Άρθρα Η στροφή προς την επικοινωνιακή προσέγγιση για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Σ ε λ ί δ α  2 / 6
.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΝΕΩΝ ΤΡΟΠΩΝ
ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Tις τελευταίες δεκαετίες αμφισβητήθηκε ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας τόσο ως προς τη θεωρητική του θεμελίωση όσο και ως προς την εφαρμογή του στη διδακτική πράξη. Σε θεωρητικό επίπεδο επισημάνθηκε ότι η αντίληψη που υιοθετεί για τη γλώσσα όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στη γλωσσική πραγματικότητα αλλά και τη διαστρεβλώνει. Όσο για τη διδακτική πρακτική, διαπιστώθηκε ότι ήταν αδιέξοδη και αναποτελεσματική. Οι γνώσεις για τη γλώσσα που μεταδίδονταν, εκτός του ότι η αφομοίωσή τους απαιτούσε μια προσπάθεια που ήταν επίπονη και ανιαρή για τους/τις μαθητές/τριες, είχαν εφήμερο χαρακτήρα και παρέμεναν αναξιοποίητες στο επίπεδο της χρήσης.

Έτσι αναπτύχθηκε έντονος προβληματισμός για τη διδασκαλία της γλώσσας που αφορούσε τόσο το περιεχόμενο, το τι πρέπει να διδαχθεί, όσο και τη διδακτική μεθοδολογία, το πώς θα διδαχθεί. Επιδιώχθηκε αφενός να καθοριστούν τα κριτήρια και να υπάρξει τεκμηρίωση των επιλογών στο επίπεδο του περιεχομένου και αφετέρου να αναζητηθούν και να προταθούν οι τρόποι και τα μέσα που στο επίπεδο της διδακτικής πρακτικής θα εξυπηρετούσαν πιο αποτελεσματικά την απόκτηση των καθορισμένων γνώσεων και δεξιοτήτων. Πρόκειται για ζητήματα σύνθετα και πολύπλευρα, τα οποία προσεγγίζονται από πολλές οπτικές γωνίες.

Η αμφισβήτηση του παραδοσιακού τρόπου διδασκαλίας και η αναζήτηση νέων προσεγγίσεων του γλωσσικού μαθήματος ήταν απόρροια των πολύ σημαντικών εξελίξεων στο χώρο της γλωσσολογίας και των επιστημών που συνδέονται άμεσα και επηρεάζουν τη διαμόρφωση των αντιλήψεων για τη διδακτική της γλώσσας, αλλά και των γρήγορων κοινωνικών μεταβολών που συντελέστηκαν με τις εφαρμογές της πληροφορικής-επικοινωνιακής τεχνολογίας.

Στη γλωσσολογία, που στο πρώτο μισό του αιώνα εστίαζε το ενδιαφέρον της στη μελέτη των γλωσσικών δομών και το αντικείμενό της ήταν η γλωσσική ικανότητα του/της ομιλητή/τριας, τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στροφή προς τη μελέτη και κατανόηση θεμάτων που σχετίζονται με τη χρήση της γλώσσας και τη λειτουργική διαφοροποίησή της. Αυτό επέτρεψε να κατανοηθεί καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν η φύση της επικοινωνίας και ο ρόλος που παίζει η γλώσσα σ’ αυτή. Έγινε σαφές ότι για την αποτελεσματική επικοινωνία δεν αρκεί μόνο η γλωσσική ικανότητα, δηλαδή η γνώση του γλωσσικού συστήματος, αλλά και γνώσεις που επιτρέπουν την προσαρμογή του λόγου στις διάφορες επικοινωνιακές περιστάσεις, η ύπαρξη δηλαδή επικοινωνιακής ικανότητας. Κατανοήθηκε ότι η παραγωγή νοήματος και η αποτελεσματική επικοινωνία δεν είναι ζήτημα γνώσης των γλωσσικών δομών μόνο, αλλά συνδέονται με ποικίλους παράγοντες —ποιος μιλάει, σε ποιον απευθύνεται, για ποιο θέμα, με ποια πρόθεση, πού, πότε, πώς—, οι οποίοι συνιστούν την περίσταση επικοινωνίας. Η μεταβολή ακόμη και ενός μόνο από αυτούς τους παράγοντες επιφέρει αλλαγή και στη μορφή γλώσσας που θα χρησιμοποιηθεί. Αλλιώς, για παράδειγμα, θα μιλήσει κανείς για το ίδιο θέμα σε ένα οικείο πρόσωπο και αλλιώς σε ένα μη οικείο. Τη φράση Δώσε μου ένα ποτήρι νερό μπορεί να την πει ένα παιδί στη μητέρα του. Σε μια άγνωστη κυρία όμως θα πει Μου δίνετε σας παρακαλώ ένα ποτήρι νερό; ή Έχετε την καλοσύνη να μου δώσετε ένα ποτήρι νερό; κτλ. Από την άλλη μεριά, η ίδια γλωσσική μορφή μπορεί να έχει διαφορετικό νόημα και λειτουργία ανάλογα με την επικοινωνιακή περίσταση. Για παράδειγμα, ενώ η φράση Έχετε την καλοσύνη να μου δώσετε ένα ποτήρι νερό του παιδιού προς την ξένη κυρία λειτουργεί πολύ φυσιολογικά ως διατύπωση, με ευγενικό τρόπο, ενός αιτήματος, αν την απευθύνει στη μητέρα του, θα εκληφθεί ως πείραγμα ή ειρωνεία κτλ. Με την ανάλυση συνεχούς λόγου [discourse analysis] εξάλλου και την κειμενική γλωσσολογία έγινε σαφές ότι η επικοινωνία γίνεται με κείμενα, προφορικά και γραπτά, και ότι τα γλωσσικά στοιχεία ασκούν τη λειτουργία τους σ' αυτά τα ευρύτερα κειμενικά πλαίσια, στα οποία και πρέπει να εξετάζονται.

Από την άλλη μεριά, βαθιές αλλαγές έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες και στο επίπεδο της κοινωνίας. Η αξιοποίηση της τεχνολογίας και ιδιαίτερα της πληροφορικής τεχνολογίας ανέτρεψε τις παλιές σχέσεις εργασίας και έχει δημιουργήσει νέες, όπου η δυνατότητα χρήσης της γλώσσας με αποτελεσματικό τρόπο θεωρείται σημαντικό προσόν. Η απόδοση των εργαζομένων στην εργασία τους εξαρτάται και από το πόσο επαρκείς είναι κατά τις γλωσσικές τους ανταλλαγές. Έχει πια πολύ περιοριστεί η χειρωνακτική εργασία, όπου ο καθένας μόνος του διεκπεραίωνε τη δουλειά που αναλάμβανε, και έχει αναπτυχθεί ο τομέας των υπηρεσιών, όπου από την αποτελεσματική χρήση της γλώσσας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία στην εργασία. Αλλά και ο ίδιος ο τρόπος χρήσης της γλώσσας έχει αλλάξει σε μια κοινωνία, στην οποία ο ανταγωνισμός στη διακίνηση και διάθεση των αγαθών όλων των ειδών βασίζεται στην επιτυχή γλωσσική διάδραση. Η πληθώρα, τέλος, και η ταχύτητα διακίνησης των πληροφοριών που διοχετεύονται με διαύλους και μέσα άγνωστα έως χτες, απαιτούν όχι μόνο εξοικείωση, αλλά και κριτική ευαισθητοποίηση των πολιτών (Fairclough 1992, 3-6).

Σε ένα τέτοιο επιστημονικό και κοινωνικό κλίμα ήταν αναπόφευκτο να επιχειρηθεί ο επαναπροσδιορισμός τόσο της φιλοσοφίας όσο και της μεθοδολογίας της γλωσσικής διδασκαλίας. Έπρεπε πρώτα πρώτα να διαμορφωθεί με καθαρότητα η αντίληψη περί γλώσσας που θα διέπει τη γλωσσική διδασκαλία. Η αντίληψη αυτή δεν μπορούσε παρά να είναι συμβατή με τα πορίσματα των νεότερων ερευνών στο χώρο της γλωσσολογίας και των συναφών επιστημονικών κλάδων. Έπρεπε ακόμη να αναθεωρηθεί η διδακτική μεθοδολογία, ώστε να ανταποκρίνεται και να υπηρετεί τη νέα αντίληψη. Δεν μπορούσε τέλος η νέα προσέγγιση της γλωσσικής διδασκαλίας να μην λάβει υπόψη τις γλωσσικές ανάγκες που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι μαθητές/τριες ως πολίτες-μέλη μιας κοινωνίας των πληροφοριών.

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας