Άρθρα
 

ΤO ZHTHMA THΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

της Frances Christie


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο 20ός αιώνας είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο αιώνας στον οποίο ωρίμασε ο εκπαιδευτικός θεωρητικός λόγος αν και οι εκπαιδευτικές πρακτικές καθεαυτές δεν είναι δείγμα αποκλειστικά του σύγχρονου πολιτισμού μας. Ο Bernstein (1990, 1996), μάλιστα, θα υποστήριζε ότι η παιδαγωγική δραστηριότητα είναι πάρα πολύ παλιά και ότι διαπερνά όλες τις κοινωνικές διαδικασίες με τρόπους που υπερβαίνουν αυτούς που συναντάμε σε ό,τι γενικά ονομάζουμε «εκπαιδευτικούς θεσμούς». Είναι όμως γεγονός πως η μαζική εκπαίδευση εμφανίστηκε μόλις τον 19ο αιώνα σε πολλά σημεία της Ευρώπης αλλά και στις ΗΠΑ. Κατ’ αναλογία, ο θεσμός της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών δημιουργήθηκε όταν άρχισαν να λειτουργούν οι πρώτες παιδαγωγικές ακαδημίες και να μαθητεύουν οι μελλοντικοί δάσκαλοι κοντά σε έμπειρους εκπαιδευτικούς. Τα πανεπιστημιακά τμήματα και αργότερα οι σχολές εκπαίδευσης όπως τις ξέρουμε σήμερα δεν εμφανίστηκαν μέχρι τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Τα θέματα γύρω από τα οποία αναπτύχθηκε ο εκπαιδευτικός θεωρητικός λόγος εξελίχτηκαν σε επιστημονικούς κλάδους που διαφοροποιήθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν και στη δημιουργία νέων επιστημονικών χώρων, αρκετοί από τους οποίους έχουν εμφανιστεί μόλις πρόσφατα. Ένας από τους παλαιότερους κλάδους είναι η παιδαγωγική επιστήμη ενώ ακολούθησε η εκπαιδευτική ψυχολογία που έδειξε από νωρίς το ενδιαφέρον της για τη νοημοσύνη και την εξεύρεση τρόπων για τη μέτρησή της. Στη συνέχεια διαμορφώθηκε ο χώρος που ασχολείται με την αξιολόγηση των γνώσεων των μαθητών/τριών καθώς επίσης με την αντικειμενική και υποκειμενική μέτρηση και αποτίμηση των προϊόντων της διδακτικής ή γενικότερα της εκπαιδευτικής πράξης. Παράλληλα αναπτύχθηκε ο επιστημονικός χώρος του εκπαιδευτικού προγραμματισμού και οι σχετικές θεωρίες σχεδιασμού και εφαρμογής των προγραμμάτων σπουδών. Η εκπαιδευτική κοινωνιολογία ουσιαστικά αναπτύχθηκε την περίοδο μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ είχε ήδη διαμορφωθεί ο χώρος της ιστορίας της εκπαίδευσης που τώρα πια (στην πατρίδα μου τουλάχιστον) θεωρείται ξεπερασμένος. Αργότερα διαμορφώθηκε ο κλάδος της εκπαιδευτικής διοίκησης με αντικείμενο την αποτελεσματικότερη διοίκηση εκπαιδευτικών μονάδων, ο οποίος αυτή τη στιγμή έχει αρκετή απήχηση στην πατρίδα μου αλλά και σε άλλες χώρες, επειδή ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την αποτελεσματικότητα και την επίτευξη επιθυμητών στόχων. Τέλος, δύο πρόσφατοι τομείς ενασχόλησης είναι αυτοί που μελετούν τρόπους με τους οποίους η σχολική εκπαίδευση θα είναι όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική και το εκπαιδευτικό έργο πιο αποδοτικό. Και οι δύο αυτοί χώροι φαίνεται πως είναι αφιερωμένοι στην έρευνα και την ανάπτυξη θεωρητικού λόγου για τη διασφάλιση της σχολικής επιτυχίας των μαθητών/τριών (βλ. για παράδειγμα συζητήσεις στους MacGilchrist, Myers & Reed 1997, ή Sammons, Thomas & Mortimore 1997).

Όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν υπάρξει σημαντικές καθώς έχουν συνεισφέρει στην αύξηση του ενδιαφέροντος και την ουσιαστικότερη κατανόηση των εκπαιδευτικών διαδικασιών. Επίσης, δεδομένων των σημαντικών πόρων που αφιερώνουν πλέον σχεδόν όλες οι χώρες για την παροχή εκπαίδευσης, οι εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο των εκπαιδευτικών σπουδών έχουν συνεισφέρει στην ανάπτυξη της διδασκαλίας ως επαγγέλματος. Παρ’ όλα αυτά, και εν μέρει λόγω του ότι οι κοινωνικές επιστήμες έχουν προχωρήσει σχετικά άνισα στον 20ό αιώνα (είναι άλλωστε πολύ πρόσφατες), πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μερικές εκπαιδευτικές θεωρίες έχουν αποδειχτεί καλύτερες από κάποιες άλλες. Επίσης, πρέπει να δεχτούμε ότι τα οφέλη που προέκυψαν από τις εξελίξεις δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουμε τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται καθώς μπαίνουμε στον 21ο αιώνα. Είναι απαραίτητο να εξασφαλίσουμε ένα κατάλληλα συγκροτημένο σώμα εκπαιδευτικών θεωριών που θα βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς του μέλλοντος. Με το σκεπτικό αυτό και με αναφορά στην εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, ειδικότερα σε σχέση με τις αξιόλογες θέσεις και θεωρίες που αναπτύχθηκαν για τη γλώσσα στην εκπαίδευση, θα υποστηρίξω ότι μια βασική συνιστώσα αυτού του σώματως εκπαιδευτικών θεωριών για το μέλλον θα είναι η εκπαιδευτική γλωσσολογία. H εκπαιδευτική γλωσσολογία θα είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς θα κομίσει περισσότερα οφέλη από ό,τι οι συμβατικές μεθοδολογίες της διδακτικής της γλώσσας, με τις οποίες συνδέονται συχνά οι γλωσσικές θεωρίες. Στην πραγματικότητα, θα τροφοδοτήσει τη διδασκαλία όλων των γνωστικών αντικειμένων ή επιστημονικών γνώσεων και θα αποτελέσει ουσιώδες αντικείμενο μελέτης κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας όλων των εκπαιδευτικών.

Στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου που ακολουθεί θα αναπτύξω επιχειρήματα για την υποστήριξη αυτής της πρότασης. Μεταξύ άλλων, θα εστιάσω την προσοχή μου στα αξιόλογα επιτεύγματα που παρατηρούνται στην ανάπτυξη της γλωσσολογικής θεωρίας, ιδιαίτερα της γλωσσικής θεωρίας που σχετίζεται στενότερα αφενός με τις κοινωνικές θεωρίες της ψυχολογίας —συμπεριλαμβανομένων και των θεωρητικών θέσεων του Vygotsky (1962), όπως αυτές έχουν ερμηνευτεί από πρόσφατους μελετητές του έργου του (π.χ. Wertsch 1985 και Wells 1999)—, και αφετέρου με την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, κυρίως με τη δουλειά του Bernstein (βλ. Christie 1999α, για μια πρόσφατη συζήτηση των θεωριών του Bernstein και της σχέσης τους με τη συστημική λειτουργική γλωσσολογική θεωρία και την εκπαιδευτική θεωρία).

επόμενη σελίδα

αρχή σελίδας