του Αγαθοκλή Χαραλαμπόπουλου
Είναι γνωστό πως μέχρι το 1976 στην Ελλάδα το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης αντιμετωπιζόταν με τους όρους που είχε διαμορφώσει η διαμάχη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα. Η θέση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο σχολείο και η διδασκαλία της ήταν αδιαμφισβήτητη. Η καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα της εκπαίδευσης και του επίσημου κράτους, ενώ η δημοτική διεκδικούσε τον ζωτικό της χώρο τόσο στην κοινωνία όσο και στο σχολείο. Η κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε από το τέλος του 19ου αι. έως τη μεταπολίτευση, είχε ως εξής: μια ερμαφρόδιτη δημοτική στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ενώ στο γυμνάσιο και το λύκειο διδασκόταν η καθαρεύουσα και η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης για τους/τις μαθητές/τριες ήταν η γλωσσική σύγχυση. Η διδασκαλία της ελληνικής με χαρακτηριστικά που είχαν παραδοσιακά διαμορφωθεί για τη διδασκαλία των νεκρών γλωσσών δεν ήταν βέβαια ελληνική αποκλειστικότητα. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου το γλωσσικό πρόβλημα είχε λυθεί προ πολλού με την επικράτηση των εθνικών γλωσσών επί της λατινικής και την εισαγωγή τους στην εκπαίδευση, η διδασκαλία των εθνικών γλωσσών εξακολουθούσε να γίνεται με τον τρόπο που γινόταν η διδασκαλία της λατινικής. Διαμορφώθηκε έτσι διεθνώς και παγιώθηκε μια παράδοση για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας που χαρακτηριζόταν από μια ρυθμιστική αντίληψη. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη:
Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας διατήρησε αυτά τα χαρακτηριστικά μέχρι τη δεκαετία του ’60, χαρακτηριστικά που εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να επηρεάζουν σημαντικά τη διδακτική πρακτική πολλών εκπαιδευτικών. Η ρυθμιστική αυτή αντίληψη επιβίωσε στο χώρο του σχολείου, παρόλο που για την επιστήμη της γλωσσολογίας η ρυθμιστική προσέγγιση της γλώσσας στερείται τεκμηρίωσης. Το γεγονός όμως ότι η γλωσσολογία εξακολουθούσε να έχει ως προνομιακό πεδίο έρευνας το γλωσσικό σύστημα και τη δομή του συνέβαλε ασφαλώς στη διατήρηση της έμφασης στη διδασκαλία των γλωσσικών δομών. |