Άρθρα Η στροφή προς την επικοινωνιακή προσέγγιση για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Σ ε λ ί δ α  4 / 6
.


ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Χωρίς να παραγνωρίζει τη σημασία της γλωσσικής ικανότητας του ατόμου (δηλαδή της συνειδητής κατάκτησης του γλωσσικού συστήματος, με την έμμεση ή άμεση μετάδοση γνώσεων για τη μορφοσυντακτική δομή της γλώσσας), η επικοινωνιακή προσέγγιση επιδιώκει την ανάπτυξη της επικοινωνιακής ικανότητας, μέρος της οποίας είναι η γλωσσική ικανότητα. Αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει είναι η καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα στη χρήση της γλώσσας. Δεν ασχολείται επομένως με τη μετάδοση γνώσεων για τη γλώσσα, αλλά με τεχνικές διδασκαλίας που βοηθούν την ανάπτυξη επικοινωνιακών στρατηγικών και δεξιοτήτων.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν ευνοεί τη ρυθμιστική διδασκαλία, αλλά επιδιώκει την εξοικείωση με τη λειτουργική-επικοινωνιακή διαφοροποίηση της γλώσσας. Στο επίκεντρο της διδασκαλίας είναι τα κείμενα, προφορικά και γραπτά, και επιδιώκεται η κατανόηση της στρατηγικής παραγωγής κειμένων. Δεν στέκεται σε ασκήσεις με μονάδα αναφοράς την πρόταση, γιατί οι προτάσεις δεν λειτουργούν ξεκομμένα, αλλά η μορφή και η σημασία τους προσδιορίζεται από τις σχέσεις που έχουν με το υπόλοιπο κείμενο (προφορικό ή γραπτό) στο οποίο ανήκουν.

Η αντίληψη περί μάθησης είναι διαφορετική από ό,τι σε παραδοσιακού τύπου εκπαίδευση, όπου οι μαθητές/τριες ασκούνταν να κατακτήσουν μεμονωμένα στοιχεία και δομές και μετά να προσπαθήσουν να τα ενσωματώσουν σε ευρύτερες ενότητες για να επικοινωνήσουν. Στην επικοινωνιακή προσέγγιση η κατάκτηση αυτή συνδέεται με τη μάθηση θεωρούμενη ως διαδικασία. Αυτό απαιτεί εμπλοκή των μαθητών/τριών σε δραστηριότητες, όπου θα χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα για πραγματική επικοινωνία. «Η γλώσσα μαθαίνεται πιο εύκολα όταν χρησιμοποιείται ενεργητικά παρά όταν προσφέρεται σαν ένα σύνολο από αποκομμένες προτάσεις ή ασκήσεις» (Halliday 1964, 181).

Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται διαφορετική οργάνωση και λειτουργία της τάξης, που θα ενθαρρύνει τους/τις μαθητές/τριες να επικοινωνήσουν αυθόρμητα και ελεύθερα μεταξύ τους και με τον/την εκπαιδευτικό. Έτσι σε πρακτικό επίπεδο η επικοινωνιακή προσέγγιση έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Έχει μεγάλη ευελιξία και γενικά αποδέχεται κάθε μαθησιακή δραστηριότητα που συμβάλλει στην ανάπτυξη της επικοινωνιακής ικανότητας των μαθητών/τριών.
  • Δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ενεργητική συμμετοχή των μαθητών/τριών — συμμετοχή με την έννοια της εμπλοκής σε επικοινωνιακές δραστηριότητες και γεγονότα, όπου οι συμμετέχοντες δεν είναι παθητικοί δέκτες, αλλά παίρνουν πρωτοβουλίες.
  • Μια τέτοια εμπλοκή και ενεργητική συμμετοχή των μαθητών/τριών προϋποθέτει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο των οποίων ενεργούν με αυτονομία και έξω από τον άμεσο έλεγχο του/της εκπαιδευτικού. Οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να δημιουργούν επικοινωνιακές συνθήκες, στις οποίες να νιώθουν οι μαθητές/τριες την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα. Κατά τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων συνεργάζονται για να αναζητήσουν στοιχεία και πληροφορίες, τα αξιολογούν και τα ταξινομούν, κάνουν υποθέσεις και προσπαθούν να τις επαληθεύσουν ή να τις διαψεύσουν, διατυπώνουν και υποστηρίζουν απόψεις, θέτουν προβλήματα και αναζητούν λύσεις. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι μαθητές/τριες έχουν κάθε λόγο να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα και να προσπαθήσουν να εκφραστούν με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των συνομιλητών/τριών ή των αναγνωστών/στριών τους. Δραστηριότητες σαν αυτές:
  • — Διαμορφώνουν συνθήκες για την επικοινωνιακή χρήση της γλώσσας.
    — Επιτρέπουν ολόπλευρη άσκηση και δεν περιορίζονται μόνο σε κάποια γλωσσική ή επικοινωνιακή πτυχή.
    — Κεντρίζουν το ενδιαφέρον των μαθητών/τριών και εξασφαλίζουν τη συμμετοχή τους.
    — Δημιουργούν ένα φυσικό πλαίσιο μάθησης, καθώς συνεπάγονται την προσωπική εμπλοκή των μαθητών/τριών στη χρήση της γλώσσας για επικοινωνία.
    — Ευνοούν την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς κατά τη διεκπεραίωσή τους οι μαθητές/τριες έχουν την ευκαιρία να ανταλλάσσουν σκέψεις μεταξύ τους και με τον/την εκπαιδευτικό, αλλά και με πρόσωπα εκτός σχολείου. Προωθείται έτσι η κοινωνικοποίησή τους.
    — Επιτρέπουν τη διεύρυνση των εμπειριών των μαθητών/τριών και ταυτόχρονα τον εμπλουτισμό της γλώσσας τους με νέα εκφραστικά μέσα.

Όλα τα παραπάνω συνεπάγονται και έναν διαφορετικό ρόλο του/της εκπαιδευτικού. Δεν λειτουργεί πια ως κάτοχος της γνώσης, την οποία διοχετεύει στους/στις μαθητές/τριες, αλλά ως εμψυχωτής/τρια που ενθαρρύνει και δημιουργεί κίνητρα, ως μέλος της ομάδας που διατυπώνει ισότιμα την άποψή του/της, ως σύμβουλος που είναι διαθέσιμος/η για βοήθεια και συμβουλές. Αυτός ο ρόλος του/της εκπαιδευτικού έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση αυτονομίας από το/τη μαθητή/τρια τόσο στο να χρησιμοποιεί τη γλώσσα όσο και στο να μαθαίνει, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της μαθησιακής του/της πορείας μέσα και έξω από το σχολείο.

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας