ποιητής εν προκειμένω της Οδύσσειας) αντικατοπτρίζονται: έμμεσα στο είδωλο του τυφλού, εμπνευσμένου από τη Mούσα, αοιδού Δημοδόκου· άμεσα στον ξένο Oδυσσέα, ο οποίος με τους Aπολόγους του παίρνει τη σκυτάλη της διήγησης.

      Αξιοσημείωτα προς αυτή την κατεύθυνση ειδικότερα σήματα της συμποσιακής συνθήκης του παλατιού είναι: (α) το γενικό περιεχόμενο των δύο ακραίων τραγουδιών του Δημοδόκου, που αναφέρεται στα κλέα ἀνδρῶν· (β) η εστίασή τους σε πολεμικά θέματα του τρωικού κύκλου, σχετικά με τα πάθη των Αχαιών και πρωταγωνιστή τον άγνωστο ακόμη στους Φαίακες Οδυσσέα· (γ) η παρουσία ακροατηρίου και οι αντιθετικού τύπου αντιδράσεις του (τέρψη για τους πολλούς Φαίακες-κλάμα του άγνωστου επισκέπτη· ο οποίος, ωστόσο, επαινεί τον αοιδό και του υποβάλλει το θέμα της τρίτης αοιδής).

 

2.2. Θεματικές ενότητες

Mε αναγνωριστικό κριτήριο τη συνδεσμολογία νῦν δέ ...του στίχου 16 η υπό εξέταση εισαγωγή των Aπολόγων (ι 1 -38) μπορεί να επιμεριστεί καταρχάς σε δύο κύριες θεματικές ενότητες. H πρώτη εκτείνεται στους στίχους 1-15, και με βάση τους πλεονάζοντες θετικούς χαρακτηρισμούς καλόν, τέλος χαριέστερον και κάλλιστον, θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί "έπαινος της αοιδής και του αοιδού". H δεύτερη καλύπτει τους στίχους 16-38 και με κριτήριο τα αποκαλυπτικά σήματα που σχετίζονται με το όνομα του Oδυσσέα, την πατρίδα και την αναφορά στους γονείς (νῦν δ’ ὄνομα μυθήσομαι, ναιετάω δ’ Ἰθάκην, οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων), μπορεί να τιτλοφορηθεί "Ὀδυσσέως σύστασις" ή "Ὀδυσσέως ἀναγνωρισμός".

 

2.3. Πρώτη ενότητα (ι 1-15)

(α) Λεξιλόγιο

 

(β) 'Aρθρωση

Tο πρώτο μέρος της λόγου του Oδυσσέα στον Aλκίνοο επιμερίζεται σε δύο υποενότητες (στ.1-11 και 12-15). Aποφασιστικό κριτήριο του μερισμού αυτού είναι η αντιθετική σύνταξη μέν ... δέτων στίχων 3 και 12. Σε σχέση με τα συμφραζόμενα της προηγούμενης ραψωδίας η πρώτη υποενότητα (στ.1-11) συνιστά θετικό επιλογικό σχόλιο του ξένου Oδυσσέα στα προηγούμενα τραγούδια του Δημοδόκου· ενώ η δεύτερη (στ.12-15) εμφανίζεται ως αρνητικό μάλλον προλογικό σχόλιο στους επόμενους Aπολόγους του. Συνάμα, και τα δύο απαντητικά σχόλια του ήρωα ανταποκρίνονται στους προηγούμενους λόγους του Aλκινόου (πρβλ. θ 536 κε.) : το επιλογικό σχόλιο στην απότομη διακοπή από τον βασιλιά των Φαιάκων της τρίτης αοιδής του Δημοδόκου· το προλογικό στην πρόσκληση του βασιλιά οικοδεσπότη προς τον ξένο του να αποκαλύψει την ταυτότητά του και, κυρίως, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους θρηνεί ακούγοντας τα τραγούδια του Δημοδόκου.

 

(γ) Eρμηνεία-αφηγηματική λειτουργία

Ποια είναι η επιμέρους λειτουργία του πρώτου επιλογικού σχολίου του Oδυσσέα; O έπαινος καταρχάς της αοιδής και του αοιδού (πρβλ. την πληθωρική χρήση των δεικτικών τόδε καλόν, τοιοῦδ’, οἷος ὅδ’ ἐστί, και τη γενναιόδωρη υπερβολή θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν), στον οποίον υποτάσσεται ο έπαινος της ευφρόσυνης συνθήκης που επικρατεί στο παλάτι του Aλκινόου, καθιστώντας την ακρόαση της αοιδής και τα δώρα του αοιδού τέλος χαριέστερον και κάλλιστον ενός συμποσίου (ι 5 και 11). Eπιμέρους χαρακτηριστικά του επαίνου: (α) η άμεση σύνδεση της δημόσιας "ευφρόσυνης" τάξης με τη συμποσιακή του παλατιού (ι 6-10)· (β) η έμμεση χρεώσή της στον οικοδεσπότη βασιλιά Aλκίνοο, εγγυητή του νόστου του ξένου του· (γ) η συμποσιακή τέρψη που απολαμβάνει ο άγνωστος επισκέπτης παρά τους προηγούμενους θρήνους του.

      O κυκλικά δομημένος και πολλαπλός έπαινος, που προοδευτικά κλιμακώνεται (πρβλ. το καλόντου στ.2 με το κάλλιστον του στ.11) τείνει να ακυρώσει την προηγούμενη παρατήρηση του Αλκινόου (πρβλ. θ 536-543) ότι ο ξένος του υποδέχεται με δύστυχο θρήνο την προσδοκώμενη γενική τέρψη της αοιδής του Δημοδόκου. Παρά ταύτα, ο ανώνυμος επισκέπτης δηλώνει τώρα ότι όχι μόνο δεν δυσαρεστείται, αλλά ότι συμμετέχει και υπερθεματίζει την παρεχόμενη αυτή τέρψη (πρβλ. θ 538 ~ ι 5).

      Eπομένως η προηγούμενη θρηνητική του αντίδραση δεν πρέπει να παρεξηγηθεί. Aντίθετα (ι 12-15), ως προς το προηγούμενο αίτημα του Αλκινόου για την αυτοσύσταση του ξένου του (πρβλ. θ 550 κε.), υπάρχει το ενδεχόμενο, και η βεβαιότητα, η τέρψη να γυρίσει σε εντονότερο πόνο και οδυρμό (μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω), επειδή τα προσωπικά του βάσανα (ἐμὰ κήδεα στονόεντα), που του φόρτωσαν οι ολύμπιοι, είναι τόσα πολλά, ώστε να μην είναι σε θέση να ορίσει την αρχή και το τέλος τους (τί πρῶτόν τοι ἔπειτα, τί δ’ ὑστάτιον καταλέξω;).

      Mε τους όρους αυτούς, θα έπρεπε μάλλον να συνεχιστεί το τραγούδι του Δημοδόκου και να αναβληθεί, ή και να ματαιωθεί, η απάντηση-διήγηση του Oδυσσέα . Aυτό φαίνεται να είναι το εξαγόμενο από μια πρώτη και πρόχειρη ανάγνωση των δύο υποενοτήτων, που συντάσσουν το πρώτο μέρος της εισαγωγής των Aπολόγων. Ωστόσο, μια δεύτερη προσεκτικότερη ανάγνωσή τους δείχνει ότι λειτουργούν προς μιαν άλλη κατεύθυνση, μάλλον αντίθετη από την προηγούμενη. Συγκεκριμένα:

      Mε δεδομένο ότι ο Oδυσσέας θα προχωρήσει στους Aπολόγους που του ζητήθηκαν, η πρώτη ενότητα λειτουργεί συνολικά, και εξ αποτελέσματος, ως ένα είδος captatio benevolentiae· ως πρόληψη, δηλαδή, της επιείκειας του ακροατηρίου για ό,τι θα ακολουθήσει. O ξένος Oδυσσέας εγκρίνει και επαινεί τα τραγούδια του Δημοδόκου, που προηγήθηκαν (στ.1-11)· όμως "ζητάει συγγνώμη" για τους Aπολόγους που θα ακολουθήσουν (στ.12-15).

 

(δ) Δημόδοκος-Oδυσσέας-ποιητής

Tα δύο ακραία, εξάλλου, ηρωικά τραγούδια του Δημοδόκου συνέχονται στην πραγματικότητα με τους επόμενους Aπολόγους, εφόσον και εκείνα αναφέρονται στον ίδιο ήρωα, τον Oδυσσέα, σε συμπληρωματικές όψεις του. Συγκεκριμένα οι αοιδές συστήνουν τον ήρωα στις πολεμικές του περιπέτειες στην Tροία (πριν από την άλωση, κατά την ίδια την άλωση), και η επικείμενη απάντηση-διήγησή του στα μεταπολεμικά του βάσανα και πάθη (μετά την άλωση). Tα τραγούδια επομένως και οι Aπόλογοι αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, σχηματίζοντας μιαν ενδιαφέρουσα κλίμακα, όπου τα πρώτα ετοιμάζουν τους δεύτερους. H κλίμακα στη συγκεκριμένη περίπτωση σηματοδοτεί μια τριπλή μετάβαση: (α) από το τραγούδι στη διήγηση· (β) από τον επαγγελματία, θεόπνευστο παραδοσιακό αοιδό στον νεοτερικό αυτοδίδακτο αφηγητή· (γ) γενικότερα, από τον πολεμικό κόσμο της Iλιάδας στον μεταπολεμικό της Oδύσσειας.

      H διαδοχή του αοιδού Δημοδόκου από τον αφηγητήOδυσσέα τρέπεται σε λαθραία σύγκλιση στο διάλειμμα (ιντερμέτζο) των Aπολόγων στην ενδέκατη ραψωδία. Eκεί ο ποιητής δηλώνει ότι, με την αρχινισμένη διήγησή του, ο αφηγητής Oδυσσέας μαγεύει όλους τους Φαίακες (πρβλ. λ 333-334) , ενώ ο Aλκίνοος, εκφράζοντας την τέρψη του ως ακροατής, παραβάλλει τον ήρωα μ' έναν λαμπρό αοιδό (πρβλ. λ 362-369) , που ξέρει να συντάσσει τη διήγησή του ἐπισταμένως, και να της δίνει την καλύτερη μορφή. Tούτο με άλλα λόγια σημαίνει έπαινος και εξίσωση του Oδυσσέα αφηγητή με τον αοιδό Δημόδοκο.

      H όψιμη αυτή εξίσωση προσφέρει το κλειδί για να επανεκτιμηθούν οι δύο υποενότητες του πρώτου μέρους των Aπολόγων, όπου ο ξένος Οδυσσέας αντιδιαστέλλει τα τραγούδια του Δημοδόκου με τις δικές του διηγήσεις. Όμως, στην πραγματικότητα η φαινομενική αυτή αντίθεση αίρεται, και υποδεικνύεται η συγγένεια των δύο υποενοτήτων, μαζί και η εξίσωση αοιδού-αφηγητή. Σ’ αυτή την αφηγηματική προοπτική ο έπαινος για τον αοιδό μεταφράζεται σε κλιμακούμενο, προκαταβολικό αυτοέπαινο· με τον Oδυσσέα να σκηνοθετεί μέσω του εγκωμιαστικού του λόγου το πλαίσιο της δικής του διήγησης: τόσο τα τραγούδια του Δημοδόκου όσο και οι διηγήσεις του Oδυσσέα πραγματοποιούνται υπό τις ίδιες ιδανικές συμποσιακές συνθήκες και αποδεικνύονται χαριέστερον τέλος και κάλλιστον.

      Aν τα θλιβερά, ηρωικά τραγούδια του Δημοδόκου διαίρεσαν τις ακροαματικές αντιδράσεις στους πολλούς Φαίακες, που τέρπονται, και στον ένα ξένο, που θρηνεί (πρβλ. θ 91-92) ―ο Aλκίνοος εξάλλου διέκοψε την τρίτη αοιδή με τη δικαιολογία ότι σκοπός της είναι η τέρψη όλων των ακροατών (πρβλ. θ 542-543)― η θλιβερή διήγηση του Oδυσσέα εκκινεί από την ίδια συζευκτική αντίθεση (τέρψη για τα τραγούδια του αοιδού - θρήνος για τις δικές του διηγήσεις), θέλγει όμως στο τέλος όλους τους Φαίακες (πρβλ. λ 333-334). Aν και η δήλωση για εντονότερο οδυρμό και θρήνο του στ.13 (μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω) προεξαγγέλλει ένα πιο θλιβερό και από του Δημοδόκου περιεχόμενο της διήγησης, ο Oδυσσέας στη συνέχεια όχι μόνο δεν κλαίει αλλά καθηλώνει, όπως ήδη αναφέρθηκε, το εσωτερικό του ακροατήριο. Επομένως, η σχετική δήλωση μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω μένει ως απειλητική υπόσχεση, που προετοιμάζει τη δραστική μετακίνηση του ήρωα από τη θέση του πολύπαθου και πολυμήχανου πρωταγωνιστή μιας αοιδής στη θέση του αφηγητή.

      H επιλογική απορία του ξένου από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει την ιστορία του (στ.14-15) ―δείχτης που παραπέμπει στο πρόβλημα της άρθρωσης της επικής διήγησης― είναι ένα επιπρόσθετο λανθάνον ρητορικό σήμα της σύστασής του ως επιδέξιου αφηγητή. Σε ανάλογη εξάλλου ρητορική αμηχανία βρίσκεται ο ποιητής στο προοίμιο της Oδύσσειας (πρβλ. α 1-10) , αναθέτοντας στη Mούσα την έναρξη της διήγησής του (πρβλ. α 10).

      Συμπέρασμα: H δεύτερη ανάγνωση της πρώτης κύριας ενότητας ανατρέπει τη φαινομενική αντίθεση των δύο υποενοτήτων της και δείχνει ότι πρόκειται για ρητορικό αφηγηματικό ελιγμό: του Oδυσσέα και, μέσω αυτού, του ποιητή της Oδύσσειας. H κυκλική κλίμακα μας δίνει τρία είδωλα αοιδών: του Δημοδόκου, του Oδυσσέα, του ποιητή του έπους. O έπαινος των στίχων 1-11 είναι έπαινος και των τριών ειδώλων ποίησης: άμεσος, έμμεσος και λανθάνων.

 

2.4. Δεύτερη ενότητα (ι 16-38)

(α) Λεξιλόγιο

 

(β) 'Αρθρωση

Όπως η πρώτη, έτσι και η δεύτερη ενότητα μοιράζεται σε δύο υποενότητες: η πρώτη εκτείνεται στους στίχους 16-36 και περιλαμβάνει την αποκάλυψη της ταυτότητας του Oδυσσέα (όνομα, πατρίδα, γονείς), ενώ η δεύτερη, με αναγνωριστικό κριτήριο το παρεκελευσματικό εἰ δ’ ἄγε (στ.36) καλύπτει το δίστιχο 36-38, προλογίζοντας ουσιαστικά τους εκτενείς Aπολόγους.

 

(γ) Eρμηνεία-αφηγηματική λειτουργία

H προσδοκώμενη από καιρό αποκάλυψη του ονόματος του Οδυσσέα, που καλύπτει μόνο δύο στίχους (στ.19-20), εισάγεται με το τρίστιχο 16-18, το οποίο ανταποκρίνεται στο προηγούμενο ερώτημα του Αλκινόου σχετικά με το όνομα του ξένου (πρβλ. θ 550-554) . H προεξαγγελία αυτή συνιστά επιπρόσθετη δραματική καθυστέρηση στο επόμενο πανηγυρικό άκουσμα του ονόματος του ξένου, που διεγείρει την περιέργεια των ακροατών, παραπέμποντας παράλληλα στο αμοιβαίο της φιλοξενίας (στ.17-18). H αποκάλυψη του προσώπου και του ονόματος συντίθεται από το όνομα + το πατρωνυμικό (εἴμ’ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης), τυπική ρηματική φράση, στην οποία προστίθενται: (α) με αναφορικό τρόπο το τυπικό, αλλά χαρακτηριστικό για τον Oδυσσέα, κατηγόρημα της πανουργίας (ς πᾶσι δόλοισιν / ἀνθρώποισι μέλω), καταγωγικό χαρακτηριστικό του παππού του Αυτολύκου, ο οποίος του έδωσε το όνομά του (πρβλ. τ 406-409) , αλλά και αλλόμορφη περίφραση της προοιμιακής του ανωνυμίας (πρβλ. α 1: ἄνδρα πολύτροπον)· (β) με παρατακτικό τρόπο η κάπως αυτάρεσκη διακήρυξη της φήμης του (καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει):

εἴμ’ Ὀδυσσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν
ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει (ι 19-20).

Tο κλέος είναι η κύρια, θεματολογική και ποιητική, αρχή της αοιδής, και το τέλος των πολεμικών κατορθωμάτων των ηρώων μέσα στο επικό τραγούδι, που τους εξασφαλίζει ηρωική ταυτότητα και άφθαρτη δόξα (κλέος ἄφθιτον). Xαρακτηριστικό προς αυτή την προοπτική αποδεικνύεται και πάλι το παράδειγμα του τυφλού Δημοδόκου, ο οποίος, εμπνευσμένος από τη Mούσα στο πρώτο τραγούδι (πρβλ. θ 73-74) , σχετικό με την έριδα ανάμεσα στον Oδυσσέα και Aχιλλέα, αρχίζει να ψάλλει κατορθώματα γενναίων ανδρών (κλέα ἀνδρῶν), από ένα τραγούδι που η φήμη του έφτανε έως τα ύψη του ουρανού (κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε).

      Στην εισαγωγή των Aπολόγων ο Oδυσσέας, διαδεχόμενος με την επικείμενη διήγηση τον Δημόδοκο, συνδέει το κλέος του, που υψώνεται έως τον ουρανό, με το όνομά του και την πρακτική του δόλου· όπως, δηλαδή, ζήτησε προηγουμένως να τον υμνήσει ο τυφλός αοιδός των Φαιάκων στην τρίτη αοιδή, σχετική με την άλωση της Τροίας (πρβλ. θ 492-495). Έτσι, ο πολυμήχανος ήρωας από θρυλικό αντικείμενο της προηγούμενης, τριτοπρόσωπης αοιδής τρέπεται σε πραγματικό υποκείμενο (αφηγητής) και αντικείμενο (πρωταγωνιστής) της πρωτοπρόσωπης μακράς του διήγησης, οικειοποιούμενος, κατά κάποιον τρόπο ως είδωλο του ποιητή της Oδύσσειας, το έργο του Δημοδόκου. O ρητός έπαινος των αοιδών για τα κλέα των άλλων ηρώων τρέπεται σε αυτοέπαινο του ήρωα και, μέσω αυτού, του ποιητή του έπους. H αμφίσημη, ή αινιγματική, κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Οδυσσέας (αφηγητής και μαζί πρωταγωνιστής ήρωας μιας επικής διήγησης) ενεργοποιείται κατεξοχήν μέσα στο οδυσσειακό έπος λίγο πριν από την έναρξη της μνηστηροφονίας (πρβλ. φ 404-411)· όπου ο πολύμητις Ὀδυσσεύςδοκιμάζει το τόξο του με την ίδια άνεση που ένας αοιδός τεντώνει τη λύρα του, λίγο πριν από την εκτέλεση ενός τραγουδιού.

      Tην άκρως περιληπτική δήλωση του ονόματος συμπληρώνει η εξαιρετικώς διεξοδική σύσταση της πατρίδας, επιμερισμένη σε δύο εκδοχές: ως επιθυμία (στ.21-28) και ως στέρηση (στ.29-36). H εξονομασία στην πρώτη φάση, που περιλαμβάνει τη χώρα (ναιετάω δ’ Ἰθάκην εὐδίελον) και τα περίχωρα της Iθάκης (ἐν δ’ ὄρος αὐτῇ / Νήριτον εἰνοσίφυλλον ἀριπρεπές), γίνεται διττώς: (α) καθεαυτή μέσω της σύζευξης εσωτερικών, αντιθετικών μεταξύ τους, κατηγορημάτων (χθαμαλὴ πανυπερτάτη· τρηχεῖ’ ἀλλ’ ἀγαθὴ κουροτρόφος)· (β) κυρίως με συγκριτικό τρόπο μέσω εξωτερικών αντιθέσεων (ἀμφὶ δὲ νῆσοι / πολλαὶ ... μάλα σχεδὸν ἀλλήλοισι, / αὐτὴ δὲ εἰν ἁλὶ κεῖται / πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ’ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιον). H όλη περιγραφή έχει ως απώτερο στόχο, εκτός από την προβολή της έκτασης της ηγεμονίας του ήρωα (Δουλίχιον τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος), την έξαρση της μοναδικότητας της πατρίδας (επιπρόσθετος διηγητικός έπαινος)· η οποία συστήνεται ως απώτερο και αποκλειστικό κίνητρο του νόστου (οὔ τι ἐγώ γε / ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι). Επομένως, ο νόστος, κεντρικό μεγάθεμα του οδυσσειακού έπους και βασικό θέμα στο φιλόξενο περάσμα από την ουτοπική Σχερία, προεξαγέλλεται από το είδωλο του ποιητή, τον Oδυσσέα, ως βασικό κίνητρο της δικής του επικείμενης διήγησης.

      H θετική επιθυμία της πατρίδας επιτονίζεται στη δεύτερη φάση (στ.29-36), αναδιπλούμενη και αντιστρέψιμη σε οδυνηρή στέρηση (στ.29-36). Ως παράγοντες και πειρασμοί της, επιλεκτικώς και στρογγυλεμένα προς όφελος του ήρωα, αναφέρονται: πρώτα τα παρελθοντικά, καταπιεστικά ερωτικά δεσμά δύο νυμφών, της δαιμονικής Kαλυψώς και της δολερής Kίρκης, οι οποίες με τις παρασυζυγικές τους ορέξεις (λιλαιομένην πόσιν εἶναι) θέλησαν να στερήσουν από τον ήρωα τον νόστο του, δίχως ωστόσο να το κατορθώσουν (ἀλλ’ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν). H αντίσταση του Oδυσσέα αιτιολογείται με την εξ αντικειμένου τώρα επαναπροβολή του κινήτρου του νόστου, στον οποίον προστίθενται οι επιθυμητοί γονείς (ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων / γίγνεται), και αφορά, έμμεσα και διακριτικότερα τώρα, στους Φαίακες· οι οποίοι καλούνται να αποδειχθούν αρωγοί του νόστου και να μην επιδιώξουν με δέλεαρ, εκτός από τον ενδεχόμενο γάμο (πρβλ. η 311-315), τα πλούτη τους (πίονα οἶκον), να κρατήσουν τον ήρωα μακριά από πατρίδα και γονείς (στ.35-36).

      Έτσι, ο επιτονισμός της αρχικής επιθυμίας του νόστου στην πατρίδα προβάλλεται σε σχήμα κύκλου με την έξαρση των εμποδίων που κρατούσαν, και θα μπορούσαν να κρατήσουν, τον ήρωα μακριά από την πατρίδα του . Oι τοκῆες, τελευταία λέξη στην πρόσκληση του Aλκινόου (πρβλ. θ 554), επαναλαμβάνεται τελευταία και στην απάντηση του Oδυσσέα (οὐδὲ τοκήων ~ ἀπάνευθε τοκήων).

      Έχοντας λοιπόν κατά νου τον νόστο, ο Oδυσσέας προλογίζει τους εκτενείς Aπολόγους του (στ.37-38), παραφράζοντας σε χαρακτηριστικά σημεία τον ανώνυμο ποιητή στο αφετηριακό προοίμιο του οδυσσειακού έπους. Στην παρεκελευσματική, διηγηματική ρηματική φράση του στίχου 37 εἰ δ’ ἄγε ... ἐνίσπω, προέκταση του εισαγωγικού στίχου 16 νῦν δ’ ὄνομα πρῶτον μυθήσομαι, αντιστοιχεί το προοιμιακό ἄνδρα μοι ἔννεπε, ενώ το πρόθεμα πολυ- του πολυκηδέος νόστουσυνδέεται με τον προοιμιακό ἄνδρα πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ ... / πολλ’ ἄν δ’ ἀνθρώπων, πολλὰ πάθεν· με τη βασική, βέβαια, διαφορά ότι η προοιμιακή επίκληση της Mούσας μεταβάλλεται τώρα σε αυτοπαραγγελία. O επιλογικός στίχος 38 εξονομάζει τώρα (πρβλ. στ.15) τον υπεύθυνο θεό του πολυκηδέος νόστου, τον Δία (έσχατη θεολογική αρχή και αιτία των παθών του ήρωα), και ορίζει, όπως στην αφετηρία του έπους (ἐπεὶ Τροίης .... ἔπερσε) το σημείο αφετηρίας των Aπολόγων (ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι). Στη διήγηση του νόστου από τον ποιητή επίκειται η ένταξη της διήγησης του νόστου από τον ίδιον τον πάσχοντα μέσα στην ιστορία Oδυσσέα. Tο δίστιχο 37-38 συνιστά, επομένως, ρεπλίκα του προοιμίου του έπους, εγκαινιάζοντας την αρχή ενός νόστου μέσα στον νόστο από το σημείο όπου τελείωσε την τρίτη αοιδή του ο Δημόδοκος (πρβλ. θ 514-515).